Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

30 Δεκεμβρίου 2023

Γιατί στην Ελλάδα η χονδρική αγορά του ρεύματος είναι πιο ακριβή σε σχέση με τον μέσο όρο της Ε.Ε;

Χονδρική αγορά ρεύματος: Κατά αρχήν μέχρι πριν την έναρξη της ενεργειακής κρίσης, δηλαδή, το καλοκαίρι του 2020, αυτό δεν υπήρχε σαν θέμα συζήτησης, για τον απλούστατο λόγο, δεν υπήρχε η ενεργοποίηση της ρήτρας αναπροσαρμογής, κάτι το οποίο προβλεπόταν από το target model, αφού τα όρια που είχαν θέσει οι πάροχοι για την ενεργοποίησης της, ήταν πάντα υψηλότερα από την οριακή τιμή του συστήματος, δηλαδή της μέσης τιμής εκκαθάρισης της αγοράς που έκλεινε κάθε μήνα.

Οι διεθνείς τιμές ενέργειας κινούνταν σε πολύ χαμηλά επίπεδα, αφού έρεε σε αφθονία το φθηνό ρώσικο αέριο στους ευρωπαϊκούς σταθμούς, ενώ τα υπόλοιπα ορυκτά καύσιμα (άνθρακας, πετρέλαιο ) κινούνταν κι αυτά σε χαμηλές τιμές στην διεθνή αγορά , και επιπλέον οι ρύποι εκπομπών εξαιτίας της καύσης των ορυκτών καυσίμων ήταν κάτω από 25 ευρώ/τόνος, μέχρι που στην συνέχεια ανήλθαν πάνω από τα 80 ευρώ/τόνος. Όλα αυτά επηρέασαν το κόστος της χονδρικής αγοράς της ηλεκτρικής ενέργειας, και κατ’ επέκταση και το κόστος της λιανικής του ρεύματος.

Τελικά ήρθε η ενεργειακή κρίση για να αντιληφθούμε ότι ο ευρωπαϊκός μηχανισμός τιμολόγησης του ρεύματος με βάση την χρηματιστηριακή τιμή του φυσικού αερίου στο κόμβο της Ολλανδίας θα τίναζε τις αγορές ρεύματος στα ύψη, αφού έκλεισε η στρόφιγγα του ρώσικου αερίου και οι απώλειες αυτές, αντικαταστάθηκαν με το κατά πολύ ακριβότερο υγροποιημένο αέριο lng από τρίτες χώρες.

Θα αναρωτηθεί κάποιος, μα αφού η Ελλάδα έχει τα ίδια ποσοστά συμμετοχής των διαφόρων πηγών καυσίμων στο ενεργειακό μείγμα με τον μέσο όρο της Ε.Ε αναφορικά με την ηλεκτροπαραγωγή, γιατί και η χονδρική τιμή του ρεύματος δεν βρίσκεται σήμερα στον μέσο όρο της Ε.Ε;

Η απάντηση είναι απλή. Η διείσδυση των ΑΠΕ είναι πιο αργή σε σχέση με τις υπόλοιπες χώρες και κυρίως του Βορρά και επιπλέον οι ελληνικές ΑΠΕ δεν συμμετέχουν στην αγορά γιατί απολαμβάνουν εγγυημένες τιμές. Οι ευέλικτες μονάδες, δηλαδή αυτές που μπορούν να υποκαταστήσουν τη μεταβλητότητα των ΑΠΕ (ανάλογα με το εάν φυσάει και εάν έχει ήλιο), είναι ακόμα περιορισμένες. Και επίσης η απουσία αποθηκευτικών συστημάτων ΑΠΕ κάνει ακόμα πιο έντονο το πρόβλημα για να συμμετέχουν στο ενεργειακό ισοζύγιο της αγοράς προς όφελος του καταναλωτή. Επιπλέον, στην ελληνική αγορά, όλη η ενέργεια περνάει μέσα από το Χρηματιστήριο Ενέργειας, καθώς δεν υπάρχει δυνατότητα διμερών συμβολαίων τα οποία προστατεύουν τους καταναλωτές από τις διακυμάνσεις της χονδρεμπορικής αγοράς. Αντίθετα, στις ευρωπαϊκές αγορές τα διμερή συμβόλαια αντιπροσωπεύουν το 30%-50% της αγοράς. Αυτό σημαίνει ότι οι υψηλές τιμές που βλέπουμε στις αγορές της Ευρώπης δεν έχουν την ίδια επίπτωση στην κατανάλωση με αυτή που έχουν στην Ελλάδα, όπου μεταφέρονται σχεδόν το 100% στην κατανάλωση.

