Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

18 Σεπτεμβρίου 2025

Αποφασιστική Ολλανδία, αδρανής Ελλάδα στο ζήτημα των Σύρων προσφύγων

Την ώρα που η Ολλανδία εφαρμόζει μια σκληρή και ρεαλιστική πολιτική απέναντι στους Σύρους πρόσφυγες με συγκεκριμένα μέτρα επαναπατρισμού, η Ελλάδα εξακολουθεί να τους διατηρεί στην επικράτειά της ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις για βαριά αδικήματα, σε μια στάση που περιγράφεται ως βαθιά ηττοπαθής και κραυγαλέα ανεύθυνη. Σύμφωνα με τις πρόσφατες ανακοινώσεις, η Υπουργός Μετανάστευσης Μαρτζολάιν Φάμπερ έθεσε τέλος στη χρηματοδοτούμενη στέγαση όσων «έπρεπε να έχουν φύγει εδώ και καιρό», δηλώνοντας ότι προκρίνει την απέλαση και όχι την επιδότηση διαμονής, ενώ η κυβέρνηση ήδη ναυλώνει πτήσεις επαναπατρισμού για Σύρους, έχει αναστείλει την εξέταση νέων αιτήσεων ασύλου από Σύρους για έξι μήνες μετά την πτώση του Άσαντ και διαθέτει δικαστική κάλυψη από το ανώτατο δικαστήριο που επικύρωσε το δικαίωμα των αρχών να αρνούνται άδεια παραμονής σε αιτούντες οι οποίοι επέστρεψαν στην πατρίδα τους μετά την κατάθεση αίτησης.

Σε πλήρη αντίστιξη, η Ελληνική πρακτική αποτυπώνει μια νοοτροπία παράλυσης που συνοψίζεται στο «δεν μπορούμε να κάνουμε τίποτα», με την κυβέρνηση να αποδέχεται παθητικά μια κατάσταση που επιβαρύνει κοινωνία και οικονομία αντί να διαμορφώνει ενεργητική πολιτική. Παρά τη σημαντική σταθεροποίηση που περιγράφεται για τη Συρία μετά την πτώση του Άσαντ, συνεχίζεται η παροχή ασύλου ακόμη και όταν υπάρχουν σοβαρές ενδείξεις εγκληματικής δραστηριότητας, με αποτέλεσμα μια ασυνεπή διαχείριση που καθιστά τη χώρα όμηρο των εξελίξεων. Το κόστος της αδράνειας είναι απτό και μετρήσιμο, καθώς σπαταλώνται πόροι χωρίς σαφή στρατηγικό στόχο ενώ επιτρέπεται σε πρόσωπα με βαρύ υπόβαθρο να παραμένουν ελεύθερα, αναδεικνύοντας μια προσέγγιση φιλανθρωπίας χωρίς κριτήρια που μετατρέπεται σε επικίνδυνη αφέλεια.

Η σύγκριση Ολλανδίας και Ελλάδας φωτίζει τη διαφορά ανάμεσα στην αποφασιστικότητα και στην ηττοπάθεια: από τη μία μια κυβέρνηση που αναλαμβάνει δύσκολες αποφάσεις για το συμφέρον των πολιτών της και από την άλλη μια διοίκηση παγιδευμένη σε λογικές αδράνειας που θυμίζουν οργανωμένη ανικανότητα. Η ελληνική στάση δεν είναι απλώς επιλογή πολιτικής αλλά σύμπτωμα νοοτροπίας που έχει υπονομεύσει καίριους τομείς της δημόσιας ζωής, της ίδιας λογικής που επέτρεψε τα προβλήματα να διογκωθούν αντί να αντιμετωπιστούν. Το κρίσιμο ερώτημα πλέον δεν είναι τι πρέπει να γίνει αλλά πόσο ακόμη οι πολίτες θα ανεχθούν μια στάση που αποφεύγει την ευθύνη, όταν η πραγματικότητα απαιτεί σαφείς αποφάσεις, συνεπή εφαρμογή και κρατικό μηχανισμό ικανό να προστατεύει το δημόσιο συμφέρον.