Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Άλμα αξιοπιστίας για την Ελλάδα από τη Fitch

Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης Fitch αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας στη βαθμίδα BBB με σταθερές προοπτικές από bbb- με θετικές προοπτικές, επιβεβαιώνοντας την παραμονή της χώρας στην επενδυτική βαθμίδα και σηματοδοτώντας ένα ακόμη βήμα απομάκρυνσης από την εποχή της κρίσης. Η fitch είχε αποδώσει για πρώτη φορά την επενδυτική βαθμίδα στην Ελλάδα τον Δεκέμβριο του 2023 και τον Μάιο του 2025 είχε ήδη αναβαθμίσει τις προοπτικές του ελληνικού αξιόχρεου σε θετικές, προεξοφλώντας την εξέλιξη που σήμερα επισημοποιείται.

Η νέα αξιολόγηση βασίζεται σε ένα σύνολο παραγόντων που, κατά τον οίκο, συγκλίνουν προς μια εικόνα σταθερής δημοσιονομικής πειθαρχίας, σημαντικής αποκλιμάκωσης του δημόσιου χρέους, ανθεκτικής οικονομικής ανάπτυξης και ενίσχυσης του τραπεζικού συστήματος, σε συνδυασμό με χαμηλούς χρηματοδοτικούς κινδύνους για το Ελληνικό Δημόσιο. Στο επίκεντρο της ανάλυσης βρίσκεται η πορεία του δημόσιου χρέους, η οποία χαρακτηρίζεται ως εντυπωσιακή σε σχέση με τα δεδομένα της μεταπανδημικής περιόδου.

Ο Fitch προβλέπει ότι το ακαθάριστο δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ θα μειωθεί κατά περίπου 9 ποσοστιαίες μονάδες το 2025, υποχωρώντας στο 145%, μετά από αντίστοιχη μείωση της τάξης των 10 ποσοστιαίων μονάδων το 2024. Παρότι το επίπεδο αυτό παραμένει σχεδόν τριπλάσιο από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση BBB, που κινείται γύρω στο 52%, αντιπροσωπεύει ωστόσο μια σωρευτική αποκλιμάκωση άνω των 60 ποσοστιαίων μονάδων από το αποκορύφωμα του 2020, όταν το χρέος είχε φτάσει το 209% του αεπ. Ο οίκος επισημαίνει ότι αυτή είναι η μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους μετά την πανδημία μεταξύ των κρατών που αξιολογεί, εκτιμώντας ότι η τάση θα συνεχιστεί και τα επόμενα χρόνια.

Στο βασικό του σενάριο ο fitch προβλέπει ότι ο λόγος χρέους προς αεπ θα συνεχίσει να μειώνεται με ταχείς ρυθμούς και θα προσεγγίσει το 120% μέχρι το 2030, στηριζόμενος σε αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ γύρω στο 4% και σε σταθερά πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% του αεπ μετά το 2027. Ταυτόχρονα, τα ταμειακά αποθέματα της χώρας παραμένουν σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, περίπου στο 18% του αεπ, γεγονός που παρέχει στο Ελληνικό Δημόσιο τη δυνατότητα πρόωρης αποπληρωμής διακρατικών δανείων και κάλυψης των λήξεων ομολόγων για τα επόμενα τρία χρόνια, λειτουργώντας ως πρόσθετη ασπίδα απέναντι σε πιθανές αναταράξεις στις αγορές.

