Κάθε φορά που κατατίθεται ένας προϋπολογισμός, οι αντιδράσεις είναι περίπου προβλέψιμες. Η οπτική του κάθε αποδέκτη καθορίζει και τον τρόπο με τον οποίο τον υποδέχεται, ενώ οι πανηγυρικές δηλώσεις όσων τον συντάσσουν σπάνια βρίσκουν ανταπόκριση, καθώς θεωρούνται κατά βάση υποκειμενικές.
Οι εκτιμήσεις για την ανάπτυξη, την απασχόληση, τα ελλείμματα, το δημόσιο χρέος, τους φόρους και τις επενδύσεις αποτυπώνονται σε αριθμητικά μεγέθη, τα οποία για μεγάλο μέρος των πολιτών δεν αποτελούν τίποτα περισσότερο από τις προσδοκίες των συντακτών του προϋπολογισμού. Εκείνο, όμως, που θεωρείται κρίσιμο να εξετάζεται κάθε φορά είναι ο βαθμός «νοικοκυρέματος» της οικονομίας, ο οποίος αντανακλάται στην πρωτογενή διαχείριση του κρατικού προϋπολογισμού.
Με τον όρο πρωτογενή διαχείριση περιγράφεται το ισοζύγιο που προκύπτει από τα καθαρά έσοδα της κυβέρνησης – δηλαδή τα συνολικά έσοδα μετά την αφαίρεση των επιστροφών φόρων – και τις συνολικές ετήσιες δαπάνες. Αν το αποτέλεσμα είναι θετικό, μιλάμε για πρωτογενές πλεόνασμα· αν είναι αρνητικό, για πρωτογενές έλλειμμα. Το μέγεθος των πλεονασμάτων έχει ιδιαίτερη σημασία, αφού αφενός δείχνει την αποτελεσματικότητα της δημοσιονομικής διαχείρισης και αφετέρου καθορίζει την πορεία της προσπάθειας μείωσης του δημόσιου χρέους.
Για να θεωρείται επιτυχημένη η πρωτογενής διαχείριση, το πλεόνασμα πρέπει να υπερκαλύπτει τις υποχρεώσεις σε τόκους, ώστε να είναι εφικτή η μείωση των χρεολυσίων. Με βάση τα στοιχεία του 2024 και του 2025, καθώς και τις προβλέψεις για το 2026, ένας ουδέτερος παρατηρητής δεν μπορεί παρά να διαπιστώσει ότι η πρωτογενής διαχείριση παρουσιάζει δυσκολίες.
Το 2024 το πρωτογενές πλεόνασμα διαμορφώθηκε στα 7.418 εκατ. ευρώ, ενώ οι τόκοι που έπρεπε να εξοφληθούν ανήλθαν σε 10.203 εκατ. ευρώ, με την κάλυψη να φτάνει στο 72,70%.
| ΠΡΩΤΟΓΕΝΗΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗ | ||||
| 2024 | 2025 | 2026 | ||
| ΠΡΩΤΟΓΕΝΕΣ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑ (1) | 7.418 | 5.275 | 3.005 | |
| ΤΟΚΟΙ (2) | 10.203 | 9.828 | 9.815 | |
| ΠΟΣΟΣΤΙΑΙΑ ΚΑΛΥΨΗ ΤΟΚΩΝ | 72,70 | 53,67 | 30,62 | |
| ΑΠΟ ΠΛΕΟΝΑΣΜΑΤΑ (1/2) | ||||
| ΔΙΑΦΟΡΑ (1-2) | -2.785 | -4.553 | -6.810 | |
| ( ΣΕ ΕΚΑΤ. ΕΥΡΩ ) |
Για το 2025, το πρωτογενές πλεόνασμα αναμένεται να φτάσει τα 5.275 εκατ. ευρώ, με τους τόκους στα 9.828 εκατ. ευρώ, άρα η κάλυψη υπολογίζεται στο 53,67%. Το 2026 προβλέπεται πρωτογενές πλεόνασμα 3.005 εκατ. ευρώ, με τόκους 9.815 εκατ. ευρώ και κάλυψη 30,62%, επίδοση που – εάν επιβεβαιωθεί – θα είναι η χαμηλότερη της τριετίας.
Συνολικά, για την περίοδο 2024–2026, εφόσον οι εκτιμήσεις του οικονομικού επιτελείου επαληθευτούν, θα καταγραφεί μείωση της κάλυψης τόκων από πλεονάσματα της τάξεως του 57,9%. Η τάση αυτή δείχνει μια πορεία προς πιο δυσμενείς συνθήκες, καθώς η μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων οδηγεί σε αύξηση του δανεισμού και επομένως σε άνοδο του δημόσιου χρέους.
Παράλληλα, αναδεικνύεται ότι η δημοσιονομική μεθοδολογία των τελευταίων ετών έχει περιορισμένη διάρκεια. Χωρίς ουσιαστικό και πραγματικό – όχι λογιστικό – εξορθολογισμό της οικονομικής διαχείρισης, δεν μπορούν να υπάρξουν σταθερές βάσεις ανάπτυξης, παρά μόνο πρόσκαιρες βελτιώσεις, οι οποίες συχνά στηρίζονται σε λογιστικές αποτυπώσεις, όπως τα πλεονάσματα νοσοκομείων, ΟΤΑ και ασφαλιστικών οργανισμών.
