Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

9 Οκτωβρίου 2025

Υπερβολική απασχόληση: Ένας στους πέντε εργάζεται πάνω από 45 ώρες

Τα πιο πρόσφατα στοιχεία της eurostat για το δεύτερο τρίμηνο του 2025 αποτυπώνουν μια ελληνική αγορά εργασίας όπου η υπερβολική απασχόληση αποτελεί τον κανόνα και όχι την εξαίρεση, καθώς περίπου το 20,9% των μισθωτών ηλικίας 20–64 ετών δηλώνει ότι εργάζεται πάνω από 45 ώρες εβδομαδιαίως, σχεδόν διπλάσιο ποσοστό από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο που διαμορφώνεται στο 10,8%. Η εικόνα αυτή δεν αφορά μόνο μεμονωμένα επαγγέλματα αλλά αντανακλά δομικές ιδιαιτερότητες της εγχώριας αγοράς, όπου η ανάγκη συμπλήρωσης εισοδήματος, η υψηλή εργασιακή επισφάλεια και η διείσδυση της δεύτερης εργασίας οδηγούν πολλούς εργαζομένους σε υπερβολικά ωράρια.

Σε επίπεδο περιφερειακών συγκρίσεων, η κύπρος και η μάλτα καταγράφουν υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ε.Ε. ποσοστά αλλά πολύ χαμηλότερα από την Ελλάδα, ενώ χώρες όπως η Βουλγαρία, η Λετονία και η Ρουμανία εμφανίζουν σαφώς χαμηλότερα ποσοστά υπερβολικής απασχόλησης, στοιχείο που δείχνει ότι οι πρακτικές διαχείρισης ωραρίου και τα κοινωνικά δίκτυα διαφοροποιούν ριζικά τις εργασιακές συνθήκες στην ευρώπη. Η πλειονότητα των εργαζομένων στην ε.ε., περίπου 72,3%, εργάζεται μεταξύ 20 και 44 ωρών εβδομαδιαίως, ενώ μόλις το 6,1% των εργαζομένων στην ελλάδα δηλώνει απασχόληση κάτω από 20 ώρες, γεγονός που υπογραμμίζει την περιορισμένη ευελιξία και την ένταση των ωραρίων στη χώρα.

Οι επιπτώσεις αυτής της κατάστασης είναι πολλαπλές και δεν περιορίζονται σε μετρήσιμους οικονομικούς δείκτες: H παρατεταμένη εργασία συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο επαγγελματικής εξουθένωσης, μείωση της ικανοποίησης από την εργασία και επιδείνωση της ψυχικής και σωματικής υγείας των εργαζομένων, ενώ παρατηρούνται αρνητικές συνέπειες στην παραγωγικότητα ανά ώρα, στην καινοτομία και στην ικανότητα των επιχειρήσεων να διατηρήσουν βιώσιμα ανθρώπινα δυναμικά. Επιπλέον, οι πολύωρες βάρδιες και τα πολλαπλά μεροκάματα περιορίζουν τη συμμετοχή σε οικογενειακές και κοινωνικές δραστηριότητες, επιβαρύνοντας το κοινωνικό κεφάλαιο και την ποιότητα ζωής σε επίπεδο κοινοτήτων.

Ειδικοί εργατικού δικαίου και εργασιακής υγείας επισημαίνουν ότι η αντιμετώπιση του φαινομένου απαιτεί συστηματικές παρεμβάσεις: νομοθετική θωράκιση των ωραρίων και του δικαιώματος στην ανάπαυση, ενίσχυση της επιθεώρησης εργασίας, κίνητρα για ευέλικτα αλλά υγιή ωράρια και πολιτικές που μειώνουν την ανάγκη για πολλαπλή απασχόληση μέσω αξιοπρεπών αμοιβών και κοινωνικής προστασίας. Από την πλευρά των επιχειρήσεων, αναγκαία κρίνεται η υιοθέτηση μοντέλων που μετρούν και αποτιμούν την παραγωγικότητα ανά ώρα, προωθούν την ψηφιακή οργάνωση της εργασίας και ενθαρρύνουν πρακτικές που βελτιώνουν την εργασιακή ικανοποίηση και μειώνουν τη φθορά του προσωπικού.

Σε επίπεδο πολιτικής, μια ολοκληρωμένη προσέγγιση θα πρέπει να συνδυάζει μέτρα για την αύξηση των μισθών σε κλάδους με χαμηλές αμοιβές, επιδόματα στήριξης στους ευάλωτους εργαζόμενους, αλλά και εκπαιδευτικά προγράμματα που αυξάνουν την παραγωγικότητα και τη δυνατότητα καριέρας χωρίς εξαντλητικά ωράρια. Τέλος, τα στατιστικά δεδομένα της eurostat λειτουργούν ως προειδοποίηση αλλά και ως ευκαιρία: μια συστηματική πολιτική για τη βελτίωση της ποιότητας της απασχόλησης μπορεί να αυξήσει τη συνολική αποδοτικότητα της οικονομίας, να βελτιώσει την κοινωνική συνοχή και να καταστήσει την εργασία στην ελλάδα πιο ανθρώπινη και βιώσιμη.