Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Η εγκληματικότητα θεριεύει

Σε μια εποχή όπου η ενημέρωση είναι πανταχού παρούσα και προσβάσιμη ανά πάσα στιγμή, ένας αυξανόμενος αριθμός πολιτών καταγγέλλει πως το αίσθημα της ασφάλειας στην καθημερινότητά τους καταρρέει. Η εγκληματικότητα φαίνεται να αυξάνεται σταθερά, ενώ η Πολιτεία εμφανίζεται είτε αδύναμη είτε απρόθυμη να παρέμβει αποτελεσματικά. Παρά τις δεσμεύσεις για «νόμο και τάξη», η πραγματικότητα σε πολλές γειτονιές της χώρας αποτυπώνει εικόνες ανασφάλειας, απουσίας πρόληψης και αποδυνάμωσης της αστυνομικής παρουσίας.

Παράλληλα, η ευθύνη της ενημέρωσης μοιάζει να έχει υποχωρήσει μπροστά σε ελαφρύ ή αποπροσανατολιστικό περιεχόμενο. Ενημερωτικές εκπομπές και δελτία ειδήσεων συχνά επιλέγουν να αφιερώνουν πολύτιμο τηλεοπτικό χρόνο σε θέματα lifestyle, σε «ασφαλή» ρεπορτάζ ή επαναλαμβανόμενες δηλώσεις κυβερνητικών στελεχών, την ώρα που κρίσιμα κοινωνικά ζητήματα αποσιωπούνται. Ενδεικτική είναι η σχεδόν πλήρης απουσία αναφορών στην υπόθεση της Έλενας Μουρτζούκου, η οποία συνεχίζει να απασχολεί τις αρχές, παρά την πλήρη εξαφάνισή της από τα ΜΜΕ. Το ενδιαφέρον αναμένεται, όπως σημειώνεται ειρωνικά από σχολιαστές, να αναζωπυρωθεί από Σεπτέμβριο, με την επιστροφή των πιο «πιασάρικων» εκπομπών.

Το πρόβλημα δεν είναι καινούργιο. Κατά την περίοδο διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ, η δημόσια τάξη βρέθηκε, σύμφωνα με επικριτές, σε δεύτερη μοίρα. Η αντιμετώπιση της παραβατικότητας χαρακτηρίστηκε από χαλαρότητα, με αποκορύφωμα τον νόμο Παρασκευόπουλου που, υπό την επίκληση της αποσυμφόρησης των φυλακών, οδήγησε στην αποφυλάκιση και σοβαρών εγκληματιών. Καθώς η αστυνομία αποδυναμωνόταν θεσμικά και επιχειρησιακά, και η ανοχή προς ακραίες ή παραβατικές συμπεριφορές αυξανόταν, η ανομία ρίζωσε σε πολλές πτυχές της καθημερινής ζωής.

Ωστόσο, η σημερινή κυβέρνηση, που εξελέγη μεταξύ άλλων και με την υπόσχεση της αποκατάστασης της ασφάλειας, κατηγορείται πλέον πως δεν έχει τηρήσει τις δεσμεύσεις της. Αν και δημόσια υποστηρίζεται ότι η αστυνομία έχει ενισχυθεί και πως η αντιμετώπιση της εγκληματικότητας αποτελεί προτεραιότητα, η πραγματικότητα παρουσιάζεται διαφορετική. Πολλοί αστυνομικοί δηλώνουν ότι δεν διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό ή την υποστήριξη για να επιτελέσουν το έργο τους. Η ομάδα ΔΙΑΣ, που είχε γίνει συνώνυμο της άμεσης παρέμβασης, λειτουργεί με περιορισμένες δυνατότητες, ενώ τα τοπικά αστυνομικά τμήματα παραμένουν υποστελεχωμένα.

Την ίδια ώρα, η κυβέρνηση φαίνεται να δίνει έμφαση σε ενέργειες επικοινωνιακού χαρακτήρα. Η σύσταση ειδικών μονάδων, όπως η Ομάδα Προστασίας Πανεπιστημιακών Ιδρυμάτων (ΟΠΠΙ), ή η ΟΔΟΣ για την επιτήρηση διαδηλώσεων, αξιολογείται ως περισσότερο συμβολική και όχι ουσιαστική ενίσχυση της ασφάλειας. Παράλληλα, η διάθεση μεγάλου αριθμού αστυνομικών για τη φύλαξη προσώπων – πολιτικών, επιχειρηματιών και δημοσιογράφων – προκαλεί δυσφορία, τη στιγμή που η αστυνομική παρουσία στις γειτονιές είναι σπάνια.

