Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

8 Νοεμβρίου 2025

Συντάξεις κάτω από τα όρια αξιοπρεπούς διαβίωσης για την πλειονότητα παρά τα πλεονάσματα των ταμείων

Έξι στους δέκα συνταξιούχους λαμβάνουν κάθε μήνα ποσά κάτω από 1.000 ευρώ και ζουν ουσιαστικά κάτω από το όριο της φτώχειας, την ώρα που οι ασφαλιστικοί φορείς εμφανίζουν πλεόνασμα που υπερβαίνει τα 2 δισ. ευρώ, γεγονός που αναδεικνύει τη δομική αντίφαση ανάμεσα στη δημοσιονομική εικόνα του συστήματος και στο πραγματικό επίπεδο διαβίωσης των δικαιούχων. Μόνο τέσσερις στις δέκα συντάξεις, ποσοστό 41,21%, ξεπερνούν τα 1.000 ευρώ, ενώ η μέση κύρια σύνταξη διαμορφώνεται στα 844 ευρώ και η μέση επικουρική στα 196 ευρώ σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία του συστήματος ΗΛΙΟΣ για τον Αύγουστο, αποτυπώνοντας ένα εισοδηματικό μίγμα που δύσκολα καλύπτει στοιχειώδεις ανάγκες σε συνθήκες ακρίβειας.

Το προφίλ των συνταξιούχων δείχνει ότι οι περισσότεροι ανήκουν στην ηλικιακή ομάδα 66 έως 75 ετών, στην πλειονότητά τους είναι άνδρες και κατοικούν κυρίως στην αττική και την κεντρική μακεδονία, ενώ η συγκέντρωση του όγκου των κύριων συντάξεων στο εύρος 500–1.000 ευρώ υποδηλώνει περιορισμένο εισόδημα για το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού τρίτης ηλικίας. Παρά τον κίνδυνο εκτεταμένης φτωχοποίησης, ο υψηλότερος τα τελευταία χρόνια συντελεστής αναπλήρωσης λόγω της εθνικής σύνταξης λειτούργησε ως ανάχωμα, αφού σε περιβάλλον χαμηλών μισθών η εθνική συνιστώσα αυξάνει την τελική παροχή και μετριάζει την πτώση του εισοδήματος μετά τη συνταξιοδότηση.

Όπως εξηγεί ο διδάκτωρ παντείου Βασίλης Μπέτσης, οι μέσες συντάξιμες αποδοχές ανέρχονται στα 1.300 ευρώ με μέσο χρόνο ασφάλισης 32 έτη, και αν οι μέσες αποδοχές ήταν 2.000 ευρώ, η συμβολή της εθνικής σύνταξης στην αναπλήρωση θα περιοριζόταν από το σημερινό 32% στο 21,8%, με αποτέλεσμα ο συνολικός συντελεστής αναπλήρωσης να πέφτει περίπου στο 66% αντί του 77% που καταγράφεται σήμερα, επιβεβαιώνοντας τον ρόλο της εθνικής παροχής ως δίχτυ προστασίας.

Χωρίς την εθνική σύνταξη η μέση συνολική παροχή θα κατέληγε γύρω στα 600 ευρώ για κύρια και επικουρική μαζί και ο συντελεστής αναπλήρωσης θα υποχωρούσε κοντά στο 45%, όταν τα στοιχεία του 2025 δείχνουν μέση συνολική σύνταξη 1.040 ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την καθημερινότητα των νοικοκυριών.

Τα μεγέθη που αλλάζουν την εικόνα είναι αποκαλυπτικά, καθώς χωρίς την εθνική σύνταξη το ποσοστό φτώχειας στους άνω των 65 ετών δεν θα ήταν 24,9% το 2024 αλλά θα εκτοξευόταν στο 32,4%, δηλαδή ένας στους τρεις συνταξιούχους θα βρισκόταν κάτω από το όριο, τη στιγμή που τον Αύγουστο του 2025 ένας στους δύο λάμβανε έως 900 ευρώ.

Σε αντίστιξη με την αναδιανεμητική λογική της κοινωνικής ασφάλισης, οι ατομικές κεφαλαιοποιητικές συντάξεις στερούνται εξ ορισμού μηχανισμών αλληλεγγύης, αφού η παροχή ταυτίζεται με το ύψος της ατομικής αποταμίευσης και σε περιπτώσεις αναπηρίας ή πρόωρου θανάτου μπορεί να προκύπτουν ελάχιστες παροχές λόγω ανεπαρκούς συσσώρευσης, αφήνοντας κενά προστασίας που μόνο ο πρώτος πυλώνας μπορεί να καλύψει.

Η διάκριση των πυλώνων καθίσταται κρίσιμη, καθώς ο δεύτερος και ο τρίτος πυλώνας, επαγγελματικές και ιδιωτικές συντάξεις αντίστοιχα, είναι συμπληρωματικοί και προαιρετικοί και δεν ενσωματώνουν αρχές συλλογικής αλληλεγγύης, γι’ αυτό και δεν θα πρέπει να συγχέονται με τον δημόσιο αναδιανεμητικό κορμό, ενώ η προοπτική επιβολής υποχρεωτικής ασφάλισης στον δεύτερο πυλώνα για πρωτοασφαλισμένους συναντά αντικειμενικές δυσκολίες μετά τον νόμο 4826/2021 και την ίδρυση του τεκα, που ήδη επιβάλλει υποχρεωτική αποταμίευση 6% σε ατομικούς λογαριασμούς για τις νεότερες γενιές.

Το ερώτημα που τίθεται είναι αν έχει νόημα ή δικαιοσύνη να προστεθεί και δεύτερη υποχρεωτική αποταμίευση στις νέες γενιές, με το επιχείρημα ότι απαιτούνται πρόσθετοι πόροι για άλλες δημόσιες προτεραιότητες όπως οι αμυντικές δαπάνες, όταν το αποτέλεσμα θα ήταν περαιτέρω συμπίεση καθαρών αποδοχών και μείωση της σημερινής κατανάλωσης, επιβαρύνοντας δυσανάλογα τους νεότερους εργαζόμενους.

Μέχρι να απαντηθεί πειστικά αυτό το δίλημμα, η πραγματικότητα των αριθμών υπενθυμίζει ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο λογιστικό αλλά βαθιά κοινωνικό, με τη μεγάλη πλειονότητα των συνταξιούχων να στηρίζεται σε παροχές που μετά βίας εξασφαλίζουν αξιοπρεπή διαβίωση και με την εθνική σύνταξη να λειτουργεί ως κρίσιμος σταθεροποιητής που αποτρέπει την καθίζηση του βιοτικού επιπέδου.