Η Ελλάδα στο επίκεντρο μιας κλιμακούμενης αντιπαράθεσης παγκόσμιων δυνάμεων
Η Ελλάδα βρίσκεται ξανά στο επίκεντρο μιας αθόρυβης, αλλά ταχέως κλιμακούμενης αντιπαράθεσης παγκόσμιων δυνάμεων. Με τον Πειραιά περασμένο στα χέρια της COSCO και τη Θεσσαλονίκη δεμένη σε ρωσο-ελληνικά επιχειρηματικά δίκτυα, η Ουάσινγκτον επιχειρεί να αποκτήσει στρατηγικό αποτύπωμα σε κομβικά λιμάνια της χώρας. Ωστόσο, αναλυτές που παρακολουθούν την ευρύτερη γεωπολιτική μετατόπιση επισημαίνουν ότι η Κίνα έχει ήδη προλάβει να θωρακίσει τις θέσεις της, με τρόπο που δύσκολα ανατρέπεται. Το Euractiv μετέδωσε ότι η μάχη ίσως έχει ήδη κριθεί σε μεγάλο βαθμό, ενώ η Αθήνα βρίσκεται τώρα σε μια δύσκολη εξισορρόπηση.
Το ιστορικό λιμάνι του Πειραιά, στο οποίο ο Xi Jinping απέδωσε τον συμβολικό τίτλο «το κεφάλι του δράκου της Μεσογείου», αποτέλεσε μια από τις πιο αναγνωρίσιμες επιτυχίες της κινεζικής Belt and Road Initiative. Η COSCO εμφανίστηκε την περίοδο της ελληνικής οικονομικής κατάρρευσης, σε μια στιγμή όπου η χώρα αναζητούσε απεγνωσμένα επενδυτική πνοή, και κανένας δυτικός επενδυτής δεν έδειχνε πρόθυμος να εμπλακεί σε ένα κλίμα παρατεταμένης αβεβαιότητας. Ένας πρώην υπουργός της κυβέρνησης Σαμαρά, που μίλησε υπό καθεστώς ανωνυμίας, θυμάται ότι «ουσιαστικά δεν υπήρχε άλλη επιλογή». Αμερικανοί και Ευρωπαίοι, πρόσθεσε, «που σήμερα παραπονιούνται, τότε δεν ήρθαν καν στο τραπέζι».
Η COSCO εξασφάλισε αρχικά την παραχώρηση τμημάτων του λιμανιού και το 2016 πήρε στα χέρια της το 67% της Αρχής Λιμένος Πειραιώς. Η κινεζική παρουσία δεν περιορίστηκε στη διαχείριση· συνοδεύτηκε από μια συνολική προσπάθεια μετασχηματισμού του Πειραιά σε κόμβο logistics, με αναβαθμίσεις, νέες γραμμές κρουαζιέρας και ένα αφήγημα που συνδέθηκε με την ανάκαμψη της χώρας.
Η αλλαγή στην αμερικανική στάση ήρθε με την επιστροφή του Donald Trump στον Λευκό Οίκο. Η Ουάσινγκτον επαναπροσδιόρισε την πολιτική της στην Ανατολική Μεσόγειο, μετά από αρκετά χρόνια πιο χαμηλών τόνων από πλευράς Δημοκρατικών. Η νέα Πρέσβης των ΗΠΑ στην Αθήνα, Kimberly Guilfoyle, με στενούς δεσμούς με την οικογένεια Trump, δεν έκρυψε την ενόχλησή της για την κινεζική επιρροή, αφήνοντας μάλιστα αιχμές ότι ο Πειραιάς «θα μπορούσε να είναι προς πώληση» αν οι συνθήκες το απαιτούσαν. Η αντίδραση της κινεζικής πρεσβείας ήταν άμεση και επιθετική, κάνοντας λόγο για σοβαρή παρέμβαση στα εσωτερικά της Ελλάδας και παραβίαση των καθιερωμένων σινο-ελληνικών εμπορικών σχέσεων.