Ο προβληματισμός φτάνει έως και στη νομοθεσία. Παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες για αυστηροποίηση του ποινικού πλαισίου, δεν έχουν σημειωθεί σημαντικές αλλαγές στο νομικό οπλοστάσιο. Το γνωστό πλέον «ο δράστης οδηγήθηκε στον εισαγγελέα προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος» παραμένει κοινή κατάληξη σε πολλές υποθέσεις, ενισχύοντας την αίσθηση ατιμωρησίας.

Ακόμη πιο έντονα ακούγεται η απογοήτευση των πολιτών που, θεωρώντας ότι η σημερινή κυβέρνηση θα αποκαθιστούσε την έννομη τάξη, νιώθουν πλέον προδομένοι. Οι προσδοκίες για αυστηρότερη στάση απέναντι στην παραβατικότητα, για ενίσχυση της αστυνομίας και για πιο σθεναρή προστασία των νομοταγών πολιτών δεν έχουν επαληθευτεί. Πολλοί, μάλιστα, εντοπίζουν έναν ιδιότυπο μετασχηματισμό της χώρας σε ένα σύστημα όπου η δημόσια τάξη εξυπηρετεί τους ισχυρούς, αφήνοντας ακάλυπτο τον μέσο πολίτη.

Η συζήτηση φτάνει ως και σε ευρύτερες πολιτικές επιλογές, με τους επικριτές να αναρωτιούνται αν οι προτεραιότητες της κυβέρνησης είναι πράγματι η ασφάλεια και η καθημερινότητα ή αν το βάρος δίνεται αλλού – στις απευθείας αναθέσεις, στις εξυπηρετήσεις συμφερόντων, στις θεσμικές παρεμβάσεις υπέρ συγκεκριμένων ομάδων. Πολλοί τονίζουν ότι όταν υπάρχει χρόνος και πολιτική βούληση για παρακολουθήσεις, για δημιουργία νέων επιτελικών δομών και για στελέχωση των υπουργείων με χιλιάδες μετακλητούς, δεν μπορεί να προφασίζεται η Πολιτεία πως δεν μπορεί να ασχοληθεί με την ασφάλεια των πολιτών.

Έτσι, ο μέσος πολίτης, που αναζητά όχι απλώς μια επικοινωνιακή διαχείριση, αλλά μια πραγματική και αποτελεσματική πολιτική για την ασφάλεια, νιώθει και πάλι εκτεθειμένος. Και ενώ η δημόσια συζήτηση περιστρέφεται γύρω από πολιτικές ισορροπίες, κυβερνητικές έριδες και επιχειρηματικά συμφέροντα, η εγκληματικότητα συνεχίζει αθόρυβα – και ορισμένες φορές ηχηρά – να απειλεί την καθημερινότητα.

Η αίσθηση που επικρατεί είναι πως, παρά την αλλαγή κυβέρνησης, δεν υπήρξε αλλαγή προτεραιοτήτων. Οι νόμοι παραμένουν επιεικείς, η αστυνομία ανίσχυρη και η δημόσια τάξη απούσα. Το κλίμα αυτό εντείνει την αμφισβήτηση και τον κυνισμό, οδηγώντας όλο και περισσότερους να πιστεύουν πως, σε τελική ανάλυση, «ο μέσος πολίτης πιάστηκε και πάλι κορόιδο».

Το ερώτημα που προκύπτει δεν είναι απλώς αν η εγκληματικότητα αυξάνεται, αλλά αν η κυβέρνηση έχει πραγματικά την πολιτική βούληση να τη μειώσει. Διότι, όπως λένε και οι πιο υποψιασμένοι, ανάμεσα στην ελευθερία και την ασφάλεια, ο μέσος πολίτης επιλέγει πάντα το δεύτερο. Και σήμερα, πολλοί αισθάνονται πως δεν διαθέτουν ούτε το ένα, ούτε το άλλο.

Ετικέτες: