Σταθερότητα ή Μητσοτάκης; Ένα ψευδοδίλημμα με ημερομηνία λήξης
Τη γνωστή ρητορική περί «πολιτικής σταθερότητας που μόνο η Νέα Δημοκρατία εγγυάται» επανέφερε, για ακόμη μία φορά, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης από το βήμα του συνεδρίου της ΟΝΝΕΔ. Μια ρητορική που έχει μετατραπεί σε κεντρικό άξονα της επικοινωνιακής του στρατηγικής, υποκρύπτοντας τη σαφή ταύτιση της έννοιας της σταθερότητας με την παραμονή του ίδιου στην εξουσία.
Η επίκληση της σταθερότητας, ωστόσο, δεν προβάλλεται ως θεμελιώδης αξία αλλά ως εκβιαστικό δίλημμα: ή Μητσοτάκης ή χάος. Η παρουσίασή της ως μονόδρομος επιχειρεί να φιμώσει τον διάλογο και να απονομιμοποιήσει την πολιτική εναλλακτική. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: ζούμε πράγματι σε μια περίοδο σταθερότητας ή σε μια καθεστωτική διαχείριση της εξουσίας που οδηγεί σε θεσμική κρίση, κοινωνική κόπωση, διάβρωση της αξιοπιστίας και γενικευμένη παρακμή;
Η πολιτική σταθερότητα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς κοινωνική συνοχή, θεσμική λογοδοσία, διαφάνεια και σεβασμό στους δημοκρατικούς κανόνες. Ένας πραγματικός ηγέτης δεν αγκιστρώνεται στην εξουσία, αλλά αφουγκράζεται την κοινωνία και αναγνωρίζει τη στιγμή που η παρουσία του μετατρέπεται σε τροχοπέδη. Σταθερότητα δεν σημαίνει ακινησία ή αυταρχική επιβολή, αλλά όχημα για πρόοδο, ειρήνη και συμμετοχή των πολιτών. Κάτι που, σύμφωνα με πολλούς, σήμερα δεν υφίσταται. Η «σταθερότητα» που επικαλείται ο κ. Μητσοτάκης φαντάζει ολοένα και περισσότερο επίπλαστη, εύθραυστη και προσωποκεντρική.
Ο πρωθυπουργός επενδύει πολιτικά στην απουσία ενός ισχυρού εναλλακτικού πόλου εξουσίας –σε μια μορφή «αντιπολίτευσης του κενού». Παράλληλα, μέσω της έμμεσης απειλής του χάους και με τη βοήθεια «λαγών» όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης, καλλιεργεί μια ρητορική φόβου. Μια ρητορική που δεν ενώνει, αλλά διχάζει. Σε μια περίοδο κατά την οποία το 75%-80% της κοινωνίας –έστω και ετερόκλητα– εκφράζει αποδοκιμασία προς την κυβέρνηση, τέτοιου είδους αφηγήματα όχι μόνο δεν πείθουν, αλλά λειτουργούν ως επιταχυντής της δυσαρέσκειας. Δεν απορροφούν την κοινωνική πίεση· την ενισχύουν. Και στο όνομα της σταθερότητας, ο κ. Μητσοτάκης κινδυνεύει να καταστεί παράγοντας αποσταθεροποίησης –με πολιτικό και ιστορικό κόστος που θα φέρει ακέραια η ίδια η διακυβέρνησή του.
Ως ο τρίτος μακροβιότερος πρωθυπουργός της Μεταπολίτευσης, μετά τους Ανδρέα Παπανδρέου και Κώστα Σημίτη, ο κ. Μητσοτάκης δεν θα έπρεπε, θεωρητικά, να ανησυχεί για την υστεροφημία του. Το ζήτημα δεν είναι η παραμονή, αλλά το αποτύπωμα. Τι θα γράψει η Ιστορία στις λίγες γραμμές που του αναλογούν; Και προς το παρόν, αυτές οι γραμμές δεν μοιάζουν να είναι θετικές.
Υπάρχει πάντα περιθώριο να αναστραφεί η εικόνα. Ένας ηγέτης με πολιτικό αισθητήριο μπορεί να διαβάσει τα σημάδια των καιρών και να ενεργήσει αναλόγως. Όταν, όμως, ακόμα και κορυφαία στελέχη του κόμματός του, όπως ο Δημήτρης Αβραμόπουλος, του ασκούν δημόσια κριτική για την αποτυχία διαφύλαξης της ενότητας και της κοινωνικής συνοχής, εκείνος μοιάζει να αγνοεί τα μηνύματα. Ενδεικτική ήταν η απουσία αντίδρασης ακόμα και μετά από τέτοιες δηλώσεις –σαν να «ψιχαλίζει» από την Αμοργό.