Στο μεταξύ, οι ΗΠΑ εξετάζουν πιθανές εναλλακτικές, μεταξύ των οποίων ξεχωρίζει η προσπάθεια αναβάθμισης των Ναυπηγείων Ελευσίνας σε πολυλειτουργικό λιμάνι με ευρύτερο στρατηγικό ρόλο. Το εγχείρημα αυτό, που βρίσκεται στα πρώτα του στάδια, θα μπορούσε θεωρητικά να δημιουργήσει μια αντισταθμιστική αμερικανική παρουσία στην Αττική, αν και μέχρι στιγμής δεν υπάρχουν ενδείξεις ότι μπορεί να ανταγωνιστεί το μέγεθος και τη διασύνδεση του Πειραιά.
Η μεγάλη ερώτηση που αιωρείται είναι αν η COSCO μπορεί να εκδιωχθεί ή έστω να υποχρεωθεί σε περιορισμό της επιρροής της. Ο πρώην υπουργός που μίλησε στο Euractiv θεωρεί κάτι τέτοιο εξαιρετικά δύσκολο, με δεδομένο ότι όλες οι συμφωνίες βασίζονται στη λογική του Pacta sunt servanda. Η Κίνα, τόνισε, θα επικαλεστεί νομικά και διεθνή επιχειρήματα που δύσκολα μπορούν να αμφισβητηθούν χωρίς βαρύ πολιτικό και οικονομικό κόστος για την Ελλάδα.
Ο αναλυτής Γιώργος Τζωρτζόπουλος από το ΕΛΙΑΜΕΠ επισημαίνει ότι η κινεζική επένδυση στον Πειραιά βρίσκεται ακόμη σε εξέλιξη, με έργα που δεν έχουν ολοκληρωθεί. Αναγνωρίζει ότι οι αμερικανικές προτάσεις για την Ελευσίνα είναι θετικές, αλλά υπογραμμίζει ότι υπάρχουν σαφείς χρονικοί και χωρικοί περιορισμοί που δεν επιτρέπουν άμεση αντιστάθμιση του κινεζικού πλεονεκτήματος. Η Αθήνα, όπως σημείωσε, πρέπει να αποφύγει τον κίνδυνο να μετατραπεί σε αρένα αντιπαλότητας ΗΠΑ–Κίνας, χωρίς όμως να διαθέτει την απαιτούμενη διαπραγματευτική ισχύ για να επηρεάσει ουσιαστικά τον παγκόσμιο συσχετισμό.
Ο Κωνσταντίνος Τσιμώνης από το Πάντειο Πανεπιστήμιο θεωρεί ότι η αμερικανική πίεση θα ενταθεί, αλλά δύσκολα θα φτάσει στην πλήρη εκδίωξη της COSCO. Ο στόχος, όπως τον περιγράφει, είναι περισσότερο η «ασφυξία» της κινεζικής επιρροής, παρά η ριζική ανατροπή. Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να σχεδιάζει νομοθετικές πρωτοβουλίες που θα τοποθετούν τα λιμάνια υπό μια ενιαία δημόσια αρχή, με αποτέλεσμα να περιορίζεται ο βαθμός ανεξαρτησίας κάθε διαχειριστή. Μια τέτοια αλλαγή θα μπορούσε να λειτουργήσει ως μοχλός πίεσης.
Παράλληλα, αναμένεται η παρουσίαση της Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Λιμένων το 2026, μια πρωτοβουλία που θα θέσει την ασφάλεια κρίσιμων υποδομών στο επίκεντρο. Αν αυτή η στρατηγική κινηθεί προς αυστηρότερους ευρωπαϊκούς ελέγχους, τότε η COSCO ενδέχεται να βρεθεί αντιμέτωπη με ένα πολύ πιο περιοριστικό πλαίσιο λειτουργίας, ασχέτως της ελληνοκινεζικής συμφωνίας.
