Η «Ατζέντα 2030» και οι γκρίζες ζώνες ενός σχεδίου που ζητά απαντήσεις
Η «Ατζέντα 2030» που παρουσίασε ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Νίκος Δένδιας επιχειρεί να εμφανιστεί ως ο οδικός χάρτης για την επόμενη ημέρα των Ενόπλων Δυνάμεων, όμως αφήνει περισσότερα ερωτήματα από όσα απαντά. Πρόκειται για ένα σχέδιο που περιλαμβάνει ορισμένες εύλογες στρατηγικές κατευθύνσεις, ωστόσο πάσχει από το πιο κρίσιμο συστατικό κάθε σοβαρού αμυντικού εγγράφου: τη σαφήνεια.
Στην πράξη, περισσότερο θυμίζει γενικόλογο πολιτικό αφήγημα παρά μια πραγματική «Λευκή Βίβλο», όπως ορίζεται διεθνώς – μια πλήρης, λεπτομερής και τεχνικά τεκμηριωμένη μελέτη που αποτελεί σημείο αναφοράς για τη δομή και τη λειτουργία ενός στρατεύματος.
Η πρώτη μεγάλη αλλαγή που ανακοινώνεται, η κατάργηση και μετατροπή της ΑΣΔΕΝ σε Ανώτατη Διοίκηση Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου, δείχνει μια προσπάθεια επέκτασης του επιχειρησιακού ενδιαφέροντος πέρα από το κλειστό περιβάλλον του Αιγαίου και προς την Ανατολική Μεσόγειο. Θεωρητικά, επιχειρείται η μετάβαση σε ένα μοντέλο προβολής ισχύος που απαιτεί βαθιές δομικές και οργανωτικές μεταβολές. Στην πράξη, το πώς και το με ποια μέσα θα επιτευχθεί αυτό παραμένει θολό.
Το ζήτημα της διακλαδικότητας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα. Ενώ το Πολεμικό Ναυτικό αναλαμβάνει την ευθύνη της θαλάσσιας ασφάλειας σε μια τεράστια περιοχή, η άμυνα των νησιών παραμένει αρμοδιότητα του Στρατού Ξηράς, ενώ η Πολεμική Αεροπορία καλείται να μοιραστεί τις δυνάμεις της σε δύο θέατρα επιχειρήσεων που βρίσκονται εκατοντάδες μίλια μακριά μεταξύ τους. Το σχέδιο, στη μορφή που παρουσιάστηκε, δεν απαντά στο πώς θα επιτευχθεί ο απαιτούμενος συγχρονισμός ανάμεσα σε κλάδους με διαφορετικές δυνατότητες και ανάγκες.
Και όταν σε αυτό το γεωγραφικό περιβάλλον προστίθεται και η Κύπρος, το επιχειρησιακό παζλ γίνεται πιο περίπλοκο. Συμμαχίες με χώρες όπως το Ισραήλ ή η Αίγυπτος είναι σημαντικές, αλλά δεν μπορούν να υποκαταστήσουν την ανάγκη για επαρκείς εθνικές δυνατότητες.
Το Πολεμικό Ναυτικό, από την πλευρά του, καλείται να απλώσει την παρουσία του σε «μπλε ύδατα» με κύριες μονάδες επιφανείας και υποβρύχια που θα επιχειρούν μακριά από ασφαλή καταφύγια. Όμως η τωρινή του δομή δεν υποστηρίζει ένα τέτοιο άνοιγμα. Οι δυνατότητες εκτεταμένης επιχειρησιακής παρουσίας είναι περιορισμένες, ενώ η συνδρομή της ΠΑ, παρά την ενίσχυση με Rafale, δεν μπορεί να λειτουργήσει ως πανάκεια.
Το σχέδιο δεν απαντά στο κρίσιμο ερώτημα: πόσες και ποιες μονάδες θα είναι επιχειρησιακά διαθέσιμες για τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο; Μόνο τέσσερις Belharra και έως τέσσερις FREMM, όταν και αν παραληφθούν, δεν επαρκούν για πλήρη κάλυψη. Η αναβάθμιση των ΜΕΚΟ είναι απαραίτητη, αλλά δεν είναι σαφές αν είναι και αρκετή.