Η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας αξιολογείται ως ιδιαίτερα ισχυρή. Ο fitch προβλέπει πλεόνασμα της Γενικής Κυβέρνησης κοντά στο 1% του ΑΕΠ για φέτος, σε ευθυγράμμιση με την επίδοση του 2024, όταν το πλεόνασμα είχε διαμορφωθεί στο 1,3% του ΑΕΠ, ενώ το πρωτογενές πλεόνασμα εκτιμάται στο 4,8%. Τα στοιχεία αυτά συνιστούν θεαματική βελτίωση σε σχέση με το έλλειμμα 1,4% του αεπ το 2023 και συγκρίνονται πολύ ευνοϊκά με τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση BBB, όπου το αντίστοιχο δημοσιονομικό αποτέλεσμα παραμένει σε έλλειμμα γύρω στο 3,7% του ΑΕΠ Ο οίκος αποδίδει την εικόνα αυτή στη σταθερή αύξηση των εσόδων μέσω της βελτίωσης της φορολογικής συμμόρφωσης και της αποτελεσματικότερης είσπραξης φόρων, καθώς και στον αυστηρό έλεγχο των δημόσιων δαπανών.

Η αναμενόμενη δημοσιονομική χαλάρωση των επόμενων ετών κρίνεται περιορισμένη και διαχειρίσιμη. Ο fitch θεωρεί ότι, παρά τα μέτρα ελάφρυνσης που έχουν ήδη ενσωματωθεί στο προσχέδιο του προϋπολογισμού, ο προϋπολογισμός του 2026 θα παραμείνει πλεονασματικός. Κεντρικό στοιχείο αυτής της χαλάρωσης είναι οι προγραμματισμένες μειώσεις στον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, οι οποίες, σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της κυβέρνησης, θα έχουν δημοσιονομικό κόστος 1,2 δισ. ευρώ ή περίπου 0,5% του ΑΕΠ και θα αυξηθούν σε 1,6 δισ. ευρώ το 2027. Οι μειώσεις αυτές αναμένεται να ενισχύσουν σημαντικά το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα, κυρίως για τα νοικοκυριά με μεσαία εισοδήματα, στηρίζοντας την ιδιωτική κατανάλωση και την ανάπτυξη. Παράλληλα, προβλέπεται δέσμη στοχευμένων παρεμβάσεων, με επιπλέον 600 εκατ. ευρώ να κατευθύνονται σε επιδοτήσεις ενοικίου και ενίσχυση χαμηλοσυνταξιούχων, καθώς και 300 εκατ. ευρώ για αυξήσεις μισθών στον τομέα της άμυνας.

Σε επίπεδο θεσμικού πλαισίου, ο οίκος υπογραμμίζει ότι τα πρόσφατα δημοσιονομικά αποτελέσματα και το προσχέδιο του προϋπολογισμού του 2026 αποτυπώνουν σταθερή δέσμευση της κυβέρνησης στη δημοσιονομική σύνεση. Η δέσμευση αυτή θεωρείται ιδιαίτερα αξιόπιστη, καθώς εδράζεται στις επιδόσεις της μεταπανδημικής περιόδου και στην ευρεία κοινωνική συναίνεση γύρω από την ανάγκη τήρησης υγιών δημοσιονομικών πολιτικών. Τον Ιούλιο του 2025 το ελληνικό κοινοβούλιο ενέκρινε με μεγάλη πλειοψηφία έναν εγχώριο δημοσιονομικό κανόνα που προβλέπει ισοσκελισμένο πρωτογενές ισοζύγιο, ενώ η Ελλάδα υπερέβη τις απαιτήσεις του νέου δημοσιονομικού πλαισίου της ευρωπαϊκής ένωσης ήδη από το 2024, το πρώτο έτος εφαρμογής του.

Οι χρηματοδοτικοί κίνδυνοι για το Ελληνικό Δημόσιο θεωρούνται περιορισμένοι. Το προφίλ του χρέους χαρακτηρίζεται ιδιαίτερα ευνοϊκό, με μέση διάρκεια περίπου 19 ετών και χαμηλό μέσο επιτόκιο περί το 1,5%, σημαντικά χαμηλότερο από τον εκτιμώμενο ρυθμό αύξησης του ονομαστικού αεπ, που τοποθετείται κοντά στο 4%. Η διαφορά αυτή μεταξύ ρυθμού ανάπτυξης και κόστους δανεισμού, σε συνδυασμό με τα υψηλά ταμειακά διαθέσιμα, μειώνει αισθητά τους κινδύνους αναχρηματοδότησης και προσφέρει ουσιαστική προστασία απέναντι σε πιθανές διαταραχές λόγω έντονης μεταβλητότητας στις αγορές ομολόγων.

