Mπορεί η κυβέρνηση και η ηγεσία του Υπουργείου Υγείας εδώ και χρόνια να διαφημίζουν ότι θα ανασυγκροτήσουν την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας και τα Κέντρα Υγείας, όμως μέχρι σήμερα δεν έχει υπάρξει ουσιαστικά καμία αλλαγή που να αποσυμφορεί και να διευκολύνει πραγματικά το Εθνικό Σύστημα Υγείας. Ο σχεδιασμός που παρουσιάστηκε ως μεταρρύθμιση προέβλεπε μια συνολική αναδιάταξη του τρόπου με τον οποίο εξυπηρετούνται οι πολίτες, ώστε οι πρώτες γραμμές περίθαλψης να αναλάβουν τον ρόλο που τους αναλογεί, κάτι που στην πράξη δεν έχει υλοποιηθεί.
Στόχος της εξαγγελθείσας μεταρρύθμισης ήταν να λειτουργήσουν όλα τα Κέντρα Υγείας, ειδικά στο Λεκανοπέδιο της Αττικής, σε 24ωρη βάση, προκειμένου τα ήπια περιστατικά, τα επείγοντα χαμηλής βαρύτητας και τα καθημερινά προβλήματα υγείας να αντιμετωπίζονται εκεί και να μην καταλήγουν στα μεγάλα δημόσια νοσοκομεία. Με αυτόν τον τρόπο φιλοδοξούσαν να μειωθεί η πίεση στα τμήματα επειγόντων περιστατικών, όπου εδώ και χρόνια επικρατούν πολυώρη αναμονή, συνωστισμός και ταλαιπωρία για τους ασθενείς και τις οικογένειές τους. Η σχετική εξαγγελία για τις αλλαγές στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας έχει γίνει ήδη από το 2019, γεγονός που δείχνει ότι έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε που η πολιτική ηγεσία δεσμεύτηκε για αλλαγές, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει υπάρξει αντίστοιχη εφαρμογή στην πράξη.
Χαρακτηριστικό είναι ότι η νυν ηγεσία του Υπουργείου Υγείας και η αρμόδια αναπληρώτρια Υπουργός Υγείας Ειρήνη Αγαπηδάκη είχαν παραχωρήσει ειδική συνέντευξη τύπου, προκειμένου να ανακοινώσουν ότι αρκετά κέντρα υγείας θα λειτουργούν σε 24ωρη βάση για τους πολίτες της Αττικής. Είχε τότε παρουσιαστεί ως σημαντικό βήμα ότι οι πολίτες θα μπορούν να απευθύνονται στα κέντρα υγείας για ήπια προβλήματα υγείας, χωρίς να είναι υποχρεωμένοι να πηγαίνουν στα μεγάλα νοσοκομεία για κάθε μικρό περιστατικό. Η εικόνα που δόθηκε ήταν αυτή ενός δικτύου πρώτης γραμμής σε συνεχή λειτουργία, μίας νέας καθημερινότητας στην πρόσβαση στην υγεία.
Ομως και αυτή η εξαγγελία έμεινε τελικά στα χαρτιά. Μέχρι σήμερα ελάχιστα κέντρα υγείας στο Λεκανοπέδιο της Αττικής έχουν ενταχθεί σε πραγματικό, σταθερό σύστημα εφημεριών, με αποτέλεσμα οι ασθενείς να συνεχίζουν να συρρέουν στα μεγάλα Δημόσια Νοσοκομεία για να αντιμετωπίσουν ακόμη και μικρά προβλήματα υγείας, όπως απλά εμπύρετα επεισόδια, μικροτραυματισμούς ή συνήθη συμπτώματα που θα μπορούσαν εύκολα να αντιμετωπιστούν σε μία καλά στελεχωμένη μονάδα πρωτοβάθμιας φροντίδας. στην πράξη, το βάρος παραμένει σχεδόν αμετάβλητο πάνω στα εφημερεύοντα νοσοκομεία, τα οποία ήδη λειτουργούν στα όρια των δυνατοτήτων τους.