Ταυτόχρονα, τα πλοία πρέπει να συντηρούνται, να ανεφοδιάζονται, τα πληρώματα να ξεκουράζονται – μια αλυσίδα που περιορίζει σημαντικά τον πραγματικό επιχειρησιακό αριθμό διαθέσιμων μονάδων. Και ενώ διεθνώς παρατηρείται στροφή προς «πλωτά οπλοστάσια» και φορείς drones, το ελληνικό σχέδιο μένει στη θεωρία χωρίς να εισέρχεται στην ουσία: πόσα πλοία υποστήριξης θα έχουμε; Πόσες πλατφόρμες για drones; Πόσος χρόνος θα απαιτηθεί για να καταστεί επιχειρησιακό ένα τέτοιο νέο δόγμα;
Όσο η συζήτηση επικεντρώνεται στη Μεσόγειο, παραμένει ανοιχτό το κεφάλαιο του Αιγαίου. Ποια πλοία θα παραμείνουν εκεί, ώστε να αναλάβουν το βάρος μιας πιθανής αντι-αποβατικής επιχείρησης; Το βάρος πέφτει ξανά στις πυραυλακάτους, τις κανονιοφόρους και τις παλαιότερες φρεγάτες. Και αυτό επαναφέρει το ζήτημα της άμυνας των νησιών, το οποίο γίνεται πιο σύνθετο με την κατάργηση της ΑΣΔΕΝ.
Η νέα Ανώτατη Διοίκηση Αιγαίου και Ανατολικής Μεσογείου θα κληθεί να διαχειριστεί δύο διαφορετικά θέατρα επιχειρήσεων σε περίπτωση κρίσης. Από την έξοδο των Δαρδανελίων ως το Καστελλόριζο, το Αιγαίο παραμένει ένα μωσαϊκό νησιών, νησίδων και βραχονησίδων που απαιτεί συνεχή επιτήρηση και άμεση δυνατότητα επέμβασης. Με την κατάργηση της Α΄ Στρατιάς, χάθηκε το ενδιάμεσο επίπεδο διοίκησης που μπορούσε να κατανείμει αποτελεσματικά δυνάμεις εκεί όπου χρειάζονταν. Τώρα, η ευθύνη πέφτει απευθείας στο Αρχηγείο Στρατού, που ήδη σηκώνει τεράστιο φόρτο.
Ποιος θα αποφασίζει πότε και πού θα μετακινηθούν δυνάμεις ταχείας επέμβασης; Πώς θα διατηρηθούν εφεδρείες για δεύτερο μέτωπο; Πώς θα λειτουργήσει η επικοινωνία μεταξύ κλάδων σε συνθήκες πίεσης; Το σχέδιο δεν απαντά.
Παράλληλα, η συζήτηση για τα οχυρωματικά έργα επανήλθε δυναμικά μέσα από την «Ατζέντα 2030». Αν και κάποιοι θεωρούν την αναφορά σε οχυρώσεις αναχρονιστική, η διεθνής εμπειρία δείχνει το αντίθετο. Τα οχυρωματικά έργα δεν είναι απομεινάρι του παρελθόντος· είναι κρίσιμος παράγοντας άμυνας, ειδικά όταν ο αντίπαλος έχει ισχυρές δυνατότητες κρούσης. Προκατασκευασμένα χαρακώματα και υπόγειες διαδρομές προσφέρουν προστασία, επιτρέπουν μετακινήσεις υπό κάλυψη και δυσκολεύουν δραματικά τον επιτιθέμενο. Η Γάζα και η Μαριούπολη είναι δύο χαρακτηριστικά – όσο και σκληρά – παραδείγματα.
Το ίδιο ισχύει για τα drones. Η Ελλάδα άργησε να αναπτύξει τις σχετικές δυνατότητες, ενώ η Τουρκία έχει ήδη δημιουργήσει μια δική της «βιομηχανία» μη επανδρωμένων συστημάτων. Το γεγονός αυτό όμως δεν σημαίνει ότι η χώρα μας δεν πρέπει να επενδύσει αποφασιστικά σε αυτόν τον τομέα.
