Το αδιανόητο έχει ήδη συμβεί: Oι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζονται πια όχι ως σύμμαχος, αλλά ως ανταγωνιστής της Ευρώπης. Η στρατηγική εθνικής ασφάλειας της κυβέρνησης Τραμπ, με τη ρητή στόχευση να καλλιεργηθεί «αντίσταση απέναντι στην τρέχουσα πορεία της Ευρώπης» μέσα στα ίδια τα ευρωπαϊκά έθνη, θα έπρεπε να κόψει κάθε δισταγμό και κάθε αυταπάτη στις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες. Η Ουάσιγκτον δηλώνει πλέον ανοιχτά πολιτική παρέμβασης στο εσωτερικό της ηπείρου.
Κι όμως, μέσα στην απειλή υπάρχει και το δώρο της διαύγειας: H Ευρώπη είτε θα σηκωθεί όρθια είτε θα συρρικνωθεί μέχρι αφανισμού. Και έχει, αντικειμενικά, χαρτιά. Όπως υπογραμμίζεται σε ανάλυση που αποδίδεται στον αρθρογράφο του Guardian, Johnny Ryan, το αμερικανικό στοίχημα στην τεχνητή νοημοσύνη έχει γιγαντωθεί τόσο, ώστε η οικονομική ισορροπία και η πολιτική επιβίωση του κινήματος Maga να είναι δεμένες με μια εύθραυστη «φούσκα». Οι επενδύσεις στην ΑΙ και στα κέντρα δεδομένων παρουσιάζονται ως νέος βασικός κινητήρας ανάπτυξης στις ΗΠΑ, φτάνοντας –σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της ίδιας ανάλυσης– να εξηγούν σχεδόν το σύνολο της αύξησης του ΑΕΠ στο πρώτο εξάμηνο, ενώ χωρίς αυτές η ανάπτυξη θα ήταν οριακή. Με άλλα λόγια, πίσω από τη ρητορική ισχύος, η οικονομική βάση του Τραμπ περιγράφεται ως τεντωμένο σχοινί.
Το ίδιο εύθραυστη εμφανίζεται και η πολιτική του συμμαχία. Ο Τραμπ, όπως σημειώνεται, δεν κατάφερε –ούτε τον Ιούλιο ούτε ξανά μέσα στον τρέχοντα μήνα– να επιβάλει στους Ρεπουμπλικανούς γερουσιαστές ένα μορατόριουμ στην τεχνητή νοημοσύνη που θα «έδενε» τις Πολιτείες, στερώντας τους το δικαίωμα να θεσπίζουν δικούς τους κανόνες. Η πτέρυγα του Στιβ Μπάνον στο Maga φοβάται μαζική εκτόπιση εργαζομένων από την ΑΙ και δείχνει ιδιαίτερη ανησυχία για το ψηφιακό περιεχόμενο στο οποίο εκτίθενται παιδιά. Την ίδια στιγμή, οι ψηφοφόροι του Maga αντιμετωπίζουν με καχυποψία τη συγκέντρωση ισχύος στις μεγάλες τεχνολογικές εταιρείες. Η τεχνολογία, αντί να είναι πεδίο άνετης κυριαρχίας, μετατρέπεται σε πολιτική νάρκη για τον Τραμπ.
Εδώ ακριβώς μπαίνουν τα δύο «χαρτιά» που, κατά την ίδια προσέγγιση, θα μπορούσαν να τινάξουν στον αέρα τη φούσκα. Το πρώτο είναι βαρύ και σκληρό: Η ASML, η ολλανδική εταιρεία που κατέχει κομβική θέση στις μηχανές λιθογραφίας για την παραγωγή μικροτσίπ, αποτελεί κρίσιμο κρίκο στην αλυσίδα που τροφοδοτεί τον κόσμο της ΑΙ. Τα υπερσύγχρονα εργαλεία της θεωρούνται απαραίτητα για την παραγωγή προηγμένων τσιπ, τα οποία βρίσκονται στην καρδιά του επιχειρηματικού μοντέλου κολοσσών όπως η Nvidia. Αν η Ευρώπη επιβραδύνει ή περιορίσει, μέσω αυστηρών ελέγχων εξαγωγών, τη ροή τέτοιων τεχνολογιών προς τις ΗΠΑ ή προς την Ταϊβάν όπου κατασκευάζονται τα πιο προηγμένα τσιπ, τότε η αμερικανική «έκρηξη» σε ΑΙ και data centers κινδυνεύει να χτυπήσει σε τοίχο. Είναι ένα εργαλείο δύσκολο και πολιτικά δαπανηρό, με κόστος και για ευρωπαϊκές οικονομίες και επενδυτές, αλλά δυνητικά πολλαπλάσια επώδυνο για την αμερικανική πλευρά.