Συγκεκριμένα, για περίπου πέντε εκατομμύρια πολίτες, μόνο δέκα Κέντρα Υγείας εφημερεύουν, ενώ μόλις δύο από αυτά διαθέτουν μικτή εφημερία, δηλαδή παρατεταμένη λειτουργία μέχρι τις δέκα το βράδυ. Τα νούμερα αυτά αναδεικνύουν το μέγεθος της απόστασης ανάμεσα στα κυβερνητικά σχέδια και στην πραγματικότητα που βιώνουν οι πολίτες. Σε μια τόσο πυκνοκατοικημένη περιοχή, όπως η Αττική, το γεγονός ότι διατίθεται ένας τόσο περιορισμένος αριθμός εφημερευόντων κέντρων υγείας είναι αρκετό για να διατηρεί σε υψηλά επίπεδα την πίεση προς τα νοσοκομεία, αλλά και την ανασφάλεια των ασθενών που αναζητούν άμεση περίθαλψη κοντά στο σπίτι τους.
Αξιοσημείωτο είναι, σύμφωνα με πληροφορίες , ότι σε πολλά από αυτά τα Κέντρα Υγείας τα προγραμματισμένα ραντεβού ακυρώνονται την τελευταία στιγμή, είτε λόγω έλλειψης διαθέσιμων γιατρών είτε λόγω αιφνίδιων μετακινήσεων προσωπικού. Παράλληλα, πολλές εργαστηριακές εξετάσεις δεν πραγματοποιούνται, επειδή δεν υπάρχει ο απαραίτητος γιατρός ή το κατάλληλο προσωπικό για να τις διεκπεραιώσει. έτσι, οι πολίτες που έχουν προγραμματίσει να εξεταστούν ή να κάνουν βασικές εξετάσεις αίματος και απεικονιστικές εξετάσεις, συχνά βρίσκονται προ δυσάρεστων εκπλήξεων, αναγκάζονται να αναζητήσουν λύσεις σε ιδιωτικές δομές ή να στραφούν και πάλι στα Δημόσια Νοσοκομεία.
Οι καταγγελίες για αυτή την κατάσταση φθάνουν τόσο στο Υπουργείο Υγείας όσο και στην πρώτη υγειονομική περιφέρεια, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές. παρά τα συνεχή παράπονα ασθενών και εργαζομένων, το πρόβλημα παραμένει σε μεγάλο βαθμό άλυτο. Η χρόνια υποστελέχωση, οι ελλείψεις σε βασικές ειδικότητες, η εξάντληση του υπάρχοντος προσωπικού και η συχνή πρακτική των διαρκών μετακινήσεων από μονάδα σε μονάδα δημιουργούν ένα πλαίσιο όπου η σταθερή λειτουργία των κέντρων υγείας είναι σχεδόν αδύνατη.
Η κατάσταση αυτή, σε συνδυασμό με τον περιβόητο θεσμό του προσωπικού γιατρού, ο οποίος παραμένει ημιτελής, έχει ως αποτέλεσμα το Εθνικό Σύστημα Υγείας να εξακολουθεί να παρουσιάζει τις ίδιες δυσλειτουργίες που εμφάνιζε και πολλά χρόνια πριν. Ο θεσμός του προσωπικού γιατρού παρουσιάστηκε ως κεντρικός πυλώνας οργάνωσης της πρωτοβάθμιας φροντίδας, όμως δεν έχει καταφέρει να λειτουργήσει όπως είχε σχεδιαστεί, ούτε να συνδεθεί οργανικά με την καθημερινή λειτουργία των κέντρων υγείας.
Πρέπει να τονιστεί ότι μέχρι σήμερα το 36,8% των πολιτών δεν είναι εγγεγραμμένοι σε προσωπικό γιατρό, γεγονός που υπονομεύει εξ αρχής την καθολική εφαρμογή του θεσμού. Επιπλέον, πολλοί από όσους έχουν εγγραφεί, ανήκουν στην προηγούμενη φάση του σχεδίου, όταν για να αποφύγουν το πρόστιμο που προβλεπόταν τότε, είχαν επιλέξει γιατρό τυχαία, συχνά ακόμη και σε μεγάλη απόσταση από τον τόπο κατοικίας τους. έτσι, η εγγραφή τους είναι περισσότερο τυπική παρά λειτουργική, καθώς ο γιατρός στον οποίο ανήκουν δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ουσιαστικά τις ανάγκες τους, ούτε να παίξει τον ρόλο του σταθερού σημείου αναφοράς για την υγεία τους.