Η κυβέρνηση εμφανίζει σημάδια κόπωσης. Η πολιτική πίεση συσσωρεύεται. Κι αν δεν υπάρξει άμεσα διέξοδος, η έκρηξη μοιάζει αναπόφευκτη.
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως επικεφαλής της εκτελεστικής εξουσίας σε ένα πρωθυπουργοκεντρικό σύστημα, κρατά το «κλειδί» των εξελίξεων. Οι πρωτοβουλίες του θα κρίνουν την επόμενη ημέρα. Πρόσφατα, στην επέτειο της δολοφονίας του Παύλου Μπακογιάννη, εξήρε τη μνήμη του, αλλά παρέλειψε να επαναλάβει τη γνωστή φράση του: «Στη δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα». Αντιθέτως, επιχειρεί να μας πείσει πως το αδιέξοδο είναι η μόνη εναλλακτική στην αποχώρησή του. Εκτός αν –συνειδητά ή μη– θεωρεί πως μέσα από το χάος μπορεί να διασωθεί. Πολιτικά ή ακόμη και νομικά.
Η χειραγώγηση ως σύστημα
Η επιβολή της εξουσίας δεν απαιτεί πάντα τη χρήση βίας. Αρκεί η συστηματική διάβρωση της σκέψης, η διαφθορά της συνείδησης και η καλλιέργεια της λήθης. Όταν ένας λαός παύει να σκέφτεται, όταν ξεχνά την ιστορία του και μαθαίνει να αποδέχεται το άδικο ως κανονικότητα, τότε η υποταγή του δεν χρειάζεται αλυσίδες. Στην Ελλάδα, αυτή η κοινωνική αλήθεια δεν είναι θεωρία. Είναι καθημερινή εμπειρία.
Η πολιτική εξουσία, δεμένη οργανικά με την οικονομική ελίτ, διατηρεί τους πολλούς εγκλωβισμένους στην ανασφάλεια, στην επιβίωση, στη σιωπή. Η σχέση αυτή λειτουργεί μέσα από έναν μηχανισμό αποπροσανατολισμού και παθητικοποίησης. Τα μέσα ενημέρωσης, αντί να υπηρετούν τη διαφώτιση, λειτουργούν ως εργαλεία αποβλάκωσης. Αντί να αναδεικνύουν τις αιτίες της κοινωνικής αδικίας, παράγουν καθημερινά έναν θόρυβο από lifestyle, ευτελή θεάματα και ασήμαντες ειδήσεις. Ο πολίτης βομβαρδίζεται από ερεθίσματα χωρίς νόημα, ώστε να μη διακρίνει το νήμα που ενώνει τον προσωπικό του μαρασμό με το πολιτικό σύστημα που τον παράγει.
Η οικονομική πραγματικότητα γίνεται έτσι όπλο υποταγής. Η ληστρική φορολογία, οι καθηλωμένοι μισθοί, τα δυσβάστακτα έξοδα, τα εμπόδια στην εργασία, αποτελούν μηχανισμούς που δεν στοχεύουν απλώς στον έλεγχο της οικονομικής δραστηριότητας, αλλά κυρίως στην εξάντληση του πολίτη. Ένας λαός που παλεύει καθημερινά για να επιβιώσει, παύει να διεκδικεί. Δεν έχει χρόνο, δεν έχει δυνάμεις, δεν έχει πρόσβαση στη γνώση. Η σήψη γίνεται κανονικότητα και το σύστημα εξουσίας αναπαράγεται απρόσκοπτα.
Σε αυτό το πλαίσιο, εντάσσεται και ο νέος νόμος για τη στρατιωτική θητεία, ο οποίος αποκαλύπτει τον ταξικό του χαρακτήρα. Δημοσιεύματα αναφέρουν πως το νομοσχέδιο προβλέπει αναβολές στράτευσης για κατοίκους εξωτερικού από τα 16 έως τα 19 έτη, ανά τριετία. Μια ρύθμιση που στην πράξη αφορά τα παιδιά της ελίτ, εκείνα που φοιτούν σε πολυτελή εκπαιδευτικά ιδρύματα του εξωτερικού, όπως το Eton College στη Βρετανία ή το Le Rosey και το Champittet στην Ελβετία. Την ίδια ώρα, τα παιδιά των μεσαίων και κατώτερων στρωμάτων καλούνται να υπηρετήσουν χωρίς εναλλακτικές.
