Κλοπή στο Λούβρο – Η CGI Group κατηγορεί τον Μακρόν ότι σαμποτάρισε την επιστροφή των κοσμημάτων
Η υπόθεση της ληστείας στο Μουσείο του Λούβρου συνεχίζει να προκαλεί πολιτικές και διπλωματικές εντάσεις, αυτή τη φορά με την εμπλοκή μιας ισραηλινής εταιρείας πληροφοριών που κατηγορεί ανοιχτά το Παρίσι για σαμποτάρισμα της ανάκτησης των κλεμμένων κοσμημάτων, επικαλούμενη τον «γαλλικό εγωισμό» και τη «δυσκαμψία της κρατικής αλαζονείας». Στο επίκεντρο βρίσκεται ο πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν, τον οποίο ισραηλινές πηγές περιγράφουν ως «μαριονέτα της ελίτ των Παρισίων», αδιάφορο για την τύχη των θησαυρών που εξαφανίστηκαν από την Πινακοθήκη του Απόλλωνα στις 19 Οκτωβρίου — ένα μουσείο που, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, «ετοιμάζεται να κλείσει προσωρινά για βολικούς λόγους ανακαίνισης».
Η εταιρεία CGI Group, με έδρα το Τελ Αβίβ και ειδίκευση στις επιχειρηματικές πληροφορίες και την ανάκτηση κλεμμένων έργων τέχνης, αποκάλυψε ότι δέχθηκε δύο προτάσεις μέσω του dark web από άτομα που ισχυρίστηκαν ότι συμμετείχαν στη ληστεία του Louvre. Οι άγνωστοι ζήτησαν να πουλήσουν ένα από τα κοσμήματα για 8 εκατομμύρια ευρώ, αλλά —σύμφωνα με το ρεπορτάζ του Israel Hayom και του δημοσιογράφου Nissan Shtrauchler— η απροθυμία των γαλλικών αρχών να συντονιστούν με την ισραηλινή εταιρεία οδήγησε στην αποτυχία των διαπραγματεύσεων.
Η ίδια η διεύθυνση του μουσείου αρνήθηκε κάθε εμπλοκή ή επικοινωνία με την CGI, χαρακτηρίζοντας τις αναφορές «αβάσιμες». Όμως ο διευθύνων σύμβουλος της εταιρείας, Zvika Neve, υποστήριξε ότι τα γεγονότα είναι ξεκάθαρα: τέσσερις ημέρες μετά τη ληστεία, στις 23 Οκτωβρίου, εκπρόσωπος των δραστών επικοινώνησε μέσω κρυπτογραφημένου καναλιού με την CGI και ανέφερε ευθέως: «Ακούσαμε ότι συμμετείχατε στο περιστατικό της Δρέσδης. Έχουμε κάτι παρόμοιο — ένα από τα χαμένα έργα από το Louvre Museum. Ενδιαφέρεστε;».
Η πρόταση ήταν τολμηρή: η συμμορία ζητούσε να ολοκληρωθεί συμφωνία εντός 24 ωρών με αντάλλαγμα μεταφορά 8 εκατομμυρίων ευρώ σε «ουδέτερο σημείο στην Αυστρία ή τη Σλοβακία», μέσω κρυπτονομισμάτων. Η CGI απαίτησε απόδειξη αυθεντικότητας, ζήτησε φωτογραφικό υλικό και παράλληλα ειδοποίησε τις γαλλικές αρχές. Από εκείνη τη στιγμή, σύμφωνα με τον Neve, άρχισε η καθυστέρηση και η σύγχυση. Οι Γάλλοι αξιωματούχοι δεν απάντησαν εγκαίρως, δεν εξουσιοδότησαν την εταιρεία να προχωρήσει και δεν αξιοποίησαν το παράθυρο διαπραγμάτευσης. Η εγκληματική ομάδα, θεωρώντας ότι πρόκειται για «παζάρια χωρίς σοβαρότητα», διέκοψε την επικοινωνία.
Η αλληλογραφία που δημοσιοποίησε η CGI δείχνει την απόγνωση των διαπραγματευτών: «Τα λόγια ακούγονται καλά, αλλά τα πρακτικά βήματα μιλούν πιο δυνατά. Αν μιλάτε σοβαρά, αποδείξτε το». Στις 1 Νοεμβρίου, οι ίδιοι άνθρωποι επανήλθαν με νέα προσφορά, κατηγορώντας τη CGI ότι δεν ανταποκρίνεται. «Εξηγήσαμε την κατάσταση και ζητήσαμε να οικοδομήσουμε ξανά εμπιστοσύνη», λέει ο Neve. «Λάβαμε άλλο ένα χρονικό παράθυρο, αλλά για άλλη μια φορά, το γαλλικό εγώ σαμποτάρισε την ευκαιρία να επιστρέψουν τα κοσμήματα».
Η υπόθεση έχει έντονη πολιτική διάσταση. Πηγές της CGI υποστηρίζουν ότι εκπρόσωποι του μουσείου επικοινώνησαν αργότερα με το ευρωπαϊκό υποκατάστημα της εταιρείας στη Ρώμη, προσπαθώντας να αποκρύψουν τη σύνδεση με το Ισραήλ και ζητώντας ανεπίσημη βοήθεια για τη «διερεύνηση του μυστηρίου της διάρρηξης». Ωστόσο, το Louvre Museum εξέδωσε επίσημη διάψευση, λέγοντας ότι δεν υπήρξε καμία επαφή.
Ο Neve περιγράφει τη διαδικασία με λεπτομέρειες: «Πέντε ημέρες μετά τη ληστεία, ένας άνδρας που αυτοπροσδιορίστηκε ως εκπρόσωπος των κλεφτών επικοινώνησε μαζί μας. Ζήτησε διαπραγμάτευση στο dark web, υποστηρίζοντας ότι μπορούμε να αποκτήσουμε τουλάχιστον ένα από τα κλεμμένα έργα. Ύστερα από πολλές συνομιλίες, καταλάβαμε ότι πιθανόν έλεγε την αλήθεια. Ενημερώσαμε αμέσως τις αρμόδιες αρχές στο Παρίσι, όμως εκεί σταμάτησαν όλα. Οι καθυστερήσεις, οι εγωισμοί και η έλλειψη συντονισμού ακύρωσαν κάθε πιθανότητα».
Το σκάνδαλο έχει φέρει σε δύσκολη θέση τη γαλλική κυβέρνηση, η οποία δέχεται επικρίσεις ότι αντιμετωπίζει τις πολιτιστικές απώλειες με αδιαφορία, ενώ δαπανά τεράστια ποσά για επικοινωνιακές εκστρατείες περί «εθνικής κληρονομιάς». Ορισμένοι σχολιαστές στη Γαλλία μιλούν για «διπλωματικό ρεζιλίκι», καθώς το Παρίσι εμφανίζεται να αγνοεί βοήθεια από μια χώρα με τεράστια εμπειρία σε ανακτήσεις έργων τέχνης και διεθνείς επιχειρήσεις ασφάλειας.
Η ίδια η ληστεία πραγματοποιήθηκε με κινηματογραφική ακρίβεια. Στις 19 Οκτωβρίου, τέσσερις άνδρες μεταμφιεσμένοι σε εργάτες οικοδομών εισήλθαν στο μουσείο με φορτηγό-γερανό, ανέβηκαν στον πρώτο όροφο, έσπασαν παράθυρο και εισέβαλαν στην Πινακοθήκη του Απόλλωνα, όπου βρίσκονταν τα κοσμήματα της βασιλικής συλλογής. Μέσα σε λίγα λεπτά, άρπαξαν εννέα αντικείμενα ανεκτίμητης αξίας, ανάμεσά τους το στέμμα της αυτοκράτειρας Ευγενίας, σύζυγου του Ναπολέοντα Γ΄. Το στέμμα βρέθηκε λίγες ώρες αργότερα σπασμένο έξω από το μουσείο — πιθανότατα εγκαταλείφθηκε για να αποπροσανατολίσει τις αρχές.
Η αξία των κλοπιμαίων υπολογίζεται σε περίπου 100 εκατομμύρια δολάρια, και παρότι έγιναν συλλήψεις, κανένα από τα κοσμήματα δεν έχει εντοπιστεί. Μέχρι σήμερα, οι γαλλικές αρχές έχουν προσαγάγει συνολικά επτά υπόπτους. Ο πρώτος, ένας 34χρονος Γαλλοαλγερινός, συνελήφθη στο αεροδρόμιο Charles de Gaulle λίγο πριν από πτήση προς Αλγερία. Ο δεύτερος, 39 ετών, συνελήφθη σε προάστιο του Παρισιού. Αμφότεροι παραδέχθηκαν μερικώς την εμπλοκή τους, σύμφωνα με την εισαγγελία. Το περασμένο Σαββατοκύριακο, πέντε ακόμη ύποπτοι συνελήφθησαν, μεταξύ των οποίων και ένα ζευγάρι από το Saint-Denis· ο άνδρας, 37 ετών, φέρεται να άφησε ίχνη DNA στο φορτηγό της ληστείας, ενώ η σύντροφός του κατηγορείται για συνέργεια.
Η εισαγγελέας Laure Beccuau, σε συνέντευξή της στο Radio France-Info, δήλωσε ότι η ληστεία αυτή «δεν φέρει την υπογραφή της κορυφαίας βαθμίδας του οργανωμένου εγκλήματος, αλλά ούτε και ενός τυχαίου περιστατικού». Όπως είπε, το προφίλ των συλληφθέντων «δεν θυμίζει επαγγελματίες ληστές έργων τέχνης». Οι αναλυτές θεωρούν ότι η ομάδα ίσως λειτούργησε κατ’ εντολήν και πως τα κοσμήματα έχουν ήδη μεταφερθεί εκτός Γαλλίας.
Η υπόθεση θυμίζει έντονα τη ληστεία της Δρέσδης το 2019, όπου κλάπηκαν διαμάντια από το μουσείο Green Vault. Και τότε, η CGI Group είχε συμμετάσχει στην επιχείρηση εντοπισμού των δραστών, παρέχοντας —όπως υποστηρίζει— κρίσιμες πληροφορίες που οδήγησαν στην ανάκτηση μέρους των κλοπιμαίων. Εκείνη η εμπειρία ήταν ο λόγος που οι κλέφτες του Louvre επέλεξαν να επικοινωνήσουν ξανά με την ισραηλινή εταιρεία, ελπίζοντας ότι μέσω αυτής θα μπορούσαν να «επαναδιαπραγματευτούν» την τύχη των αντικειμένων έναντι λύτρων.
Το γεγονός ότι η CGI μιλά ανοιχτά για «γαλλικό σαμποτάζ» είναι εξαιρετικά ασυνήθιστο. Ο Neve υποστηρίζει πως οι Ισραηλινοί ενημέρωσαν «όλες τις αρμόδιες γαλλικές υπηρεσίες», αλλά συνάντησαν «τοίχο σιωπής». «Η Γαλλία θέλει να εμφανίζεται αυτάρκης, αλλά καταλήγει να χάνει ευκαιρίες για ανάκτηση πολιτιστικών θησαυρών», είπε χαρακτηριστικά. «Ο εγωισμός και η γραφειοκρατία τους τυφλώνουν. Εμείς δεν ζητήσαμε καμία αμοιβή· ζητήσαμε συνεργασία».
Αν επιβεβαιωθούν οι ισχυρισμοί της CGI, η Γαλλία κινδυνεύει να βρεθεί αντιμέτωπη με διπλωματικό φιάσκο, καθώς το Ισραήλ θεωρεί ότι υπήρξε υπονόμευση μιας νόμιμης επιχείρησης πληροφοριών. Ήδη ισραηλινά μέσα κατηγορούν το Παρίσι για «ελιτισμό και αδράνεια», ενώ κύκλοι του πολιτιστικού ρεπορτάζ στο Παρίσι μιλούν για πιθανή συγκάλυψη με στόχο να μην αποκαλυφθούν τα κενά ασφαλείας του μουσείου.
Πίσω από όλα αυτά, αναδύεται ένα ευρύτερο ζήτημα: η αλαζονεία των ευρωπαϊκών θεσμών που προτιμούν να χάσουν ανεκτίμητα έργα τέχνης παρά να συνεργαστούν με «ξένες» ιδιωτικές εταιρείες, ιδίως ισραηλινές. Η ιστορία του Louvre αποδεικνύει ότι ακόμα και ο πιο διάσημος θεσμός του δυτικού πολιτισμού μπορεί να λειτουργεί με μικροπολιτική λογική, παρασυρμένος από το γόητρο και τον φόβο της δημόσιας έκθεσης.
Σήμερα, τα εννέα κοσμήματα των βασιλικών συλλογών παραμένουν εξαφανισμένα. Η γαλλική κυβέρνηση αποφεύγει να σχολιάσει τις κατηγορίες, ενώ το μουσείο περιορίζεται σε λακωνικές ανακοινώσεις. Στο Παρίσι, ο Μακρόν απορρίπτει τις φήμες περί «προγραμματισμένου κλεισίματος» του μουσείου, όμως κύκλοι της αντιπολίτευσης μιλούν για «ανακαίνιση-ασπίδα» που θα απομακρύνει το κοινό και τους δημοσιογράφους, επιτρέποντας την εσωτερική διαχείριση της κρίσης μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας.
Το μόνο βέβαιο είναι ότι η ληστεία του Louvre έχει μετατραπεί από ποινική υπόθεση σε σύμβολο θεσμικής αλαζονείας: ενός πολιτιστικού κατεστημένου που αρνείται να συνεργαστεί, ενός κράτους που φοβάται να παραδεχθεί τις αποτυχίες του και ενός Προέδρου που προτιμά να σώζει την εικόνα του παρά την ιστορία του έθνους του. Όσο για τα κοσμήματα, παραμένουν στο σκοτάδι — μαζί με την αλήθεια.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»