Ως προς τις προοπτικές της οικονομίας, ο fitch επισημαίνει ότι η Ελλάδα βρίσκεται σε σταθερή τροχιά ανάπτυξης, παρά τις διεθνείς γεωπολιτικές και εμπορικές αναταράξεις. Από το 2023 ο ρυθμός αύξησης του αεπ κινείται κατά μέσο όρο γύρω στο 2%, υπερβαίνοντας συστηματικά τον ρυθμό ανάπτυξης της ευρωζώνης. Ο οίκος προβλέπει ότι η ανάπτυξη θα διατηρηθεί κοντά σε αυτά τα επίπεδα τουλάχιστον μέχρι το 2027, στηρίζοντας τη σταδιακή σύγκλιση του κατά κεφαλήν εισοδήματος προς τον μέσο όρο της ευρωζώνης. Η εγχώρια ζήτηση αναμένεται να παραμείνει ο βασικός μοχλός ανάπτυξης, επωφελούμενη τόσο από τα τελευταία χρόνια έντονης επενδυτικής ώθησης μέσω του ταμείου ανάκαμψης και ανθεκτικότητας όσο και από τη συνεχιζόμενη βελτίωση των ισολογισμών των νοικοκυριών και τη σταθερή αύξηση της απασχόλησης.

Στη γενικότερη αξιολόγησή του, ο fitch αναγνωρίζει ότι η Ελλάδα διαθέτει επίπεδα κατά κεφαλήν εισοδήματος υψηλότερα από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση ΒΒΒ, ενώ οι δείκτες διακυβέρνησης βρίσκονται σε αντίστοιχο ή και καλύτερο επίπεδο. Το πλαίσιο οικονομικής πολιτικής χαρακτηρίζεται αξιόπιστο και ενισχύεται θεσμικά από τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή ένωση και την ευρωζώνη. Η δημοσιονομική και μακροοικονομική προσαρμογή των τελευταίων ετών κρίνεται ότι έχει επιταχυνθεί, με σταδιακή βελτίωση των θεμελιωδών μεγεθών και της αξιοπιστίας της πολιτικής. Ωστόσο, οι θετικές αυτές παράμετροι αντισταθμίζονται εν μέρει από την κληρονομιά της κρίσης δημόσιου χρέους, που αποτυπώνεται στο ακόμη πολύ υψηλό, αν και μειούμενο, επίπεδο χρέους, στη σημαντική απώλεια παραγωγικής δυναμικότητας, στις επίμονες ανισορροπίες στο εξωτερικό ισοζύγιο και στις ενδεχόμενες υποχρεώσεις που απορρέουν από τον τραπεζικό τομέα.

Ιδιαίτερη αναφορά γίνεται στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, όπου το έλλειμμα παραμένει μεγάλο και επίμονο. Από το 2023 το έλλειμμα κυμαίνεται γύρω στο 6% του ΑΕΠ, επίπεδο πολύ υψηλότερο από τον μέσο όρο των χωρών με αξιολόγηση bbb, όπου το αντίστοιχο μέγεθος είναι περίπου 0,3%. Από δομική σκοπιά, ο fitch αποδίδει το πρόβλημα κυρίως στο χαμηλό ποσοστό αποταμίευσης της εγχώριας οικονομίας, ενώ επισημαίνει ότι οι επενδύσεις με υψηλό εισαγωγικό περιεχόμενο αναμένεται να συνεχίσουν να ασκούν πίεση στο ισοζύγιο μεσοπρόθεσμα. Παρά ταύτα, ο οίκος θεωρεί ότι η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη μετριάζει τους κινδύνους εξωτερικής χρηματοδότησης και δεν προβλέπει διαταραχές στις ροές ξένων κεφαλαίων.

