Παρά τις αυξήσεις των τελευταίων ετών, οι αποδοχές των εργαζομένων στην Ελλάδα παραμένουν από τις χαμηλότερες στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την ώρα που το κύμα ακρίβειας εξακολουθεί να πιέζει ασφυκτικά τους οικογενειακούς προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Eurostat, η Ελλάδα καταγράφει τον δεύτερο χαμηλότερο μέσο ετήσιο μισθό πλήρους απασχόλησης μεταξύ των 27, με 17.954 ευρώ το 2024, πάνω μόνο από τη Βουλγαρία, όπου ο μέσος μισθός φτάνει τα 15.400 ευρώ. Αν και σε σχέση με το 2023 ο μέσος μισθός αυξήθηκε κατά 5% (από 17.070 ευρώ), παραμένει 55% χαμηλότερος από τον μέσο όρο της Ε.Ε., που διαμορφώθηκε φέτος στα 39.800 ευρώ, αυξημένος κατά 5,2% από τα 37.800 ευρώ πέρυσι. Έτσι, ο Έλληνας εργαζόμενος αμείβεται μόλις με το 45,1% του ευρωπαϊκού μέσου μισθού πλήρους απασχόλησης.
Την ίδια στιγμή, οι εργαζόμενοι στην Ελλάδα εξακολουθούν να δουλεύουν περισσότερο από οποιονδήποτε άλλον στην Ε.Ε., χωρίς αυτό να μεταφράζεται σε αντίστοιχη παραγωγικότητα. Το 2023 η χώρα κατέγραψε τον μεγαλύτερο αριθμό εβδομαδιαίων ωρών εργασίας, με 39,8 ώρες, πάνω από δύο ώρες περισσότερες από τον μέσο όρο της Ε.Ε.-27 – μια απόκλιση που παραμένει σταθερή από το 2008 έως σήμερα. Αντίθετα, οικονομίες με υψηλή παραγωγικότητα, όπως η Ολλανδία (30,9 ώρες), η Νορβηγία (33,2 ώρες) και η Δανία (33,3 ώρες), εμφανίζουν αισθητά λιγότερες ώρες εργασίας. Στην Ελλάδα, η παραγωγικότητα ανά ώρα υπολογίζεται σε περίπου 25 ευρώ, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος φθάνει τα 46 ευρώ. Με άλλα λόγια, η χώρα βρίσκεται στο 54% του μέσου όρου της Ε.Ε., με τη βιομηχανία να αποδίδει κάπως καλύτερα, στο 75%.
Παράλληλα, η εικόνα της αγοράς εργασίας παραμένει αντιφατική: η ανεργία υποχωρεί αλλά εξακολουθεί να συγκαταλέγεται στις υψηλότερες του ΟΟΣΑ, ενώ το χάσμα μεταξύ ανδρών και γυναικών παραμένει από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΟΟΣΑ για τον Σεπτέμβριο 2025, η συνολική ανεργία στη χώρα διαμορφώθηκε στο 8,2%, σταθερή σε σχέση με τον Αύγουστο και αισθητά μειωμένη από το 9,5% του 2024, επίπεδο που αποτελεί το χαμηλότερο από το 2008 και αποτυπώνει την πρόοδο της μεταμνημονιακής περιόδου. Ωστόσο, η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται τρίτη σε ποσοστό ανεργίας στον ΟΟΣΑ, πίσω από την Ισπανία (10,5%) και την Τουρκία (8,6%), τη στιγμή που ο μέσος όρος της Ευρωζώνης είναι στο 6,3% και της Ε.Ε. στο 6,0%. Το φύλο παραμένει καθοριστικός παράγοντας: η ανεργία στις γυναίκες φτάνει το 10,9% (έναντι 6,5% στην Ευρωζώνη), ενώ στους άνδρες περιορίζεται στο 6% (έναντι 6,2%). Στις ηλικίες 15–24 ετών η ανεργία ανέρχεται στο 18,5% (14,4% στην Ευρωζώνη), ενώ για τους άνω των 24 ετών βρίσκεται στο 7,7% (έναντι 5,5%), επιβεβαιώνοντας ότι το ελληνικό «success story» στην απασχόληση εξακολουθεί να έχει βαθιές ανισότητες και χαμηλές αποδόσεις για τους εργαζόμενους.