Τα περιπλανώμενα πυρομαχικά, τύπου Switchblade, μπορούν να αποτελέσουν εφιάλτη για οποιαδήποτε αποβατική δύναμη. Αντίστοιχα, drones μεγαλύτερης εμβέλειας, όπως τα Shahed, έχουν αποδείξει ότι μπορούν να αλλάξουν την εικόνα στο πεδίο. Και εδώ όμως, η «Ατζέντα 2030» περιορίζεται σε γενικόλογες διακηρύξεις χωρίς λεπτομέρειες για ποσότητες, είδη και χρονοδιαγράμματα.
Στο ίδιο πνεύμα, η άμυνα έναντι εχθρικής αποβατικής ενέργειας απαιτεί πλήρη εξουδετέρωση της αποβατικής δύναμης, ώστε ακόμη και αν δημιουργηθεί προγεφύρωμα, αυτό να μην μπορεί να ενισχυθεί. Η αναφορά σε έναν αμυντικό «θόλο» είναι θετική ως κατεύθυνση· όμως χωρίς διευκρινίσεις για το εύρος, το επίπεδο, τα συστήματα και το μοντέλο λειτουργίας του, δεν μπορεί να αποτελέσει κομμάτι σοβαρού σχεδίου.
Το Ισραήλ αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα πολυεπίπεδης αεράμυνας, αλλά είναι και η χώρα με τη μεγαλύτερη εμπειρία στην εφαρμογή της. Το ελληνικό σχέδιο απλώς μιλά για μια αντίστοιχη προσέγγιση, χωρίς να εξηγεί το πώς.
Ανάλογα ασαφής είναι και η αναφορά στη δυνατότητα «κλεισίματος» του Αιγαίου με πυροβολικό. Τι μορφή θα έχει αυτό; Πόσα συστήματα θα εγκατασταθούν, πού και με ποια εμβέλεια; Τα Spike NLOS είναι αναμφίβολα ισχυρό εργαλείο άμυνας, αλλά δεν μπορούν να αποτελέσουν μόνοι τους πλήρη απάντηση. Όπλα όπως κατευθυνόμενοι αντιαρματικοί πύραυλοι μπορούν να πλήξουν μικρά αποβατικά μέσα, αλλά η αποτελεσματική άμυνα χρειάζεται μια ολοκληρωμένη αρχιτεκτονική.
Και αυτά όλα, χωρίς να έχουμε ακόμη αγγίξει τα εξίσου καίρια ζητήματα της στελέχωσης, της μεταφοράς εφεδρειών, ή του ρόλου της Αεροπορίας Στρατού, τα οποία το σχέδιο αναφέρει ελάχιστα ή καθόλου. Η εξαγγελλόμενη μετάβαση στο «φινλανδικό μοντέλο» απαιτεί βαθιά μεταρρύθμιση από την κοινωνία ως το στράτευμα – και μένει να αποδειχθεί αν μπορεί να εφαρμοστεί στην ελληνική πραγματικότητα.
Τελικά, το κύριο πρόβλημα της «Ατζέντας 2030» είναι ότι αφήνει τεράστιο χώρο για αμφισβήτηση. Η ασάφεια γεννάει κριτική, και σε μια εποχή όπου η Τουρκία ενισχύει συνεχώς τις δυνατότητές της, η χώρα μας δεν μπορεί να πορεύεται με ημιτελή σχέδια. Ο υπουργός οφείλει, έστω και τμηματικά, να δώσει σαφείς, συγκεκριμένες απαντήσεις. Χωρίς αυτές, η συζήτηση για την άμυνα της χώρας θα παραμένει στη σφαίρα του ιδεατού, ενώ η πραγματικότητα τρέχει με πολύ μεγαλύτερη ταχύτητα.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Οι Τούρκοι ψαράδες ψαρεύουν ανενόχλητοι στα ελληνικά χωρικά ύδατα