Το ενδιαφέρον είναι ότι η κινεζική πλευρά έχει ήδη δείξει τα πρώτα σημάδια δυσφορίας. Η απότομη ανακοίνωση της πρεσβείας για τις δηλώσεις Guilfoyle και οι ανεπιβεβαίωτες φήμες για πιθανή επίσκεψη Xi Jinping στην Αθήνα υποδηλώνουν ανησυχία για μια επερχόμενη περίοδο έντασης. Σύμφωνα με πολιτικούς παρατηρητές, η Κίνα δεν αποκλείεται να αντιδράσει με τρόπο που θα πιέσει την ελληνική κυβέρνηση: νομικές αξιώσεις, απαίτηση αποζημιώσεων ή ακόμη και απειλές αναστολής δραστηριοτήτων στο λιμάνι, κάτι που θα είχε δυσβάστακτο οικονομικό κόστος.
Σε πολιτικό επίπεδο, η Αθήνα τηρεί στάση χαμηλών τόνων. Το υπουργείο Εξωτερικών περιορίστηκε να δηλώσει ότι η Ελλάδα παραμένει στρατηγικός εταίρος των ΗΠΑ, αλλά ταυτόχρονα θα σεβαστεί τις υφιστάμενες συμφωνίες. Η σιωπή των κομμάτων ερμηνεύεται κυρίως ως αναμονή των εξελίξεων. Κανείς δεν φαίνεται πρόθυμος να συγκρουστεί με την ατζέντα Trump, αλλά ταυτόχρονα κανείς δεν επιθυμεί να έρθει σε ρήξη με το Πεκίνο. Η διπλή αυτή πίεση αναμένεται να ενταθεί όσο πλησιάζουν οι εκλογές του 2027, δημιουργώντας πιθανές εσωτερικές τριβές, ειδικά στους ναυτιλιακούς κύκλους που παραδοσιακά διατηρούν δίαυλους επικοινωνίας με την Κίνα.
Τα πρώτα πολιτικά μηνύματα είναι ενδεικτικά της κατάστασης. Ο Κώστας Καραμανλής, ο πρωθυπουργός που υπέγραψε την αρχική συμφωνία με την COSCO το 2008, τιμήθηκε πρόσφατα από το Ελληνο-Κινεζικό Εμπορικό Επιμελητήριο, επαναλαμβάνοντας ότι η συνεργασία με την Κίνα ήταν απαραίτητη και ωφέλιμη. Την ίδια στιγμή, ο Γιώργος Παπανδρέου, ιστορικά πολέμιος της συμφωνίας, εμφανίζεται πλέον σε τελετές στο Πεκίνο δίπλα στον Xi Jinping. Οι κυβερνητικές σχέσεις με το κινεζικό σύστημα αποκτούν σταδιακά διακομματική διάσταση, κάτι που δείχνει ότι η Αθήνα επιχειρεί να διατηρήσει σταθερούς διαύλους ανεξαρτήτως πολιτικής συγκυρίας.
Στη σημερινή πραγματικότητα, η Ελλάδα καλείται να ισορροπήσει σε ένα πολιτικό σκοινί που τεντώνεται ανάμεσα στη μεγαλύτερη στρατιωτική δύναμη του πλανήτη και τη δεύτερη οικονομία του κόσμου. Με το πολιτικό τοπίο να κατακερματίζεται ολοένα και περισσότερο, θεωρείται σχεδόν αναπόφευκτο ότι η επόμενη κυβέρνηση θα είναι κυβέρνηση συνεργασίας. Το ερώτημα είναι αν θα καταφέρει να διαχειριστεί μια σύγκρουση που πολλοί χαρακτηρίζουν ως μια από τις πρώτες εμφανείς αναμετρήσεις του νέου Ψυχρού Πολέμου.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
AgoraEU: Δισεκατομμύρια για «αξίες» και πολιτιστική ατζέντα των Βρυξελλών