Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Αντιφατικό μήνυμα από τη ΝΔ με προανακριτική για Καραμανλή και ταυτόχρονη άρνηση ποινικής ευθύνης

Καραμανλή: Στις 27 Μαρτίου 2024, με το πολιτικό θερμόμετρο να χτυπά κόκκινο, η Βουλή των Ελλήνων καλείται να εξετάσει πρόταση δυσπιστίας που συνυπογράφουν ΠαΣοΚ, ΣΥΡΙΖΑ, Νέα Αριστερά και Πλεύση Ελευθερίας. Αφορμή, η τραγωδία των Τεμπών – ένα πολύνεκρο σιδηροδρομικό δυστύχημα που πυροδότησε ισχυρό κοινωνικό σοκ και βαθιές πολιτικές αναταράξεις.

Στο βήμα ανεβαίνει ο τότε υπουργός Υποδομών και Μεταφορών, Κώστας Καραμανλής. Η πλειοψηφία της Νέας Δημοκρατίας τον στηρίζει εμφανώς. Ο ίδιος δηλώνει πως δεν κρύβεται πίσω από την ασυλία του και καλεί –με αιχμηρή ρητορική– όποιον έχει συγκεκριμένες κατηγορίες να τις παρουσιάσει με στοιχεία, «χωρίς κραυγές». Η δήλωσή του προκαλεί έντονες αντιδράσεις αλλά και χειροκροτήματα από τα κυβερνητικά έδρανα, αποτυπώνοντας τη γραμμή συσπείρωσης της παράταξης εκείνη τη στιγμή.

Ωστόσο, έναν χρόνο και δύο μήνες μετά, στις 27 Μαΐου 2025, η εικόνα αλλάζει δραστικά: τριάντα βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας καταθέτουν πρόταση σύστασης Προανακριτικής Επιτροπής για τον πρώην υπουργό. Η κίνηση, σύμφωνα με κομματικές πηγές, βασίζεται σε πραγματικά δεδομένα της δικογραφίας και φέρεται να στοχεύει στην απονομή δικαιοσύνης, ανεξαρτήτως πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Η κυβερνητική πλευρά αποφεύγει τη σύγκριση με την πρόταση δυσπιστίας της αντιπολίτευσης, την οποία είχε χαρακτηρίσει πολιτικά υποκινούμενη. Τώρα, επικαλείται τη μελέτη του φακέλου της υπόθεσης, υποστηρίζοντας πως δεν προκύπτει επαρκής τεκμηρίωση για το αδίκημα της διατάραξης της ασφάλειας συγκοινωνιών (άρθρο 291 Π.Κ.), αλλά αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο παράβασης καθήκοντος, κυρίως όσον αφορά χρηματοδοτήσεις και στελέχωση του ΟΣΕ.

Η πρόταση αγγίζει και τον πρώην υπουργό Χρήστο Σπίρτζη, αλλά σημειώνεται πως πιθανές ευθύνες του έχουν πλέον παραγραφεί λόγω του χρόνου που έχει μεσολαβήσει.

Η κοινωνική πίεση ως καταλύτης της απόφασης

Η στροφή της Νέας Δημοκρατίας αποδίδεται σε ένα ολοένα αυξανόμενο κοινωνικό αίτημα για λογοδοσία. Οι διαδηλώσεις μετά την τραγωδία καταγράφηκαν ως οι μεγαλύτερες της μεταπολίτευσης, ενώ οι δημοσκοπήσεις κατέγραψαν έντονη φθορά της κυβέρνησης στο πεδίο της εμπιστοσύνης. Μέσα σε αυτό το κλίμα, η πρόταση για Προανακριτική μοιάζει με μια προσπάθεια θεσμικής απάντησης σε μια κοινωνικά φορτισμένη απαίτηση.

Το κυβερνητικό αφήγημα βασίζεται σε δέκα βασικά επιχειρήματα:

  1. Η εποπτεία του υπουργείου Υποδομών ήταν διοικητική – όχι επιχειρησιακή.
  2. Ο ΟΣΕ λειτουργεί με διοικητική και οικονομική αυτοτέλεια.
  3. Οι παραλείψεις αφορούν στελέχη του υπουργείου και της ΡΑΣ – όχι απευθείας τον υπουργό.
  4. Η έλλειψη εισηγήσεων προς τον ίδιο αποκλείει προσωπική ευθύνη.
  5. Διαχωρίζεται σαφώς η πολιτική από την ποινική ευθύνη.
  6. Παρομοιάζεται η υπόθεση με τις εθνικές οδούς, για να τονιστεί η υπερβολή της ποινικοποίησης των έργων.
  7. Δεν υπάρχει τεκμήριο παραβίασης του άρθρου 291 Π.Κ.
  8. Οι εταιρείες είχαν –κατά τις αρμόδιες αρχές– την απαραίτητη πιστοποίηση ασφαλείας τη μέρα του δυστυχήματος.
  9. Η πρόταση στοχεύει κυρίως σε ζητήματα χρηματοδότησης και στελέχωσης.
  10. Η απουσία σαφούς τεκμηρίωσης για τις ενέργειες ή παραλείψεις Καραμανλή επιβάλλει περαιτέρω διερεύνηση.

Αξιοσημείωτο είναι ότι η πρόταση φέρει τις ελάχιστες δυνατές υπογραφές (30 βουλευτές), κυρίως από επιτροπές σχετικές με δημόσια διοίκηση και θεσμούς. Η μη συμμετοχή του συνόλου της Κ.Ο. της ΝΔ προκάλεσε ερωτήματα, ερμηνεύεται όμως ως μια σκόπιμη κίνηση μετριοπαθούς διαχείρισης.

Οι βουλευτές έχουν προθεσμία επτά ημερών για να ζητήσουν γνωμοδότηση από τριμελές συμβούλιο – κάτι που μέχρι στιγμής δεν έχει γίνει. Η συζήτηση στην Ολομέλεια αναμένεται να προσδιοριστεί εντός 15 ημερών, ενώ η έγκριση της σύστασης απαιτεί την ψήφο 151 βουλευτών.

Η πρόταση αυτή της ΝΔ λειτουργεί σαν μια προσπάθεια θεσμικής εξισορρόπησης: από τη μία πλευρά δεν προχωρά σε ποινική καταδίκη του πρώην υπουργού, από την άλλη όμως αναγνωρίζει την ανάγκη για λογοδοσία και ουσιαστικά πρόκειται για πολιτικό βήμα συμβολισμού, που επιχειρεί να σταθμίσει την υπεράσπιση του κομματικού στελέχους με την ανταπόκριση σε ένα ηχηρό κοινωνικό αίτημα.