Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

8 Ιανουαρίου 2024

Γιατί η Ελλάδα είναι ανίκανη να μειώσει σοβαρά σε απόλυτα μεγέθη το δημόσιο χρέος της

Πολλές φορές οι πολιτικοί εφευρίσκουν μηχανισμούς και επικοινωνιακά τρικ για να δικαιολογήσουν τα αδικαιολόγητα…

Μια τέτοια διαχρονική περίπτωση είναι το ελληνικό δημόσιο χρέος… το οποίο βρίσκεται στην ζώνη των 402,9 δισεκ. ενώ είχε φθάσει έως τα 404,5 δισεκ. που αποτέλεσε ιστορικό υψηλό όλων των εποχών…

Η εφευρετικότητα των αξιωματούχων της ΕΕ και των πολιτικών είναι η εξής πρέπει να μειώνεται η σχέση χρέους προς ΑΕΠ ώστε να δείχνει ένα κράτος ότι ελέγχει το δημόσιο χρέος του… Το επιχείρημα αυτό είναι ψευδεπίγραφο.

Όταν ένας πολίτης συνάψει ένα δάνειο ή μια επιχείρηση μόνο ένας μηχανισμός αξιολόγησης μετράει πόσο μειώνεται το χρέος σε απόλυτα μεγέθη, αυτός ο δείκτης δείχνει την υγεία της εταιρίας και του ισολογισμού.

Έτσι λοιπόν έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά μέτρησης του χρέους άλλο στον δημόσιο τομέα και άλλο στον ιδιωτικό και γνωρίζουμε και γνωρίζετε όλοι πολύ καλά ότι η σωστή μέτρηση είναι η μείωση του χρέους σε απόλυτα μεγέθη.

Η Ελλάδα αδυνατεί να μειώσει δραστικά το δημόσιο χρέος αλλά γιατί;

Η Ελλάδα εμφανίζει 402,9 δισεκ. δημόσιο χρέος εκ των οποίων 233,8 δισεκ. σε δάνεια της ΕΕ (ESM και EFSF), 101 δισεκ. ομόλογα εκ των οποίων 82 δισεκ ομόλογα έκδοσης του κράτους, 11,7 δισεκ. έντοκα γραμμάτια, 48,2 δισεκ. repos

Το ελληνικό χρέος επί διακυβέρνησης της ΝΔ αυξήθηκε 33 δισεκ. ως αποτέλεσμα παροχολογίας και λοιπών επιλογών διαχείρισης του χρέους…

Θα ήταν σπουδαία κίνηση το δημόσιο χρέος να μειωνόταν σε απόλυτα μεγέθη 15 με 20 δισεκ. τον χρόνο σε απόλυτα μεγέθη όχι με όρους χρέους προς ΑΕΠ…

Η σχέση χρέους προς ΑΕΠ είναι λογιστικό τρικ, μπορεί να έχεις σταθερό χρέος αλλά αυξανόμενο το ΑΕΠ βελτιώνει τον δείκτη σχέση χρέους προς ΑΕΠ…

Γιατί η Ελλάδα δεν μπορεί να μειώσει ετησίως το χρέος της κατά 15 με 20 δισεκ. σε απόλυτα μεγέθη;

Η απάντηση είναι απλή γιατί δεν μπορεί, η δομή του χρέους είναι τέτοια που δεν επιτρέπει τέτοιας κλίμακας μείωση όταν η Ελλάδα χρεωστάει 402,9 δισεκ. χρέος… Πρέπει να σκεφθούμε κάτι απλό.

Τα 233,8 δισεκ. θα μειώνονται και τα 87 ή 101 δισεκ. θα αυξάνονται οπότε έως ότου αποπληρωθούν τα 233,8 δισεκ. η Ελλάδα θα παραμείνει σε ομηρία 10ετιών. Δεν πρέπει να υπάρχουν πλάνες.

Εάν η Ελλάδα μπορούσε να μειώσει το χρέος της κατά 15 δισεκ. ετησίως καμία παροχή καμία κοινωνική πολιτική δεν θα μπορούσε να εκτελεστεί.
Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα έχει ρυθμισμένο χρέος αλλά αυτό δεν μπορεί να μειωθεί αισθητά παρ΄ ότι τα repos που είναι ενδοκυβερνητικός δανεισμός είναι 48 δισεκ.

Το ελληνικό κράτος δομήθηκε στο παρελθόν αλλά και στο παρόν πάνω στον παραλογισμό του υψηλού χρέους…

Και ενώ η Ελλάδα έχει μόλις 101 δισεκ. ομόλογα τα υπόλοιπα είναι δάνεια μηχανισμών στήριξης μόνο η Ιταλία έχει χειρότερες αποδόσεις από την Ελλάδα… 3% δανείζεται στα 10 χρόνια η Ελλάδα και 3,68% η Ιταλία και 2% η Γερμανία…

Η Ελλάδα λοιπόν είναι όμηρος του χρέους και παρ΄ ότι υποτίθεται ότι μειώθηκε 107 δισεκ με το PSI+ εντούτοις η Ελλάδα είναι ανίκανη να μειώσει το χρέος της σε απόλυτα μεγέθη αισθητά… που είναι και ο υγιής δείκτης ισχύος μιας οικονομίας…

Σοκάρει η πραγματική κατάσταση της Ελληνικής οικονομίας: Το χρέος κολοσσιαίο, οι επενδύσεις ελάχιστες και οι Έλληνες φτωχοποιούνται ενώ η κυβέρνηση πανηγυρίζει!

Μπορεί η κυβέρνηση να μιλά και να ξαναμιλά για τις οικονομικές επιτυχίες αλλά η αλήθεια είναι διαφορετική καθώς το δημόσιο χρέος απλά είναι τεράστιο και οι δαπάνες που επιλέγει η κυβέρνηση μαζί με τις λίγες επενδύσεις προμηνύουν ένα μέλλον με τους Έλληνες φτωχοποιημένους και τις δόσεις των δανείων στους ξένους υπέρογκα.

Πριν από μερικές εβδομάδες ο οίκος S&P αναβάθμισε το αξιόχρεο της Ελλάδας, με τη χώρα να επιστρέφει στην επενδυτική βαθμίδα.

Η εξέλιξη αυτή είναι «ένα πολύ σημαντικό βήμα», ωστόσο «δεν σηματοδοτεί ούτε το τέλος των προκλήσεων, αλλά ούτε και την πλήρη επιστροφή στην κανονικότητα», γράφει ο ανταποκριτής της οικονομικής επιθεώρησης Handelsblatt στην Αθήνα, Γκερντ Χέλερ.

«Το μεγαλύτερο πρόβλημα παραμένει το υπέρογκο χρέος.

Η Ελλάδα, με ποσοστό χρέους 161% επί της οικονομικής απόδοσης, έχει το υψηλότερο επίπεδο χρέους απ’ όλα τα κράτη-μέλη της Ε.Ε. Πάντως, το δημόσιο χρέος θεωρείται βιώσιμο, καθώς το 71% των υποχρεώσεων της χώρας αποτελείται από δάνεια από δημόσιους πιστωτές».

Όπως εξηγεί ο Χέλερ, «μέχρι στιγμής η Ελλάδα δεν πληρώνει τόκους για τα δάνεια που έχει λάβει από το Ευρωπαϊκό Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας από το 2013. […] Λόγω αυτού η Αθήνα έχει εξοικονομήσει έως τώρα κόστος αναχρηματοδότησης ύψους περίπου 15 δισεκατομμυρίων ευρώ.

Ωστόσο, τα πράγματα αλλάζουν από το 2032. Από εκείνη τη χρονιά οι τόκοι που τελούν σε αναβολή θα συνυπολογιστούν στο χρέος. Και μέχρι τότε θα μπορούσαν να ανέλθουν μέχρι και στα 25 δισεκατομμύρια ευρώ.

Έτσι, το 2032 απειλείται μία απότομη αύξηση του δείκτη χρέους, όπως και του κόστους αναχρηματοδότησης. Εάν επιπλέον οι συνθήκες στην αγορά είναι αντίξοες, η χώρα θα μπορούσε να διολισθήσει και πάλι στην κρίση».

Για τον λόγο αυτό «το ελληνικό Υπουργείο Οικονομικών σχεδιάζει την ταχύτερη δυνατή μείωση του χρέους κατά τα επόμενα οκτώ χρόνια. Ανεπισήμως καθίσταται ως στόχος η μείωση του δείκτη χρέους στο 100% ή και χαμηλότερα μέχρι το 2032. Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής το έτος 2024 είναι κομβικό.

Για πρώτη φορά μετά το κούρεμα του χρέους το 2012 η Ελλάδα δεν αποσκοπεί απλώς στη μείωση του δείκτη χρέους, αλλά και στη μείωση του χρέους σε απόλυτους αριθμούς, δηλαδή από τα 357 στα 355 δισεκατομμύρια ευρώ.

Ένα σημαντικό όχημα σε αυτήν την προσπάθεια είναι οι πρόωρες αποπληρωμές. Στα μέσα Δεκεμβρίου ο υπουργός Οικονομικών Χατζηδάκης κατέβαλε στους εταίρους του ευρώ 5,7 δισεκατομμύρια ευρώ – η αποπληρωμή προβλεπόταν για το 2024».

«Στην Αθήνα υποθέτουν ορισμένοι πως οι δανειστές θα μπορούσαν να δώσουν νέα αναβολή. Κάτι τέτοιο θα μπορούσε πράγματι να συμβεί. Ωστόσο δεν θα έπρεπε κανείς να βασιστεί σε αυτό, διότι κανείς δεν γνωρίζει ποια θα είναι η δυναμική στο Συμβούλιο των υπουργών Οικονομικών των κρατών του ευρώ σε οκτώ χρόνια από τώρα».

Όπως επισημαίνει η Handelsblatt, «προϋπόθεση για την ταχεία μείωση του χρέους είναι μία συνετή δημοσιονομική πολιτική, η οποία θα επιτρέπει δημοσιονομικά πλεονάσματα, αλλά και επενδύσεις που θα προωθήσουν μία βιώσιμη οικονομική ανάπτυξη».

«Στην Ε.Ε. οι επενδύσεις αντιστοιχούν κατά μέσο όρο στο 23% του Α.Ε.Π. – στην Ελλάδα το αντίστοιχο ποσοστό βρίσκεται μόλις στο 14%.