Από τον καινούργιο έτος, οι καταναλωτές θα είναι πλήρως εκτεθειμένοι στις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις της αγοράς ενέργειας, αφού σταματάει το δίχτυ προστασίας του κράτους, δηλαδή παύει να ισχύει η οριζόντια κρατική επιδότηση στην τιμή της KWh και επανερχόμαστε στο καθεστώς προ κρίσης. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι αύριο μπορεί να μην επανέλθει ξανά ο ενεργειακός εφιάλτης του 2020-2022, εξαιτίας άλλων γεγονότων, π.χ. μιας άλλης πολεμικής σύγκρουσης στην Μ. Ανατολή, ακόμα και μικρότερης έντασης από την Ρωσοουκρανική, ή κάποιες ενεργειακές συμφωνίες μαμούθ των κρατών των BRICS που θα στερήσουν μεγάλα φορτία καυσίμων lng από την Ε.Ε, ή επιβολή ακόμα αυστηρότερων εμπάργκο σε κάποιες πετρελαιοπαραγωγές χώρες, όπως στο Ιράν για παράδειγμα, κλείνοντας τα στενά του Ορμούζ κλπ.

Ο στόχος της χώρας δεν είναι να θωρακιστεί ενεργειακά μόνο κατά τις περιόδους κρίσεων από τις αναταράξεις των διεθνών τιμών ενέργειας, αλλά και σε ήρεμες και κανονικές ενεργειακές περιόδους, που η χώρα είναι πλήρως εξαρτημένη από τις χρηματιστηριακές διακυμάνσεις αγοράς του ρεύματος και συνεχίζει να αγοράζει ακριβά το ρεύμα.

Η περισσότερη διείσδυση των ΑΠΕ, χωρίς εκσυγχρονισμό των δικτύων και χωρίς αύξηση του διαθέσιμου ηλεκτρικού χώρου με ταυτόχρονη δημιουργία αντίστοιχων αποθηκευτικών συστημάτων, τουλάχιστον κατά 50% της εγκατεστημένης ονομαστικής ισχύος των ΑΠΕ στην χώρα, δεν μπορεί να συμβάλει στην απομείωση του συνολικού κόστους του ρεύματος για τον καταναλωτή.

Η βίαιη απολιγνιτοποίηση χωρίς ομαλή μετάβαση σε ηπιότερα καύσιμα λειτουργεί αρνητικά στην εξισορρόπηση του ενεργειακού μείγματος. Επενδύουμε σε οικολογική εξυγίανση τουλάχιστον τεσσάρων λιγνιτικών μονάδων με τεχνολογίες CCUS (δέσμευση του παραγόμενου CO2 και μεταφορά του σε υπόγειες λεκάνες), κάτι ανάλογο που κάναμε με την Πτολεμαΐδα IV, ήδη η Γερμανία άνοιξε παλιές παροπλισμένες μονάδες άνθρακα, αφού προηγουμένως ενσωμάτωσε σε αυτές οικολογικές τεχνολογίες για να μηδενίσει τις εκπομπές, άρα και το κόστος παραγωγής ρεύματος από άνθρακα.

Όσο για τα φαινόμενα ρευματοκλοπών, για τις καταχρηστικές πρακτικές κάποιων παρόχων, για την ανεπάρκεια ελεγκτικών μηχανισμών από την Ρυθμιστική Αρχή Ενέργειας για την εξάλειψη φαινομένων καρτελοποίησης της αγοράς ενέργειας, σε όλα αυτά ευθύνη έχει μόνο η εκάστοτε πολιτική ηγεσία του υπουργείου ενέργειας. Το ΥΠΕΝ θα πρέπει να έχει ως μόνιμη επιδίωξη του την εξάλειψη αυτών των φαινομένων που επηρεάζουν δυσμενώς την διαμόρφωση μιας φθηνότερης λιανικής τιμής του ρεύματος.

Το νέο τοπίο στα τιμολόγια ρεύματος το 2024 – Υπέρ και κατά των μπλε, πράσινων και κίτρινων τιμολογίων

Εναλλακτικές επιλογές ανάλογα με τις προτιμήσεις, το προφίλ της κατανάλωσης και το ρίσκο που είναι διατεθειμένος να αναλάβει ο καταναλωτής ηλεκτρικής ενέργειας εξασφαλίζει το νέο πλαίσιο λειτουργίας της αγοράς που θέσπισε το υπουργείο Περιβάλλοντος και Ενέργειας.

Κάθε επιλογή συγκεντρώνει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα, που συνδέονται κυρίως με το μέγεθος του ρίσκου: μικρότερο ρίσκο, σημαίνει σχετικά υψηλότερες τιμές.

Το θετικό ωστόσο για όποια επιλογή και αν κάνουν οι καταναλωτές είναι ότι η μετάβαση στο νέο πλαίσιο γίνεται σε περίοδο που οι τιμές της ηλεκτρικής ενέργειας υποχωρούν.

