Ο Κάθετος Διάδρομος Ελλάδας – Βουλγαρίας – Ρουμανίας δεν είναι ένα νέο σχέδιο, αλλά μια παλιά ευρωπαϊκή ιδέα που ωρίμασε βίαια μέσα από τον πόλεμο στην Ουκρανία. Πρόκειται για ένα πλέγμα οδικών και σιδηροδρομικών υποδομών που επαναπροσδιορίζει τις μεταφορές ως ζήτημα ασφάλειας, ανθεκτικότητας και στρατηγικής αυτονομίας σε μια ήπειρο που βιώνει πόλεμο στα ανατολικά της σύνορα. Η λειτουργική του λογική μειώνει τη μονοσήμαντη εξάρτηση από τα Στενά, ενισχύει τις εμπορικές ροές και ταυτόχρονα εξυπηρετεί τη στρατιωτική κινητικότητα.
Το σύμφωνο συνεργασίας που υπεγράφη στις Βρυξέλλες μεταξύ Ελλάδα, Βουλγαρία και Ρουμανία αποτυπώνει μια θεμελιώδη μετατόπιση: οι μεταφορές αντιμετωπίζονται πλέον ως κρίσιμη συνιστώσα οικονομικής και γεωπολιτικής ασφάλειας. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, διά του αρμόδιου επιτρόπου Απόστολος Τζιτζικώστας, χαρακτηρίζει τον διάδρομο «ορόσημο για όλη την Ευρώπη», υπογραμμίζοντας ότι τα σχέδια αποκτούν συγκεκριμένο χρονοδιάγραμμα υλοποίησης.
Στον πυρήνα του έργου βρίσκεται η δημιουργία ενός κάθετου οδικού και σιδηροδρομικού κορμού που συνδέει τη Θεσσαλονίκη με το Βουκουρέστι μέσω Βουλγαρίας, με κομβικό ρόλο της Αλεξανδρούπολη και προεκτάσεις προς την Κεντρική Ευρώπη, τη Μολδαβία και την Ουκρανία. Το σχέδιο οργανώνεται σε τρεις άξονες – δυτικό, κεντρικό και ανατολικό – όχι ως γεωγραφικές ετικέτες, αλλά ως λειτουργική αλυσίδα μεταφοράς που συνδέει λιμάνια, σιδηροδρόμους, οδικά δίκτυα, κόμβους μεταφόρτωσης, τελωνειακές διαδικασίες και ψηφιακή ιχνηλασιμότητα. Χωρίς αυτό το «δέσιμο», ο διάδρομος κινδυνεύει να μείνει, όπως στο παρελθόν, στα χαρτιά.
Η αξία του έργου έγκειται στην παράκαμψη της μονοσήμαντης εξάρτησης από τα Στενά του Βοσπόρου και των Δαρδανελλίων. Δεν πρόκειται για κατάργηση θαλάσσιων διαδρομών, αλλά για απομείωση ενός δομικού ρίσκου που συγκεντρώνει χρόνο, κόστος, συμφόρηση, περιβαλλοντική πίεση και πολιτική αβεβαιότητα. Μετά το 2022, οι μεταφορές προϊόντων, πρώτων υλών, ενέργειας και εξοπλισμών εντάχθηκαν οριστικά στην έννοια της ασφάλειας, μετατρέποντας εμπορικές διαδρομές σε κρίσιμες υποδομές.
Η στρατιωτική κινητικότητα αποτελεί τη «σκληρή» διάσταση του διαδρόμου. Οι ίδιες υποδομές που εξυπηρετούν το εμπόριο μπορούν, υπό πολιτική απόφαση, να υποστηρίξουν τη μεταφορά στρατευμάτων και εξοπλισμού, αρκεί να πληρούν τεχνικές και διοικητικές προδιαγραφές: επαρκή φέρουσα ικανότητα δρόμων και γεφυρών, πραγματική χωρητικότητα σιδηροδρόμων, ταχεία φόρτωση και εκφόρτωση, αλλά και απλοποιημένες διασυνοριακές διαδικασίες. Ο πόλεμος στην Ουκρανία κατέδειξε ότι ο χρόνος μεταφοράς δεν είναι απλώς οικονομικό μέγεθος, αλλά παράγοντας αποτροπής και αξιοπιστίας της συλλογικής άμυνας.
Παράλληλα, η ανάδειξη του διαδρόμου σε κρίσιμη υποδομή τον καθιστά και ευάλωτο. Η ασφάλεια δεν περιορίζεται στα έργα, αλλά επεκτείνεται στην εποπτεία επενδύσεων, στην ψηφιακή προστασία των συστημάτων διαχείρισης μεταφορών και στη διασφάλιση ότι η αμφίδρομη φύση του άξονα δεν θα μετατραπεί σε κερκόπορτα για τρίτους. Η ιεράρχηση κινδύνων είναι καθοριστική: πρώτα τα σύνορα και τα σημεία συμφόρησης, έπειτα οι κόμβοι και οι γέφυρες που περιορίζουν τη χωρητικότητα. Χωρίς κοινή σειρά προτεραιοτήτων, ο διάδρομος θα παραμείνει άνισος και ευάλωτος.

Το νέο σύμφωνο φιλοδοξεί να «κλειδώσει» την υλοποίηση με κοινό σχέδιο έως το 2026, αντιμετωπίζοντας το εγχείρημα ως χαρτοφυλάκιο παρεμβάσεων και όχι ως ένα ενιαίο έργο. Η εμπειρία δείχνει ότι όποιος διαθέτει ώριμες μελέτες, αδειοδοτήσεις και δυνατότητα ταχείας δημοπράτησης προχωρά πρώτος. Αν το εγχείρημα καθυστερήσει, θα επιστρέψει στο γνώριμο μοτίβο αναβολών. Αν προχωρήσει, μετατρέπει τη Θεσσαλονίκη, την Αλεξανδρούπολη και τους βαλκανικούς κόμβους σε κρίσιμη ευρωπαϊκή αρτηρία εμπορίου και, όταν απαιτηθεί, στρατηγικής μετακίνησης.
Η συζήτηση για κάθετους άξονες από το Αιγαίο προς τα Βαλκάνια και τη Μαύρη Θάλασσα εκκινεί από τη δεκαετία του 1990, μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, αλλά βάλτωσε λόγω έλλειψης διακρατικής διακυβέρνησης, τεχνικής εναρμόνισης και ουσιαστικής μείωσης των τριβών στα σύνορα. Η καθοριστική αλλαγή ήρθε μετά το 2022, όταν οι μεταφορές αναβαθμίστηκαν σε πυλώνα ασφάλειας της ίδιας της ευρωπαϊκής εσωτερικής αγοράς.
Ο Κάθετος Διάδρομος, τελικά, δεν είναι απλώς έργο ανάπτυξης. Είναι έργο ισχύος και ανθεκτικότητας, που θα κριθεί από μετρήσιμα δεδομένα: χρόνους διέλευσης, αξιοπιστία, κόστος, σαφή κατανομή αρμοδιοτήτων, ετοιμότητα λειτουργίας υπό πίεση και θεσμική θωράκιση. Σε μια εποχή πολέμου, η Ευρώπη χρειάζεται υποδομές που δεν λειτουργούν μόνο σε συνθήκες κανονικότητας, αλλά αντέχουν όταν δοκιμάζονται. Ο Κάθετος Διάδρομος φιλοδοξεί να είναι μία από αυτές.