Ο νόμος δεν σταματά εκεί. Προβλέπει και τη μεταφορά του δικαιώματος εξαγοράς της θητείας από τα 33 στα 40 έτη. Πρόκειται για ένα ηλικιακό όριο που αποθαρρύνει οποιονδήποτε νέο Έλληνα του εξωτερικού να επιστρέψει και να επανεκκινήσει τη ζωή του στην Ελλάδα. Το μήνυμα είναι σαφές: «Δεν σας χρειαζόμαστε. Μείνετε εκεί που είστε». Πρόκειται για μια σιωπηρή εκδίωξη. Όχι επειδή η χώρα δεν έχει ανάγκη τους νέους της, αλλά επειδή το σύστημα φοβάται αυτούς που έφυγαν.
Οι Έλληνες του εξωτερικού που μετανάστευσαν την τελευταία δεκαετία ήταν –στην πλειονότητά τους– οι πιο ικανοί, οι πιο μορφωμένοι, οι πιο φιλόδοξοι. Αν επέστρεφαν, θα έφερναν μαζί τους γνώσεις, εμπειρίες, ανοιχτό πνεύμα και διαφορετική αντίληψη για τη δημοκρατία, τη διαφάνεια και την αξιοκρατία. Θα απαιτούσαν αλλαγές, θα αμφισβητούσαν την οικογενειοκρατία και τα κατεστημένα προνόμια. Γι’ αυτό και η εξουσία τους θέλει μακριά. Θέλει να ριζώσουν έξω, να αποκοπούν οριστικά από τη χώρα, να μην ενοχλήσουν την εγχώρια ισορροπία συμφερόντων.
Σε μια Ελλάδα που γερνά, με έναν πληθυσμό που μειώνεται και μια κοινωνία που αιμορραγεί από τη φυγή των νέων, η ανάγκη για επιστροφή όσων έφυγαν θα έπρεπε να αποτελεί εθνική προτεραιότητα. Αντίθετα, το τραύμα διευρύνεται. Το μέλλον διώχνεται, δεν καλείται πίσω. Δεν είναι απλώς μια περίπτωση κοινωνικής αδικίας. Είναι εθνική αυτοχειρία.
Η οικονομική πραγματικότητα συμπληρώνει την εικόνα της ανισότητας. Ενώ η κυβέρνηση υπόσχεται αύξηση της αποζημίωσης για τη θητεία από τα 8 στα 100 ευρώ, η πραγματικότητα είναι ότι αυτό το ποσό παραμένει εξευτελιστικό. Την ίδια στιγμή, γίνεται αντιπαραβολή με τα ποσά που –σύμφωνα με κυβερνητική ρητορική– φέρεται να λαμβάνουν άμεσα οι μετανάστες, δημιουργώντας έναν αποπροσανατολιστικό και διχαστικό λόγο, που υπονοεί ότι οι νέοι Έλληνες αξίζουν λιγότερα από όσους έρχονται στη χώρα για μια νέα αρχή.
Το μήνυμα του νομοσχεδίου είναι σαφές. Η Ελλάδα των πολλών σηκώνει τα βάρη, πληρώνει, υπηρετεί, ανησυχεί για το μέλλον της. Η Ελλάδα των λίγων απολαμβάνει εξαιρέσεις, διευκολύνσεις, προνόμια και πολιτική προστασία. Όταν η εξουσία φτιάχνει νόμους με στόχο την εξυπηρέτηση των δικών της παιδιών, ενώ τιμωρεί ή αποθαρρύνει εκείνους που δεν εντάσσονται στο σύστημα, τότε δεν έχουμε να κάνουμε με δημοκρατία, αλλά με συντεχνιακή διαχείριση κράτους.
Αυτή είναι η αλήθεια πίσω από τα «ουδέτερα» νομοθετήματα: κρύβουν ταξικά φίλτρα, σκοπιμότητες και βαθιά περιφρόνηση για την ισότητα. Κι όταν οι ίδιοι άνθρωποι που νομοθετούν, φορτώνουν στον φορολογούμενο ακόμη και τις ιδιωτικές τους δαπάνες, τότε δεν υπάρχει αμφιβολία ότι δεν εκπροσωπούν το εθνικό συμφέρον, αλλά το προσωπικό και το οικογενειακό τους.
Η Ελλάδα δεν πεθαίνει από έλλειψη πόρων ή ικανοτήτων. Πεθαίνει από την έλλειψη πολιτικής ηθικής και κοινωνικής δικαιοσύνης. Κι όσο οι πολίτες κρατούνται σκόπιμα στο σκοτάδι, η εξουσία δεν χρειάζεται ούτε καταστολή ούτε όπλα. Αρκεί η λήθη, η συνήθεια, η σιωπή.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Ο Αλαντίν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026
Ζαχαράκη: Απολογισμός ζωής και πολιτικής με το βλέμμα στην Παιδεία
Στο φως το σκοτεινό παρασκήνιο της μητροκτονίας στο Κολωνάκι