Σε ό,τι αφορά τον τραπεζικό τομέα, ο fitch αναβάθμισε μέσα στο 2025 τις αξιολογήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών σε επενδυτική βαθμίδα, αντανακλώντας τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος στην Ελλάδα και των ίδιων των πιστωτικών προφίλ των τραπεζών. Η αναβάθμιση αυτή βασίστηκε σε μια σειρά παραγόντων, όπως η σταδιακή διαμόρφωση ιστορικού σταθερών και υγιών κερδών, η ολοκλήρωση της μεγαλύτερης φάσης εξυγίανσης της ποιότητας του ενεργητικού, η ενίσχυση της κεφαλαιακής βάσης και η σταθερή χρηματοδότηση μέσω καταθέσεων. Ο οίκος αναμένει ότι ο τραπεζικός τομέας θα συνεχίσει να επωφελείται από την ανθεκτική ανάπτυξη της οικονομίας, την επέκταση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και τη σταδιακή ανάκαμψη της λιανικής πίστης.

Παρά τη βελτίωση, παραμένει στο προσκήνιο η στενή διασύνδεση μεταξύ κράτους και τραπεζών, ως κατάλοιπο της κρίσης χρέους. Ο fitch εστιάζει στο υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών πιστώσεων που ενσωματώνονται στα κεφάλαια των τραπεζών, το οποίο στο τέλος Ιουνίου 2025 ανερχόταν σε περίπου 12 δισ. ευρώ ή 45% του κοινού κεφαλαίου tier 1. Οι πιστώσεις αυτές συνιστούν ενδεχόμενη υποχρέωση για το ελληνικό κράτος, ιδιαιτερότητα που δεν συναντάται σε άλλο κράτος μέλος της ευρωζώνης, παρότι οι τράπεζες έχουν παρουσιάσει σχέδια για την επιτάχυνση της απόσβεσής τους, προκειμένου να ομαλοποιηθεί σταδιακά η κεφαλαιακή τους δομή. Επιπλέον, οι κρατικές εγγυήσεις που δόθηκαν για τις ανώτερες σειρές τιτλοποιήσεων στο πλαίσιο του προγράμματος «ηρακλής», το οποίο σχεδιάστηκε για να επιταχύνει τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, παραμένουν σημαντικές και υπολογίζονται σε περίπου 18 δισ. ευρώ ή 8% του αεπ του 2025 στο τέλος Σεπτεμβρίου.

Στο πεδίο των κριτηρίων περιβάλλοντος, κοινωνίας και διακυβέρνησης, η Ελλάδα λαμβάνει από τον fitch βαθμολογία esg «5[+]» για την πολιτική σταθερότητα και τα δικαιώματα, το Κράτος Δικαίου, την ποιότητα των θεσμών και των κανονιστικών ρυθμίσεων, καθώς και για τον έλεγχο της διαφθοράς, κάτι που ενισχύει τη συνολική πιστοληπτική εικόνα της χώρας.

Στην επίσημη ανακοίνωσή του, το Υπουργείο Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών χαρακτηρίζει την απόφαση του οίκου ως επιβεβαίωση της προόδου της ελληνικής οικονομίας και της αξιοπιστίας της δημοσιονομικής πολιτικής. Το υπουργείο επισημαίνει ότι, σύμφωνα με τη fitch, η Ελλάδα καταγράφει τη μεγαλύτερη μείωση δημόσιου χρέους μεταξύ των χωρών με επενδυτική βαθμίδα, με σωρευτική αποκλιμάκωση άνω των 60 ποσοστιαίων μονάδων από το 2020. Υπογραμμίζεται ότι το δημόσιο χρέος έχει υποχωρήσει στο 145% του ΑΕΠ το 2025, με προοπτική περαιτέρω πτώσης προς το 120% μέχρι το 2030, ενώ το προφίλ του χρέους παραμένει ιδιαίτερα ευνοϊκό, με μακρά μέση διάρκεια, χαμηλό μέσο επιτόκιο και υψηλό ταμειακό απόθεμα που περιορίζουν τους κινδύνους και θωρακίζουν τη χώρα έναντι διεθνών αναταράξεων.

