Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Η εικόνα της περιουσιακής κατάστασης των φορολογουμένων το 2024: Τι δηλώνουν για ακίνητα, αυτοκίνητα, πισίνες, σκάφη και καταθέσεις

131.031 οικογένειες πηγαίνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, πληρώνοντας συνολικά για δίδακτρα 601,64 εκατ. ευρώ ή 4.591,58 ευρώ κατά μέσο όρο

Οι φορολογικές δηλώσεις του 2024 αποκαλύπτουν ένα λεπτομερές αποτύπωμα της περιουσιακής κατάστασης των Ελλήνων φορολογουμένων, καταγράφοντας με ακρίβεια την εικόνα του πλούτου στη χώρα. Από τα ακίνητα και τα οχήματα μέχρι τις πισίνες, τα σκάφη και τα τραπεζικά υπόλοιπα, ο φετινός «χάρτης περιουσίας» προσφέρει πολύτιμα στοιχεία για τις συνήθειες, τις ανισότητες και τις επιλογές των πολιτών.

Σύμφωνα με τα δεδομένα που συγκέντρωσε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων από τα έντυπα Ε1, Ε2 και Ε9, προκύπτει ότι 6,5 εκατομμύρια φυσικά πρόσωπα δήλωσαν συνολικά 7,2 εκατομμύρια ακίνητα. Η πλειοψηφία των φορολογουμένων κατέχει από ένα έως δύο ακίνητα, ωστόσο υπάρχει και σημαντικό ποσοστό που διαθέτει μεγαλύτερο αριθμό ιδιοκτησιών, στοιχείο που αναδεικνύει τη συγκέντρωση πλούτου σε ορισμένες κοινωνικές ομάδες. Οι περιοχές με τη μεγαλύτερη πυκνότητα δηλωμένων ακινήτων εντοπίζονται κυρίως στα αστικά κέντρα και σε τουριστικές ζώνες υψηλής αξίας.

Σε ό,τι αφορά τα οχήματα, δηλώθηκαν περίπου 5 εκατομμύρια αυτοκίνητα, με το 40% αυτών να είναι ηλικίας άνω των 10 ετών, ένδειξη της γήρανσης του στόλου. Παράλληλα, παρατηρείται αύξηση στις δηλώσεις οχημάτων μεγάλου κυβισμού και υψηλής εμπορικής αξίας, ιδίως σε περιοχές με υψηλό δηλωθέν εισόδημα. Αυτό το στοιχείο φανερώνει τη σταθερή παρουσία πολυτελών επιλογών, παρά το γενικότερο πλαίσιο οικονομικών πιέσεων.

Εντυπωσιακή αύξηση παρατηρείται και στον αριθμό των δηλωμένων πισινών, οι οποίες ξεπέρασαν τις 50.000. Το φαινόμενο αυτό σχετίζεται αφενός με την αυστηροποίηση των ελέγχων μέσω δορυφορικών εικόνων, αφετέρου με την άνοδο της βραχυχρόνιας μίσθωσης και την αύξηση επενδύσεων σε τουριστικά ακίνητα. Η ύπαρξη πισίνας αποτελεί πλέον ένδειξη επενδυτικού χαρακτήρα σε πολλά ακίνητα, πέραν της προσωπικής πολυτέλειας.

Όσον αφορά τα σκάφη αναψυχής, καταγράφηκαν περισσότερες από 25.000 δηλώσεις, με τις περισσότερες να αφορούν σκάφη έως 10 μέτρων. Το ενδιαφέρον για τη θάλασσα και τις εξορμήσεις στα νησιά παραμένει έντονο, και η κατοχή σκάφους φαίνεται να έχει διατηρήσει τη γοητεία της για ένα σημαντικό κομμάτι της ανώτερης εισοδηματικής τάξης.

Τέλος, στις δηλώσεις καταθέσεων παρατηρείται αυξημένη διασπορά, με τα ποσά να κυμαίνονται ευρέως. Πάνω από 2 εκατομμύρια φορολογούμενοι δήλωσαν τραπεζικές καταθέσεις άνω των 5.000 ευρώ, ενώ σημαντικός αριθμός περιορίστηκε σε ποσά κάτω των 1.000 ευρώ. Παρά την επιστροφή κεφαλαίων από το εξωτερικό τα τελευταία χρόνια, το συνολικό ύψος των καταθέσεων παραμένει ενδεικτικό των εισοδηματικών ανισοτήτων και των διαφορετικών βαθμών αποταμιευτικής δυνατότητας.

Η συνολική εικόνα από τις δηλώσεις του 2024 επιβεβαιώνει τις έντονες αποκλίσεις στην περιουσιακή κατάσταση των πολιτών, ενώ ταυτόχρονα φωτίζει τη δυναμική που αναπτύσσεται γύρω από επενδυτικά ακίνητα, πολυτελή αγαθά και επιλογές διαβίωσης που ξεπερνούν τα όρια της βασικής ανάγκης. Τα στοιχεία αυτά αξιοποιούνται ήδη από τις φορολογικές αρχές για τη στοχευμένη ενίσχυση των ελέγχων και την καλύτερη κατανόηση της πραγματικής οικονομικής εικόνας των νοικοκυριών.

Έξι στους δέκα φορολογουμένους δηλώνουν ότι έχουν στην κατοχή τους τουλάχιστον ένα αυτοκίνητο, με το συνολικό πλήθος των δηλωμένων οχημάτων να φτάνει τα 5.494.800. Το ιδιωτικό όχημα παραμένει βασικό στοιχείο του νοικοκυριού, είτε ως ανάγκη είτε ως δείγμα κοινωνικής θέσης. Παράλληλα, 96.886 φορολογούμενοι δηλώνουν ότι έχουν σκάφος αναψυχής στο όνομά τους, με το μεγαλύτερο ποσοστό να αφορά μικρού και μεσαίου μεγέθους σκάφη, χωρίς να λείπουν ωστόσο και οι πιο πολυτελείς επιλογές.

Σχεδόν δύο στους δέκα φορολογούμενους εισπράττουν εισόδημα από ενοίκια, κάτι που αποτυπώνει τη διείσδυση της επένδυσης σε ακίνητα στο ευρύτερο φάσμα της μεσαίας και ανώτερης εισοδηματικής τάξης. Η αγορά ή ανέγερση κατοικίας εξακολουθεί να είναι σημαντικός στόχος για πολλούς, με περισσότερους από 116.000 φορολογούμενους να δηλώνουν ότι προχώρησαν σε τέτοιες ενέργειες μέσα στο συγκεκριμένο έτος. Την ίδια στιγμή, ένα στα τρία νοικοκυριά διαμένει σε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, στοιχείο που υποδεικνύει ότι η έννοια της ιδιοκατοίκησης παραμένει κεντρική στην ελληνική κοινωνία.

Οι δηλώσεις αποκαλύπτουν επίσης τη διατήρηση υψηλών δαπανών σε τομείς που συνδέονται με την ιδιωτική εκπαίδευση και την τραπεζική πίστη. Πάνω από 130.000 οικογένειες επιλέγουν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, μια απόφαση που συνδέεται συχνά με το εισοδηματικό επίπεδο και τις μορφωτικές προσδοκίες. Παράλληλα, 1,65 εκατομμύρια φορολογούμενοι δηλώνουν ότι καταβάλλουν δόσεις για στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, γεγονός που αναδεικνύει τον βαθμό εξάρτησης από την τραπεζική χρηματοδότηση αλλά και τις επιβαρύνσεις που αυτή συνεπάγεται για τα νοικοκυριά.

Σε επίπεδο πολυτελών αγαθών, περισσότερες από 18.000 πισίνες δηλώθηκαν επισήμως στην Εφορία, κάτι που σχετίζεται αφενός με την αυστηρότερη φορολογική επιτήρηση και αφετέρου με την άνθηση της τουριστικής αξιοποίησης ακινήτων, ιδιαίτερα μέσω βραχυχρόνιων μισθώσεων. Αξιοσημείωτο είναι και το γεγονός ότι 83.216 φορολογούμενοι δηλώνουν περιουσιακά στοιχεία στο εξωτερικό – όπως ακίνητα, καταθέσεις ή άλλες μορφές πλούτου – γεγονός που δείχνει την έκταση της οικονομικής διασποράς πέρα από τα εθνικά σύνορα.

Η αποτύπωση αυτών των δεδομένων δεν είναι απλώς μια καταγραφή αριθμών. Αναδεικνύει τα μοτίβα οικονομικής συμπεριφοράς, τις δυνατότητες, αλλά και τα χάσματα που υπάρχουν μεταξύ διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων. Η σύνθεση του περιουσιακού και εισοδηματικού χάρτη που προκύπτει από τις φορολογικές δηλώσεις αποκαλύπτει πολλά περισσότερα απ’ όσα μπορεί να δείξει ένα μέσο εισόδημα ή ένας δείκτης κατανάλωσης — φανερώνει τις πραγματικές δομές του κοινωνικού και οικονομικού ιστού της χώρας.

Οι φορολογικές δηλώσεις που υποβλήθηκαν το 2023 αποτυπώνουν με εντυπωσιακή λεπτομέρεια την πραγματική οικονομική εικόνα των Ελλήνων φορολογουμένων, από την ιδιοκατοίκηση και τα εισοδήματα από ακίνητα έως τις δαπάνες για ιδιωτικά σχολεία και οικιακό προσωπικό. Τα δεδομένα που επεξεργάστηκε η Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων καταγράφουν τον πλούτο, τις προτιμήσεις και τις κοινωνικές διαστρωματώσεις μέσα από αριθμούς που μιλούν από μόνοι τους.

Συγκεκριμένα, 2.335.187 νοικοκυριά δηλώνουν ότι διαμένουν σε ιδιόκτητη κύρια κατοικία, γεγονός που επιβεβαιώνει την παραδοσιακά ισχυρή σύνδεση των Ελλήνων με την κατοχή στέγης. Αντίθετα, 1.844.384 νοικοκυριά διαμένουν είτε σε ενοικιαζόμενη κατοικία είτε σε ακίνητο που τους έχει παραχωρηθεί δωρεάν, στοιχείο που δείχνει μια πιο σύνθετη εικόνα διαβίωσης, ιδιαίτερα σε περιόδους πίεσης στην αγορά ακινήτων και αύξησης των ενοικίων.

Στον τομέα των εισοδημάτων από ακίνητα, 1.081.634 φορολογούμενοι δήλωσαν συνολικό ακαθάριστο εισόδημα ύψους 4,69 δισεκατομμυρίων ευρώ, που αντιστοιχεί σε 4.300 ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο ανά φορολογούμενο. Παράλληλα, 1.672 άτομα δηλώνουν ακίνητα προς εκμετάλλευση στο εξωτερικό, με εισοδήματα συνολικού ύψους 20,34 εκατομμυρίων ευρώ – δηλαδή περίπου 12.000 ευρώ ετησίως κατά μέσο όρο. Τα στοιχεία αυτά καταδεικνύουν την αυξανόμενη σημασία των εισοδημάτων από ενοίκια, τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς, στο συνολικό οικονομικό προφίλ πολλών νοικοκυριών.

Οι πολυτελείς παροχές και ανέσεις αποτυπώνονται επίσης με σαφήνεια στις δηλώσεις. Συνολικά, 18.322 φορολογούμενοι δήλωσαν ότι διαθέτουν εξωτερική πισίνα στο σπίτι τους, ενώ 377 φορολογούμενοι εμφανίζονται με εσωτερική πισίνα, αριθμός που παραπέμπει σε υψηλό επίπεδο διαβίωσης και ιδιωτική πολυτέλεια. Παρότι ο συνολικός αριθμός είναι μικρός σε σχέση με το σύνολο των δηλώσεων, οι πισίνες εξακολουθούν να αποτελούν ισχυρό δείκτη οικονομικής επιφάνειας.

Στον τομέα των δαπανών για εκπαίδευση και υπηρεσίες, 131.031 οικογένειες επέλεξαν να στείλουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία, με το συνολικό ποσό που κατέβαλαν για δίδακτρα να αγγίζει τα 601,64 εκατομμύρια ευρώ – δηλαδή 4.591,58 ευρώ κατά μέσο όρο ανά οικογένεια. Το μέγεθος αυτό δείχνει αφενός την πρόθεση σημαντικού μέρους του πληθυσμού να επενδύσει στην εκπαίδευση και αφετέρου την ύπαρξη μιας σταθερής κοινωνικής ομάδας που έχει τη δυνατότητα να αντεπεξέλθει σε τέτοιο οικονομικό βάρος.

Ιδιαίτερη αναφορά αξίζει στους 2.510 φορολογούμενους που δήλωσαν δαπάνες για προσωπικό όπως οικιακοί βοηθοί, σοφέρ ή ιδιωτικοί δάσκαλοι, με το συνολικό ποσό να ανέρχεται στα 34,6 εκατομμύρια ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε μέση ετήσια δαπάνη ύψους 13.787 ευρώ ανά φορολογούμενο και αποτελεί σαφή ένδειξη υψηλής αγοραστικής δύναμης και συγκεκριμένου τρόπου ζωής, εστιασμένου στην ιδιωτική εξυπηρέτηση και άνεση.

Συνολικά, τα στοιχεία των φορολογικών δηλώσεων του 2024 δεν δείχνουν μόνο πόσα χρήματα δηλώνονται ή σε ποια αγαθά επενδύονται, αλλά αποτυπώνουν την πραγματική εικόνα μιας κοινωνίας που κινείται ανάμεσα σε σταθερά μοτίβα και νέες τάσεις – από την ιδιοκατοίκηση και την ενοικίαση, μέχρι την επένδυση στην ιδιωτική εκπαίδευση, την επίδειξη πολυτέλειας και την αναζήτηση εισοδήματος από ακίνητα εντός κι εκτός συνόρων.

Η εικόνα των τραπεζικών καταθέσεων που αποτυπώνεται στις φορολογικές δηλώσεις του 2024 συμπληρώνει το παζλ της οικονομικής κατάστασης των φορολογουμένων, αποκαλύπτοντας κρίσιμα στοιχεία για τον πλούτο και τη διαχείρισή του, τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων. Οι αριθμοί καταδεικνύουν τη διάχυση των αποταμιεύσεων στο εσωτερικό, αλλά και την ύπαρξη μιας υπολογίσιμης ομάδας φορολογουμένων που διατηρεί τραπεζικά κεφάλαια στο εξωτερικό.

Συγκεκριμένα, περισσότεροι από 3,2 εκατομμύρια φορολογούμενοι δήλωσαν εισόδημα από τόκους καταθέσεων σε ελληνικές τράπεζες, συνολικού ύψους 567,45 εκατομμυρίων ευρώ. Ο αριθμός αυτός δείχνει ότι η αποταμίευση παραμένει μια διαδεδομένη πρακτική, παρά τα χρόνια χαμηλών επιτοκίων που προηγήθηκαν. Η συνολική εικόνα των καταθέσεων υποδεικνύει όχι μόνο τη συντηρητική στάση πολλών πολιτών απέναντι στον πλούτο τους αλλά και την προσπάθεια προστασίας κεφαλαίων σε ένα οικονομικό περιβάλλον που συχνά χαρακτηρίζεται από αβεβαιότητα.

Την ίδια στιγμή, 21.277 φορολογούμενοι δήλωσαν τόκους από καταθέσεις σε τράπεζες του εξωτερικού, με τα ποσά να αγγίζουν τα 207,75 εκατομμύρια ευρώ. Αν και ο αριθμός των προσώπων είναι αισθητά μικρότερος σε σύγκριση με εκείνους που δηλώνουν καταθέσεις στην Ελλάδα, το ύψος των κεφαλαίων είναι εντυπωσιακά υψηλό, καθώς αναλογεί σε μέσο ποσό σχεδόν δέκα φορές μεγαλύτερο ανά φορολογούμενο. Το γεγονός αυτό επιβεβαιώνει την ύπαρξη μιας οικονομικά εύρωστης ομάδας με πρόσβαση σε διεθνείς τραπεζικές υπηρεσίες και στρατηγική κατανομής των περιουσιακών της στοιχείων.

Τα δεδομένα αυτά έρχονται να συμπληρώσουν την ευρύτερη εικόνα της οικονομικής ανισότητας, αλλά και της διαφορετικής στάσης απέναντι στην αποταμίευση, τις επενδύσεις και τη διαχείριση κεφαλαίων. Από τη μία πλευρά, έχουμε τη μαζική αλλά μικρής κλίμακας αποταμίευση στο εσωτερικό. Από την άλλη, μια πιο περιορισμένη αλλά κεφαλαιακά ισχυρή ομάδα κινείται σε διεθνές πεδίο, επιλέγοντας μεγαλύτερη ευελιξία και συχνά μεγαλύτερες αποδόσεις — ή μεγαλύτερη προστασία — μέσω τραπεζών του εξωτερικού.

Συγκεκριμένα, 1.659.748 φορολογούμενοι δήλωσαν στο έντυπο Ε1 ότι εξυπηρετούν στεγαστικά ή καταναλωτικά δάνεια, με τις ετήσιες δόσεις να ανέρχονται συνολικά σε 6,24 δισεκατομμύρια ευρώ. Αυτό μεταφράζεται σε μέση ετήσια δαπάνη περίπου 3.700 ευρώ ανά δανειολήπτη, επιβάρυνση που προστίθεται στα τεκμήρια διαβίωσης και επηρεάζει άμεσα τον υπολογισμό του φορολογητέου εισοδήματος. Η έκταση του τραπεζικού δανεισμού επιβεβαιώνει την εξάρτηση μεγάλου μέρους του πληθυσμού από τη χρηματοδότηση για την κάλυψη βασικών ή αυξημένων αναγκών, είτε πρόκειται για την κατοικία είτε για καταναλωτικές επιλογές.

Παράλληλα, η χρήση καρτών για αγορές αγαθών και υπηρεσιών αποτελεί πλέον σχεδόν καθολική πρακτική. Συνολικά, 7.528.719 ΑΦΜ πραγματοποίησαν συναλλαγές με πλαστικό χρήμα, δηλώνοντας ποσά που ανήλθαν στα 59,47 δισεκατομμύρια ευρώ. Το νούμερο αυτό καταγράφει μια εντυπωσιακή διείσδυση των ηλεκτρονικών πληρωμών στην καθημερινότητα, αποτέλεσμα τόσο των κινήτρων του φορολογικού συστήματος όσο και της ευρείας αποδοχής των ψηφιακών συναλλαγών σε κάθε επίπεδο αγοράς.

Η σύγκριση των δύο αυτών δεδομένων – της επιβάρυνσης από τα δάνεια και της έκτασης των καταναλωτικών δαπανών μέσω καρτών – αποτυπώνει με σαφήνεια τη διπλή διάσταση της οικονομικής συμπεριφοράς: από τη μία την ανάγκη εξυπηρέτησης υποχρεώσεων που συχνά υπερβαίνουν τις αντοχές του προϋπολογισμού, και από την άλλη την εμπέδωση ενός νέου μοντέλου αγορών που στηρίζεται στην ευκολία, τη διαφάνεια και την ιχνηλασιμότητα. Ταυτόχρονα, προσφέρουν και στις φορολογικές αρχές πολύτιμα εργαλεία για τον εντοπισμό ενδεχόμενων αναντιστοιχιών μεταξύ δηλωθέντων εισοδημάτων και πραγματικής κατανάλωσης.