Η Ελλάδα συνεχίζει να διώχνει τα παιδιά της. Όχι επειδή τα ίδια το θέλουν, αλλά επειδή συχνά δεν έχουν άλλη επιλογή. Οι ικανότεροι, εξυπνότεροι και πιο τολμηροί – ή απλώς οι πιο απελπισμένοι – φεύγουν από ένα κράτος που μοιάζει φθαρμένο, άνισο και αφιλόξενο, αναζητώντας αξιοπρεπή εργασία στο εξωτερικό. Εκείνοι που μένουν πίσω είναι είτε βαθιά αποφασισμένοι να αντέξουν είτε απλώς δεν έχουν την πολυτέλεια να φύγουν.
Κοινό τους σημείο, πάντως, είναι πως κανείς δεν θέλει να δουλεύει εξαντλητικά για να υπερφορολογείται, ώστε μια χούφτα «εκλεκτών» – πολιτικών και παρατρεχάμενων – να συσσωρεύουν ακίνητα και τραπεζικούς λογαριασμούς.
Μέσα σε αυτό το κλίμα συλλογικής καχεξίας, έχει αναπτυχθεί και ένα εθνικό σύνδρομο: η ανάγκη να νιώσουμε σημαντικοί μέσω τρίτων. Αν ένας Έλληνας καταφέρει κάτι σπουδαίο στο εξωτερικό – βάλει ένα γκολ, πιάσει μια καλή θέση, πάρει ένα βραβείο – σπεύδουμε να τον βαφτίσουμε «πατριωτάκι» και να πανηγυρίσουμε, σαν να συμμετείχαμε εμείς οι ίδιοι στην επιτυχία του. Είναι η ανάγκη για καταξίωση δι’ αντιπροσώπων – και φανερώνει το κενό που έχουμε μέσα μας.
Το πρόσφατο φιάσκο με τον νομπελίστα Τζον Μαρτίνις είναι χαρακτηριστικό. Ο επιστήμονας βραβεύτηκε με Νόμπελ Φυσικής και η ελληνική δημοσιογραφία έσπευσε να τον παρουσιάσει ως «Έλληνα της διασποράς», βασισμένη μόνο στο… ελληνόηχο επώνυμό του. Πολλά μέσα έπεσαν στην παγίδα, στήνοντας ρεπορτάζ χωρίς επιβεβαίωση.

Ο ίδιος ο Μαρτίνις, μιλώντας στο Euronews, έβαλε τα πράγματα στη θέση τους:
«Δεν είμαι σίγουρος πώς ξεκίνησε όλο αυτό – μάλλον κάποιος το δημοσίευσε κάπου. Είμαι Κροάτης. Ο πατέρας μου γεννήθηκε στην Κάμιζα, στο νησί Ίσα, κοντά στο Σπλιτ, ενώ η μητέρα μου γεννήθηκε στις ΗΠΑ. Είμαι πολύ περήφανος για αυτή την κληρονομιά και μου αρέσει που μπορώ να έχω δεσμούς με περισσότερες από μία χώρες».
Η αμηχανία ήταν μεγάλη. Όχι μόνο επειδή αποκαλυφθήκαμε εθνικά υπερφίαλοι και πρόχειροι στην επιβεβαίωση ειδήσεων, αλλά κυρίως επειδή αυτό το επεισόδιο φώτισε μια πικρή αλήθεια: δεν έχουμε ουσιαστική παρουσία στα μεγάλα επιστημονικά βραβεία, ειδικά στις θετικές επιστήμες.
Στην ιστορία των Νόμπελ, μόλις δύο Έλληνες έχουν τιμηθεί: οι Γιώργος Σεφέρης (1963) και Οδυσσέας Ελύτης (1979), αμφότεροι στην κατηγορία Λογοτεχνίας. Έκτοτε, τίποτα. Και αυτό δεν είναι σύμπτωση – είναι αποτέλεσμα πολιτικών επιλογών, διαχρονικής υποτίμησης της έρευνας και παντελούς αδιαφορίας για την επιστημονική παραγωγή.
Αν θέλουμε να δούμε μια μέρα Έλληνα επιστήμονα να βραβεύεται με Νόμπελ Φυσικής, Χημείας ή Ιατρικής, δεν αρκεί να ελπίζουμε. Πρέπει να επενδύσουμε σε Παιδεία, σε Έρευνα, σε Υποδομές. Να πάψουμε να τιμωρούμε τους άξιους με απαξίωση, ανεργία ή εξορία. Και κυρίως να εκλέγουμε ηγέτες με όραμα, που καταλαβαίνουν πως η επιστήμη δεν είναι πολυτέλεια αλλά η μόνη σοβαρή επένδυση στο μέλλον.
Ως τότε, κάθε φορά που θα ψάχνουμε Έλληνα σε λίστες με βραβευμένους του εξωτερικού, καλό είναι να κάνουμε πρώτα την αυτοκριτική μας. Και να ρωτάμε όχι αν είναι Έλληνας, αλλά γιατί δεν είναι ακόμα ένας Έλληνας στη θέση του.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Οι Τούρκοι ψαράδες ψαρεύουν ανενόχλητοι στα ελληνικά χωρικά ύδατα