Το υπουργείο τονίζει ότι η δημοσιονομική επίδοση της Ελλάδας βρίσκεται σε εξαιρετικά υψηλό επίπεδο, με πρωτογενές πλεόνασμα 4,8% του ΑΕΠ και πλεόνασμα Γενικής Κυβέρνησης κοντά στο 1%, επιδόσεις που υπερβαίνουν σημαντικά τον μέσο όρο της βαθμίδας bbb. Η fitch αποδίδει αυτά τα αποτελέσματα στη συνεχή ενίσχυση των δημοσίων εσόδων μέσω αποτελεσματικής φορολογικής διοίκησης και στη σταθερή πειθαρχία στη διαχείριση των δαπανών, ενώ αναγνωρίζει ότι οι στοχευμένες φορολογικές και κοινωνικές ελαφρύνσεις που προγραμματίζονται για το 2026 δεν υπονομεύουν τη δημοσιονομική ισορροπία, η οποία πλέον στηρίζεται σε ένα σαφές, αξιόπιστο και προβλέψιμο πλαίσιο, συμπεριλαμβανομένου του νέου εθνικού δημοσιονομικού κανόνα.

Ως προς τη δυναμική της πραγματικής οικονομίας, η ανακοίνωση του υπουργείου αναφέρει ότι η Ελλάδα διατηρεί ρυθμό ανάπτυξης γύρω στο 2%, υψηλότερο από τον μέσο όρο της ευρωζώνης, κυρίως χάρη στην ισχυρή εγχώρια ζήτηση, το υψηλό επενδυτικό πρόγραμμα, την αύξηση της απασχόλησης και τη βελτίωση των ισολογισμών των νοικοκυριών. Ο διεθνής οίκος εκτιμά ότι η διαδικασία σύγκλισης με το μέσο εισόδημα της ευρωζώνης θα συνεχιστεί τα επόμενα χρόνια, ενισχύοντας περαιτέρω τη θέση της χώρας στο επενδυτικό περιβάλλον της περιοχής.

Για τον τραπεζικό κλάδο, το υπουργείο σημειώνει ότι το σύστημα εμφανίζει πλέον ισχυρή κεφαλαιακή επάρκεια, θετική οργανική κερδοφορία και ουσιαστική εξυγίανση των ισολογισμών των συστημικών τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Ο fitch διαπιστώνει ότι ο κλάδος έχει σταθεροποιηθεί σε βαθμό που να δικαιολογεί ισχυρή πιστοληπτική αξιολόγηση, ενισχύοντας τον ρόλο του στην υποστήριξη της πραγματικής οικονομίας μέσω αυξημένης χορήγησης πιστώσεων.

Παράλληλα, στην ανακοίνωση επισημαίνεται ότι το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών παραμένει σε υψηλά επίπεδα, περίπου στο 6% του αεπ, αλλά ο οίκος δεν το θεωρεί παράγοντα άμεσου κινδύνου εξαιτίας της συμμετοχής της Ελλάδας στην ευρωζώνη και της σταθερότητας των εξωτερικών κεφαλαιακών ροών που καλύπτουν τις ανάγκες της οικονομίας.

Σε δήλωσή του για την αναβάθμιση, ο υπουργός εθνικής οικονομίας και οικονομικών Κυριάκος Πιερρακάκης υπογραμμίζει ότι η απόφαση της fitch επιβεβαιώνει πως η Ελλάδα «αλλάζει επίπεδο». Ο υπουργός συνδέει την αναβάθμιση με τη στρατηγική για τη «μεγαλύτερη μείωση φόρων της μεταπολίτευσης», επισημαίνοντας ότι την ώρα που η κυβέρνηση υλοποιεί σημαντικές φορολογικές ελαφρύνσεις για νοικοκυριά και επιχειρήσεις, ένας κορυφαίος διεθνής οίκος αξιολόγησης αναγνωρίζει τη δυναμική της ελληνικής οικονομίας. Κατά τον κ. Πιερρακάκη, η αναβάθμιση μεταφράζεται για τους πολίτες σε χαμηλότερο κόστος δανεισμού για το κράτος, περισσότερη ρευστότητα για τις επιχειρήσεις, ευκολότερη πρόσβαση σε χρηματοδότηση και μεγαλύτερη ασφάλεια για τις επενδύσεις που δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας.