Την ίδια στιγμή, ενώ τα Κέντρα Υγείας που θα μπορούσαν να εξυπηρετούν τους πολίτες σε καθημερινή βάση έχουν στην πράξη εγκαταλειφθεί, ο τελευταίος νόμος που ψηφίστηκε στη βουλή προβλέπει ότι οκτώ από αυτά θα μετατραπούν σε Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας. Την ευθύνη για τη λειτουργία τους θα αναλάβουν οι καθηγητές ιατρικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου στο οποίο θα ενταχθούν. Το επιχείρημα του Υπουργείου Υγείας ήταν ότι με αυτό τον τρόπο θα υπάρξει εστίαση στην παροχή υπηρεσιών πρόληψης και προαγωγής υγείας, στην εκπαίδευση νέων γιατρών στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα, στην ενίσχυση της έρευνας και στην ανάπτυξη υπηρεσιών τηλεϊατρικής. Θεωρητικά, τα Πανεπιστημιακά Κέντρα Υγείας θα λειτουργήσουν ως σημεία σύγχρονης, ολοκληρωμένης φροντίδας που θα συνδέουν την κλινική πράξη με την εκπαίδευση και την επιστημονική γνώση.
Παρά τα παραπάνω, παραμένει άγνωστο εάν αυτή η μετατροπή θα διευκολύνει πραγματικά την πρόσβαση των πολιτών στις υπηρεσίες υγείας. το ερώτημα εστιάζει στο αν η πανεπιστημιακή τους ταυτότητα θα συνοδευτεί από επαρκή στελέχωση, διευρυμένο ωράριο, καλύτερη οργάνωση και σαφή σύνδεση με τις ανάγκες της γειτονιάς και της τοπικής κοινωνίας ή αν θα παραμείνουν δομές με περιορισμένη καθημερινή χρησιμότητα για τον μέσο ασθενή. χωρίς ουσιαστική ενίσχυση σε ανθρώπινο δυναμικό και σταθερό πρόγραμμα λειτουργίας, ακόμη και ο πιο σύγχρονος σχεδιασμός κινδυνεύει να μείνει θεωρητικός.
Τα μη πανεπιστημιακά κέντρα υγείας που λειτουργούν σήμερα στην Αττική, εξακολουθούν να στενάζουν από την έλλειψη προσωπικού. σε πολλές περιπτώσεις, η εξυπηρέτηση των πολιτών είναι προβληματική, με μεγάλες καθυστερήσεις, λίγες διαθέσιμες ειδικότητες και περιορισμένες δυνατότητες για διαγνωστικές εξετάσεις. Οι εργαζόμενοι στα κέντρα υγείας επισημαίνουν ότι, για να ενεργοποιηθούν τα κέντρα υγείας και να συμβάλουν ουσιαστικά στη βελτίωση της λειτουργίας των δημοσίων νοσοκομείων, είναι απαραίτητο να γίνουν μόνιμες προσλήψεις ιατρικού, νοσηλευτικού και λοιπού προσωπικού και να σταματήσει η πρακτική των απλών μετακινήσεων από τη μία μονάδα στην άλλη, που στην ουσία αποδυναμώνει όλες τις δομές ταυτόχρονα.
Το σωματείο των εργαζομένων της Πρώτης και Δεύτερης Υγειονομικής Περιφέρειας επισημαίνει εδώ και καιρό ότι για να λειτουργήσουν τα κέντρα υγείας σε 24ωρη βάση, πρέπει πρώτα να στελεχωθούν επαρκώς οι μονάδες πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και να διασφαλιστεί σταθερό, επαρκές προσωπικό σε όλες τις βάρδιες. Δεν αρκεί, τονίζουν, να ενισχύονται οι δομές απλώς με νέο εξοπλισμό που αγοράζεται μέσω κονδυλίων από το Ταμείο Ανάκαμψης, αν δεν υπάρχει το αναγκαίο ανθρώπινο δυναμικό για να τον αξιοποιήσει. Χωρίς γιατρούς, νοσηλευτές και λοιπό προσωπικό, τα μηχανήματα μένουν αναξιοποίητα και οι πολίτες εξακολουθούν να αισθάνονται ότι η πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παραμένει ο αδύναμος κρίκος του Εθνικού Συστήματος Υγείας.