Η προϊστορία της “μετανάστευσης” των εποίκων στην Ελλάδα
Στα χρόνια της κρίσης, η ελληνική κοινωνία βίωσε λέξεις και έννοιες που παλαιότερα φάνταζαν αδιανόητες, όπως μνημόνιο, επιτροπεία, λιτότητα και χρέος, αλλά και φράσεις όπως η «σωστή πλευρά της Ιστορίας». Σε αυτό το κλίμα, όλο και πιο συχνά άρχισε να ακούγεται ένας όρος που πολλοί αντιμετώπισαν με σκεπτικισμό και απόρριψη, χαρακτηρίζοντάς τον ως «θεωρία συνωμοσίας»: το λεγόμενο «Σχέδιο Καλλέργη». Με το πέρασμα του χρόνου, καθώς οι εικόνες των ελληνικών πόλεων αλλάζουν ραγδαία, οι απογραφές δείχνουν μείωση του εγχώριου πληθυσμού και οι πολιτικές αποφάσεις φαίνεται να ευνοούν κυρίως τους νεοεισερχόμενους παρά τους γηγενείς, η ερώτηση γίνεται ολοένα και πιο πιεστική: πρόκειται για ένα μύθο ή για μια δυστοπική πραγματικότητα;
Η απαρχή της ιστορίας εντοπίζεται στον Ρίχαρντ φον Κούντενχοβ-Καλλέργη, έναν Αυστριακό διανοούμενο του 20ού αιώνα που θεωρήθηκε θεωρητικός της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στο έργο του «Πρακτικός Ιδεαλισμός», που εκδόθηκε το 1925, πρόβαλε το όραμα ενός νέου ανθρώπου, ενός μίγματος φυλών με ευρωπαϊκά, ασιατικά και αφρικανικά χαρακτηριστικά, ένας «άνθρωπος του μέλλοντος» χωρίς σαφείς εθνικές ή θρησκευτικές ρίζες. Για τους υποστηρικτές του ήταν μια ανθρωπιστική ιδέα ενότητας, ενώ για τους επικριτές του αποτέλεσε την πρώτη ανοιχτή διατύπωση ενός σχεδίου πληθυσμιακής αντικατάστασης. Η σύνδεσή του με τη διαδικασία ευρωπαϊκής ενοποίησης και η τιμητική αναγνώρισή του ως «πατέρα της Ευρώπης» ενισχύουν την κριτική ότι προωθήθηκε η κατάργηση των εθνικών διαφορών και η υπέρβαση των παραδοσιακών ταυτοτήτων. Το Ευρωπαϊκό Βραβείο Καλλέργη, που απονέμεται ακόμη σε ηγέτες που προωθούν την ενοποίηση της Ευρώπης, επιβεβαιώνει ότι το όραμα αυτό συνεχίζει να αναγνωρίζεται θεσμικά.
Αν το «Σχέδιο Καλλέργη» είχε παραμείνει σκέτο βιβλικό εγχείρημα, ίσως να ήταν ξεχασμένο. Ωστόσο, οι εξελίξεις μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο δείχνουν μια σταθερή τάση προς την αποδυνάμωση της εθνικής ταυτότητας, την προώθηση της πολυπολιτισμικότητας και την ποινικοποίηση του πατριωτισμού. Από τη δεκαετία του 1950 μέχρι το 1970, οι πολιτικές της Ευρωπαϊκής Ένωσης αντιμετώπισαν το έθνος-κράτος ως κάτι παρωχημένο, με το όραμα ενός νέου ευρωπαϊκού πολίτη να αποκτά θεσμική βάση. Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών μιλά ανοιχτά για «παγκόσμια διακυβέρνηση», το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ για το «Great Reset» και η ΕΕ για έναν «νέο ευρωπαϊκό πολίτη». Ταυτόχρονα, τα μεταναστευτικά κύματα αυξάνονται, με τις συγκρούσεις στη Μέση Ανατολή, τη φτώχεια στην Αφρική και τη δράση δικτύων ΜΚΟ να δημιουργούν μια κατάσταση που μοιάζει περισσότερο με οργανωμένη εισβολή παρά με φυσική μετανάστευση. Η γήρανση και η μείωση του ευρωπαϊκού πληθυσμού, η αύξηση μουσουλμανικών κοινοτήτων και η διεθνής πολιτική ανοχής στα σύνορα δημιουργούν μια κατάσταση επείγουσα και μετασχηματιστική.
Η ελληνική πραγματικότητα ακολουθεί αυτή την τάση με χαρακτηριστικό τρόπο. Από τα νησιά του Ανατολικού Αιγαίου μέχρι τις μεγάλες πόλεις, οι συνεχείς ροές παράνομων μεταναστών δημιουργούν μια εικόνα οργανωμένης εισόδου νεαρών ανδρών, πολλοί εκ των οποίων είναι έτοιμοι να πληρώσουν για τη μετακίνησή τους μέσω λαθροδιακινητών. Επιλέγουν να σκίζουν τα έγγραφα ταυτοποίησης, εμφανίζοντας τον εαυτό τους ως ανεπιθύμητη «ανώνυμη απειλή», απαιτώντας κι όχι ζητώντας, όχι ευγνωμονώντας αλλά προκαλώντας. Εν τω μεταξύ, οι Έλληνες πολίτες ζουν υπό το βάρος της οικονομικής κρίσης, της ακρίβειας, και των στρεσογόνων συνθηκών, ενώ οι νεοφερμένοι φιλοξενούνται σε δομές με θέρμανση, πρόσβαση στο διαδίκτυο και πλήρη διατροφή, ενώ απολαμβάνουν προτεραιότητα στην υγειονομική περίθαλψη, την ώρα που οι γηγενείς περιμένουν ή αμελούνται. Αυτό δημιουργεί την εντύπωση μιας δημοκρατίας που είναι ελεγχόμενα φιλάνθρωπη προς τον «κατακτητή» και άδικη προς τους γηγενείς.