Το δεύτερο εργαλείο είναι πιο «καθαρό» και πολύ ευκολότερο να ενεργοποιηθεί: η αυστηρή εφαρμογή των –επί χρόνια χαλαρά επιτηρούμενων– κανόνων δεδομένων της ΕΕ στις μεγάλες αμερικανικές πλατφόρμες. Στο επιχείρημα αυτό αξιοποιούνται στοιχεία που έχουν προκύψει από δικαστικές διαδικασίες στις ΗΠΑ και τα οποία, όπως αναφέρεται, φωτίζουν πόσο ευάλωτες είναι εταιρείες όπως η Google και η Meta όταν καλούνται να εξηγήσουν ποιος βλέπει τι, για ποιον σκοπό και με ποια εσωτερική λογική. Η ανεξέλεγκτη ή αδιαφανής διαχείριση δεδομένων είναι, σύμφωνα με την ίδια οπτική, ο μηχανισμός που επιτρέπει στα μοντέλα τεχνητής νοημοσύνης να «τρέφονται» με τεράστιους όγκους πληροφοριών. Στην Ευρώπη, όμως, η υποχρέωση τεκμηρίωσης, περιορισμού και ελέγχου της χρήσης προσωπικών δεδομένων είναι κανόνας. Αν οι Βρυξέλλες πιέσουν πραγματικά την Ιρλανδία, η οποία παρουσιάζεται ως «χαλαρός κρίκος» επιβολής, οι συνέπειες θα ξεχυθούν σε όλη την τεχνολογική αυτοκρατορία των πλατφορμών.

Κι αν αυτό συνέβαινε, το σοκ θα ήταν διπλό: οι εταιρείες θα αναγκάζονταν να ξαναχτίσουν κρίσιμες υποδομές συμμόρφωσης, ενώ θα έπρεπε να πουν στους επενδυτές ότι τα εργαλεία ΑΙ τους μπλοκάρονται από μια από τις πιο πολύτιμες αγορές του πλανήτη, μέχρι να ευθυγραμμιστούν. Μια φούσκα που στηρίζεται σε προσδοκίες εκθετικής ανάπτυξης δύσκολα αντέχει τέτοιου τύπου ταυτόχρονη πίεση.
Η πολιτική μετάφραση είναι εξίσου καθαρή: οι ψηφοφόροι του Maga δεν ψήφισαν για να δουν τις ελευθερίες τους να συρρικνώνονται ούτε για να πληρώσουν το κόστος μιας στενής σχέσης της εξουσίας με μια βιομηχανία που αντιμετωπίζεται ως απεχθής ή απειλητική. Ένας ολοένα πιο αυταρχικός Τραμπ, χωρίς οικονομική σταθερότητα, μπορεί να βρεθεί αντιμέτωπος με σοβαρή φθορά στις ενδιάμεσες εκλογές του 2026.
Γι’ αυτό, υποστηρίζεται ότι η ευρωπαϊκή «υποχωρητικότητα» του τελευταίου χρόνου δεν είναι απλώς άστοχη· είναι αυτοκαταστροφική. Ακόμη και οι ήπιες κινήσεις δεν κατευνάζουν. Η έντονη αντίδραση κύκλων του Maga στο σχετικά μικρό πρόστιμο που επιβλήθηκε πρόσφατα στην X παρουσιάζεται ως απόδειξη ότι το πρόβλημα δεν λύνεται με χαμηλούς τόνους. Και το «σχέδιο 28 σημείων» για την Ουκρανία, όπως χαρακτηρίζεται, θεωρείται ότι έσπασε την ψευδαίσθηση πως οι ευρωπαϊκές παραχωρήσεις θα εξασφάλιζαν επιστροφή της αμερικανικής στρατιωτικής δέσμευσης.
Με τη δημοκρατία της να αντιμετωπίζει ρητή απειλή, η Ευρώπη καλείται –σε αυτή την ανάγνωση– να σταθεί μαζί με δυνάμεις όπως η Ινδία, η Βραζιλία και η Κίνα απέναντι σε έναν Τραμπ που δοκιμάζει όρια. Ως παράδειγμα προβάλλεται ο Λουίζ Ινάσιου Λούλα ντα Σίλβα, ο οποίος, απέναντι σε εκφοβισμούς, απάντησε με δημόσια διακήρυξη ότι κυριαρχία και δημοκρατία δεν διαπραγματεύονται, προχώρησε σε αντίμετρα στους δασμούς και ψήφισε κανόνες που υποχρεώνουν τις πλατφόρμες να προστατεύουν τα παιδιά από ψηφιακές βλάβες. Η εικόνα που δίνεται είναι πως, όταν δεν υποχωρείς, ο Τραμπ αναγκάζεται να αλλάξει τόνο.
Ο ίδιος, λέγεται, έχει ήδη χαρακτηρίσει τους Ευρωπαίους ηγέτες «αδύναμους», πεπεισμένος ότι δεν θα υπερασπιστούν τις ελευθερίες και τη δημοκρατία της ηπείρου. Μέχρι στιγμής, η ευρωπαϊκή στάση φαίνεται να επιβεβαιώνει την περιφρόνησή του. Αυτό που –πάντα σε αυτή την οπτική– δεν έχει πλήρως συνειδητοποιήσει είναι ότι η Ευρώπη, και ειδικά η ηγεσία της Κομισιόν, κρατά μοχλούς που αγγίζουν τον πυρήνα της αμερικανικής οικονομίας και άρα την ίδια την προεδρία του. Αν χτυπήσει εκεί που πονά, η μάχη μπορεί να γείρει. Το ερώτημα δεν είναι πια αν υπάρχουν εργαλεία. Είναι αν υπάρχει θάρρος να χρησιμοποιηθούν.