Ο υπουργός σημειώνει ακόμη ότι η ενίσχυση της εμπιστοσύνης των θεσμικών επενδυτών διευρύνει τη «δεξαμενή» κεφαλαίων που μπορούν να τοποθετηθούν σε ελληνικά ομόλογα και άλλα χρηματοοικονομικά προϊόντα, βελτιώνοντας συνολικά τους όρους χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας. Όπως αναφέρει, η νέα απόφαση του οίκου έρχεται να επιβεβαιώσει ότι η χώρα οικοδομεί μια νέα, ενισχυμένη θέση στον επενδυτικό χάρτη της Ευρώπης και ότι η προσπάθεια συνεχίζεται με στόχο μία Ελλάδα πιο ισχυρή, πιο σύγχρονη και πιο δίκαιη για όλους.

Από την πλευρά του, ο αναπληρωτής υπουργός εθνικής οικονομίας και οικονομικών Νίκος Παπαθανάσης κάνει λόγο για «μια ακόμα ψήφο εμπιστοσύνης» προς τη χώρα. Στη δήλωσή του τονίζει ότι η ανακοίνωση της fitch έρχεται σε συνέχεια μιας πορείας που οδήγησε στην ανάκτηση της επενδυτικής βαθμίδας μετά από περίπου δεκαπέντε χρόνια και επιβεβαιώνει τη διεθνή αναγνώριση της αξιοπιστίας, της συνέπειας και της αποτελεσματικότητας της αναπτυξιακής οικονομικής πολιτικής που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις του Κυριάκου Μητσοτάκη, με σαφές δημοσιονομικό πλαίσιο και κοινωνικό πρόσημο.

Ο κ. Παπαθανάσης αναφέρεται στις θετικές προοπτικές που διαγράφονται για την ελληνική οικονομία, τόσο ως προς τη διατήρηση ρυθμών ανάπτυξης σημαντικά πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο όσο και ως προς την περαιτέρω ενίσχυση των επενδύσεων, τη συνεχιζόμενη μείωση του λόγου δημόσιου χρέους προς αεπ και τη σταδιακή περαιτέρω μείωση της φορολογικής επιβάρυνσης. Υπογραμμίζει τη σημασία της βελτίωσης της ανταγωνιστικότητας και της διεύρυνσης της πρόσβασης των επιχειρήσεων στη χρηματοδότηση μέσω του τραπεζικού συστήματος, επισημαίνοντας ότι όλα αυτά συνδέονται με τη δημιουργία ακόμη περισσότερων νέων θέσεων εργασίας σε ολόκληρη τη χώρα.

Ο αναπληρωτής υπουργός τονίζει ότι, σε ένα διεθνές περιβάλλον γεμάτο προκλήσεις, η Ελλάδα αξιοποιεί την πολιτική σταθερότητα και τα σταθεροποιημένα μακροοικονομικά μεγέθη για να επιταχύνει τις μεταρρυθμίσεις που έχει ανάγκη η οικονομία και η κοινωνία. Κεντρικός στόχος, όπως αναφέρει, είναι η επίτευξη «διπλής σύγκλισης» με την υπόλοιπη Ευρώπη, τόσο σε επίπεδο εισοδημάτων όσο και σε επίπεδο ισόρροπης ανάπτυξης σε όλη την επικράτεια, με πλήρη αξιοποίηση κάθε ευρώ από τους ευρωπαϊκούς και τους εθνικούς πόρους προς όφελος της πραγματικής οικονομίας και των πολιτών.