Κάθε αντίδραση έναντι αυτής της κατάστασης χαρακτηρίζεται ως ρατσιστική, ενώ οι φωνές που υπερασπίζονται την πατρίδα, την παράδοση και τη θρησκεία στιγματίζονται ως ακροδεξιές και περιθωριακές. Τα μέσα ενημέρωσης συχνά γελοιοποιούν τις ανησυχίες για πληθυσμιακή αντικατάσταση. Οι νομικές ρυθμίσεις περί συμβίωσης, τα νομοθετήματα που αφορούν στα φύλα, η προβολή της πολυπολιτισμικότητας και η δαιμονοποίηση της ελληνικότητας δημιουργούν σταδιακά ένα νέο αφήγημα, που προωθεί την ιδέα ότι το παλιό πρέπει να εκλείψει για να αναδυθεί το καινούργιο. Ωστόσο, το νέο αυτό προδιαγράφει μια δυστοπική κοινωνία, μιας επόμενης γενιάς χωρίς κοινωνικούς δεσμούς, χωρίς ρίζες και ιστορία, με έναν άμορφο, εύκολα χειραγωγήσιμο πληθυσμό, χωρίς φλόγα αντίστασης.
Αναρωτιέται κανείς αν αυτές οι εξελίξεις είναι τυχαίες. Είναι παράλογο που κάθε ευρωπαϊκή χώρα υφίσταται ανεξέλεγκτα μεταναστευτικά κύματα; Είναι συμπτωματικό ότι η εθνική ταυτότητα υπονομεύεται μέσω του εκπαιδευτικού συστήματος, της τέχνης και της πολιτικής ορθότητας; Είναι αθώο που διεθνείς οργανισμοί όπως το Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, ο ΟΗΕ και η ΕΕ μιλούν ανοικτά για έναν «νέο άνθρωπο» χωρίς αρχές, χωρίς χώρα, χωρίς ταυτότητα; Αν και ίσως να μην υπάρχει επίσημο, κωδικοποιημένο έγγραφο που να φέρει τον τίτλο «Σχέδιο Καλλέργη», η πραγματικότητα που βιώνουμε φανερώνει ότι το αποτέλεσμα έχει ήδη επιτευχθεί.
Η Ελλάδα αλλάζει με ρυθμούς που προκαλούν ανησυχία. Οι νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα, ενώ οι παράνομοι εισέρχονται κατά κύματα και λαμβάνουν την πολιτική στήριξη με ιθαγένειες, παροχές και στέγαση. Οι ΜΚΟ χρηματοδοτούνται αδιάκοπα, ενώ το έθνος αλλοιώνεται από το εσωτερικό, σε μια νέα μορφή κατοχής χωρίς όπλα, αλλά με κουτιά γευμάτων και πλαστά έγγραφα ΟΗΕ. Η μάχη πλέον είναι ζήτημα επιβίωσης και κάθε σιωπή ισοδυναμεί με συνενοχή. Όποιος τολμά να μιλήσει υπερασπίζεται την ιστορία, την παράδοση, την πίστη και την ταυτότητα. Η φράση «Η Ελλάδα ανήκει στους Έλληνες» δεν είναι απλώς ένα σύνθημα του παρελθόντος, αλλά ένα αναγκαίο μήνυμα στο κατώφλι της εξαφάνισης.
Αν οι κυβερνήσεις επιθυμούσαν πραγματικά να προστατεύσουν το έθνος, θα ενίσχυαν τους γηγενείς με οικονομικά κίνητρα, φοροελαφρύνσεις και προγράμματα στήριξης πολύτεκνων οικογενειών. Θα παρείχαν στέγη και απασχόληση στους Έλληνες νέους και όχι στους παράνομους μετανάστες. Αντί αυτού, εκτελούν εντολές από ανώτερα κέντρα εξουσίας, υπηρετώντας το όραμα ενός κόσμου χωρίς έθνη, χωρίς ιστορία και χωρίς φωνή. Παρά το ότι το «Σχέδιο Καλλέργη» ίσως να μην είναι καταγεγραμμένο σε επίσημα αρχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, έχει γίνει ήδη πραγματικότητα στις πόλεις, στα σχολεία και στις γειτονιές μας. Είναι η καθημερινή εμπειρία της πληθυσμιακής αντικατάστασης, της πολιτισμικής αλλοίωσης και της πολιτικής σιωπής. Και απέναντι σε αυτή τη δυστοπία, η αδράνεια δεν αποτελεί επιλογή, γιατί, όπως λέει το γνωστό ρητό: «Για να καταστρέψεις έναν λαό, δεν χρειάζεται να τον πολεμήσεις. Αρκεί να τον κάνεις να ντρέπεται για την ιστορία του». Η δική μας ιστορία δεν είναι για ντροπή, αλλά για υπερηφάνεια, και η υπεράσπισή της αποτελεί καθήκον όλων.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»