Οι συγκεκριμένοι φορείς εμφανίζουν ληξιπρόθεσμες υποχρεώσεις που, σύμφωνα με την εισηγητική έκθεση του προϋπολογισμού του 2026, ανέρχονται σε 2,9 δισ. ευρώ (Σεπτέμβριος 2025). Παρ’ όλα αυτά, συμβάλλουν στη διαμόρφωση των πλεονασμάτων της Γενικής Κυβέρνησης, τα οποία εμφανίζουν πτωτική πορεία: από 4,7% του ΑΕΠ το 2024, σε 3,7% το 2025 και 2,8% το 2026.
Σε αυτό το πλαίσιο, ακόμη και οι πιο δημιουργικές λογιστικές πρακτικές δεν μπορούν να διατηρηθούν μακροπρόθεσμα όταν το πραγματικό νοικοκύρεμα της οικονομίας δεν αποτελεί κεντρική προτεραιότητα. Ο σοσιαλιστικής προέλευσης Υπουργός Οικονομικών, παρά την αλλαγή κομματικού χώρου, δεν έχει διαφοροποιήσει την προσέγγιση, με αποτέλεσμα η ίδια πορεία να συνεχίζεται, σε μια πολιτική κουλτούρα που παραμένει διαμορφωμένη από πρακτικές περασμένων δεκαετιών.
Φτωχοποιούνται τα νοικοκυριά
Στη φτωχοποίηση έχει οδηγηθεί η Ελλάδα, καθώς το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών βαίνει συνεχώς μειούμενο, σε πλήρη αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Όπως αποκαλύπτουν τα νέα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας (Eurostat), η Ελλάδα αποτελεί μία από τις ελάχιστες χώρες της Ε.Ε. (μαζί με την Ιταλία) όπου το εισόδημα ανά άτομο έχει μειωθεί τα τελευταία 20 χρόνια. Η μέτρηση ενσωματώνει την επίδραση του πληθωρισμού, τις φορολογικές και τις ασφαλιστικές κρατήσεις, άρα ισοδυναμεί με άλμα στο εισόδημα που έχουν τα νοικοκυριά για δαπάνες.
Συγκεκριμένα, για την περίοδο 2004-2024 η πτώση φτάνει το 5%, την ώρα που ο μέσος όρος της Ε.Ε. αυξήθηκε κατά 22%. Παρά τις κυβερνητικές θριαμβολογίες, περί διπλάσιας ανάπτυξης με την Ευρώπη, περί ενίσχυσης των μισθών και πρωτογενών πλεονασμάτων, η πραγματική οικονομική κατάσταση των πολιτών χειροτερεύει συνεχώς και με τη «βούλα» της Eurostat.
Η Ελλάδα δεν είναι μόνο ο «φτωχός συγγενής» της Ευρώπης αλλά και της ανατολικής Ευρώπης. Χώρες όπως η Ρουμανία, η Λιθουανία και η Πολωνία κατέγραψαν αυξήσεις εισοδήματος που ξεπερνούν το 90%. Συγκεκριμένα, στο σύνολο της εικοσαετίας η Ρουμανία αναδείχτηκε ο «πρωταθλητής» της ανόδου, με εντυπωσιακή αύξηση 134% στο πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών. Ακολούθησαν η Λιθουανία με 95%, η Πολωνία με 91% και η Μάλτα με 90%. Στον αντίποδα, τα πιο συγκρατημένα «κέρδη» σημειώθηκαν στην Ισπανία (11%), την Αυστρία (14%), στο Βέλγιο (15%) και το Λουξεμβούργο (17%).
Η Eurostat χρησιμοποιεί ως τιμή βάσης τον αριθμό 100. Το 2004 η χώρα μας βρισκόταν ανάμεσα στα ελάχιστα κράτη-μέλη που το πραγματικό εισόδημα των νοικοκυριών ήταν πάνω απ’ αυτό το όριο. Σήμερα αυτό όχι μόνο έχει αντιστραφεί, αλλά η Ελλάδα (με βάση τα στοιχεία της Eurostat) δείχνει πως είναι η μόνη χώρα στην Ευρώπη που παραμένει κάτω από αυτή τη «ζυγαριά».
Παρότι τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Αρχής (Eurostat) είναι από το 2004, ανεπίσημα το οικονομικό επιτελείο απομονώνει μέρος της έρευνας, δηλαδή από το 2019 έως το 2024, περίοδος που αποτελεί τη θητεία της παρούσας κυβέρνησης. Και αυτό γιατί μέσα σε αυτό το διάστημα φαίνεται ότι το διαθέσιμο εισόδημα του μέσου Έλληνα σε πραγματικούς όρους αυξήθηκε κατά 22,3%.
Μεταξύ 2004 και 2024 το πραγματικό κατά κεφαλήν εισόδημα των νοικοκυριών στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε κατά 22%, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat.
Το εισόδημα ανά κάτοικο αυξανόταν σταθερά την περίοδο 2004-2008, αλλά «πάτησε φρένο» μεταξύ 2008 και 2011 λόγω της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης και υποχώρησε το 2012 και το 2013. Έκτοτε η ανοδική πορεία επανήλθε σταθερά έως το 2020, όταν σημειώθηκε πτώση εξαιτίας της πανδημίας. Το 2021 υπήρξε ανάκαμψη, όμως το 2022 και το 2023 η αύξηση ήταν πιο αργή. Τα πρώτα διαθέσιμα στοιχεία για το 2024 δείχνουν επιτάχυνση της αύξησης του εισοδήματος.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Όταν το παρελθόν γίνεται καταφύγιο