Ενδεικτικά η μέση τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στο ελληνικό χρηματιστήριο το Δεκέμβριο κυμαίνεται κοντά στα 102 ευρώ ανά μεγαβατώρα, έναντι 110 το καλοκαίρι και 190 στην αρχή του 2023 ενώ το 2022 στην κορύφωση της κρίσης είχε ξεπεράσει τα 430 ευρώ.

Έτσι, εκτιμήσεις της αγοράς αναφέρουν ότι το “πράσινο” τιμολόγιο μπορεί να εκκινήσει το 2024 χαμηλότερα και από τα 14 λεπτά ανά κιλοβάτώρα.

Μάλιστα παράγοντες της ενεργειακής αγοράς εκτιμούν ότι η επάρκεια εφοδιασμού και τα μεγάλα αποθέματα φυσικού αερίου στις αποθήκες της Ευρώπης σε συνδυασμό με τον ήπιο έως τώρα χειμώνα προδιαγράφουν περαιτέρω μείωση των τιμών χωρίς ωστόσο να μπορεί ποτέ να αποκλειστεί κάποια αιτία που θα οδηγούσε σε άνοδο.

Τι περιλαμβάνουν οι επιλογές των καταναλωτών

Οι επιλογές των καταναλωτών περιλαμβάνουν τα εξής:

  • Πράσινα τιμολόγια, που θεσπίστηκαν από το υπουργείο προκειμένου να προκειμένου να εξασφαλιστεί η ομαλή μετάβαση στο νέο πλαίσιο και στα οποία θα μεταπέσουν το σύνολο των καταναλωτών (εκτός αν δηλώσουν διαφορετική επιλογή στον προμηθευτή τους). Οι χρεώσεις του πράσινου τιμολογίου θα ανακοινώνονται από κάθε προμηθευτή την 1η του μήνα και θα είναι και εύκολα και άμεσα συγκρίσιμες μεταξύ τους. Οι ανακοινώσεις των προμηθευτών για τις τιμές με τις οποίες θα κάνει πρεμιέρα το “πράσινο” τιμολόγιο σύμφωνα με το νόμο πρέπει να γίνουν την Πρωτοχρονιά. Δεν αποκλείεται όμως όπως διευκρίνιζαν πηγές του υπουργείου λόγω της αργίας αλλά και του γεγονότος ότι το σύστημα εφαρμόζεται για πρώτη φορά ορισμένοι πάροχοι να ανακοινώσουν τις τιμές έως τις 2-3 Ιανουαρίου.
  • Μπλε τιμολόγια, με σταθερή τιμή χρέωσης της κιλοβατώρας για όλη τη διάρκεια ισχύος της σύμβασης (π.χ. ένα χρόνο). Το βασικό πλεονέκτημα του μπλε τιμολογίου είναι ότι ο καταναλωτής προστατεύεται από πιθανή άνοδο των τιμών. Από την άλλη αν οι τιμές υποχωρήσουν, ο καταναλωτής δεν θα επωφεληθεί καθώς η χρέωση του μπλε τιμολογίου θα παραμείνει ίδια. Τις τελευταίες εβδομάδες αναπτύχθηκε ανταγωνισμός μεταξύ των προμηθευτών στα σταθερά τιμολόγια, με προσφορές που ξεκινούν κάτω και από τα 15 σεντς ανά κιλοβατώρα.
  • Κίτρινα τιμολόγια τα οποία είναι κυμαινόμενα και ακολουθούν τη διακύμανση των τιμών στη διεθνή και ελληνική αγορά. Οι χρεώσεις ανακοινώνονται είτε εκ των προτέρων (στην αρχή του μήνα κατανάλωσης) είτε εκ των υστέρων. Οι καταναλωτές που θα τα επιλέξουν, θα έχουν όφελος αν συνεχιστεί η πτωτική πορεία των τιμών ή αντίστροφα θα επιβαρυνθούν αν οι τιμές ανέβουν.
  • Πορτοκαλί τιμολόγια με διαφορετικές χρεώσεις ανά χρονική ζώνη τα οποία απευθύνονται σε όσους έχουν έξυπνο μετρητή.

Η μετάβαση από το ένα τιμολόγιο στο άλλο όπως και η αλλαγή προμηθευτή είναι ελεύθερη, χωρίς αποζημίωση για τον προμηθευτή εκτός από όσους έχουν συμβάσεις σταθερής τιμής (μπλε τιμολόγιο) η αποχώρηση από τις οποίες γίνεται με την καταβολή αποζημίωσης για πρόωρη λήξη της σύμβασης.

Πηγές της αγοράς εκτιμούν ότι η πλειονότητα των καταναλωτών θα περάσει στο πράσινο τιμολόγιο (αν και διακρίνεται αυξημένο ενδιαφέρον και για το μπλε τιμολόγιο σταθερής χρέωσης) και πολλοί θα επανεκτιμήσουν τη στάση τους στις αρχές του έτους έχοντας την πλήρη εικόνα των τιμολογίων που θα ανακοινώσουν οι προμηθευτές.