Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

12 Μαΐου 2025

«Ήρωες στα λόγια, εξουθενωμένοι στην πράξη – Η αθέατη καθημερινότητα των νοσηλευτών του ΕΣΥ»

Η 12η Μαΐου, Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτή, δεν είναι απλώς μια συμβολική επέτειος για να αναγνωρίσουμε τον ρόλο των νοσηλευτών στο σύστημα υγείας. Είναι κυρίως μια ημέρα που φωτίζει με ένταση τις χρόνιες παθογένειες που τους ταλαιπωρούν, τις συνθήκες εξουθένωσης που βιώνουν και την αδιάφορη στάση της Πολιτείας απέναντι στα δίκαια αιτήματά τους. Κάθε Μάιο, η επίσημη ρητορική γεμίζει από λόγια θαυμασμού για το έργο τους, όμως η πραγματικότητα στους διαδρόμους των δημόσιων νοσοκομείων αποκαλύπτει μια άλλη εικόνα: έναν επαγγελματικό κλάδο που, ενώ χειροκροτήθηκε ως “ήρωες” την περίοδο της πανδημίας, σήμερα νιώθει εγκαταλελειμμένος και καταρρακωμένος.

Σύμφωνα με την Πανελλήνια Ομοσπονδία Εργαζομένων στα Δημόσια Νοσοκομεία (ΠΟΕΔΗΝ), οι νοσηλευτές του ΕΣΥ βρίσκονται διαρκώς αντιμέτωποι με εξαντλητικά ωράρια, ψυχολογική πίεση, σωματική καταπόνηση και μισθούς που δεν ανταποκρίνονται ούτε στο ελάχιστο στη φύση και το βάρος του επαγγέλματός τους. «Ήρωες στα λόγια, χαμάληδες στην πράξη», λένε οι ίδιοι, καταγγέλλοντας ότι η ηρωοποίησή τους περιορίστηκε σε παλαμάκια από τα μπαλκόνια, χωρίς καμία έμπρακτη ανταμοιβή ή ουσιαστική βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους. Τα στοιχεία που παραθέτει ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος, είναι αποκαλυπτικά και σοκαριστικά: 3.000 υγειονομικοί –στην πλειονότητά τους νοσηλευτές– διαθέτουν πιστοποιητικά αναπηρίας άνω του 67% λόγω επαγγελματικής φθοράς. Σχεδόν όλοι όσοι έχουν πάνω από 25 χρόνια υπηρεσίας υποφέρουν από σοβαρά μυοσκελετικά προβλήματα. Δεκάδες νοσηλευτές έχασαν τη ζωή τους από COVID-19, ενώ πολλοί άλλοι χρειάστηκε να νοσηλευτούν σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας.

Πίσω από τα ιατρικά πρωτόκολλα και τα στατιστικά στοιχεία, υπάρχει ένας στρατός ανθρώπων που καθημερινά σηκώνει στις πλάτες του το βάρος ενός υποστελεχωμένου και πιεσμένου συστήματος υγείας, χωρίς την αναγνώριση και την προστασία που τους αξίζει. Κι όσο η Πολιτεία συνεχίζει να τους αγνοεί, η Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτή θα θυμίζει λιγότερο γιορτή και περισσότερο κραυγή αγωνίας.

Οι νοσηλευτές του Εθνικού Συστήματος Υγείας δεν υψώνουν τη φωνή τους μόνο για τις εξοντωτικές βάρδιες και τις αφόρητες συνθήκες μέσα στα νοσοκομεία. Καθημερινά παλεύουν με πέντε βαθιές και χρόνιες “πληγές” που ροκανίζουν την αξιοπρέπειά τους και απαξιώνουν τον κρίσιμο ρόλο τους στην παροχή φροντίδας. Πρόκειται για ζητήματα που δεν αφορούν μόνο εργασιακά δικαιώματα, αλλά και την ηθική και θεσμική αναγνώριση ενός επαγγέλματος που αποδεδειγμένα στηρίζει την κοινωνία σε κάθε κρίση.

Πρώτη και βασική πληγή είναι οι αμοιβές τους, που παραμένουν σε εξευτελιστικά επίπεδα. Ένας νοσηλευτής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης το 2025 αμείβεται με μόλις 836 ευρώ, ενώ οι βοηθοί νοσηλευτών και τραυματιοφορείς λαμβάνουν ακόμα λιγότερα. Οι μισθοί αυτοί δεν ανταποκρίνονται ούτε στην ευθύνη του ρόλου τους, ούτε στις σωματικές και ψυχολογικές απαιτήσεις της δουλειάς τους. Οι συγκρίσεις με ανειδίκευτους εργάτες είναι αναπόφευκτες και καταθλιπτικές, ειδικά αν ληφθεί υπόψη πως δεν καταβάλλονται ούτε τα καθιερωμένα δώρα και επιδόματα, όπως συμβαίνει σε άλλους δημόσιους υπαλλήλους.

Δεύτερη πληγή είναι οι νυχτερινές και αργίες, όπου η επιπλέον αμοιβή για τα πιο δύσκολα και επιβαρυντικά ωράρια δεν ξεπερνά τα 100 με 150 ευρώ τον μήνα. Τα ποσά αυτά κρίνονται προσβλητικά, όταν σε άλλες χώρες της Ευρώπης ένας νοσηλευτής μπορεί να τα κερδίσει μέσα σε μία και μόνο αργία. Αυτή η αναντιστοιχία δείχνει την υποτίμηση της εργασίας τους και το έλλειμμα αναγνώρισης στην πράξη.

Η τρίτη πληγή αφορά την άρνηση του κράτους να εντάξει το νοσηλευτικό επάγγελμα στα Βαρέα και Ανθυγιεινά. Παρότι η πανδημία απέδειξε με τον πιο σκληρό τρόπο την επικινδυνότητα και τις σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία τους, η Πολιτεία συνεχίζει να αγνοεί το αίτημα για ουσιαστική ασφαλιστική κάλυψη. Σαν να μην έφτανε αυτό, υπάρχουν περιπτώσεις όπου δύο νοσηλευτές κάνουν την ίδια δουλειά, στον ίδιο χώρο, αλλά έχουν διαφορετικά ασφαλιστικά δικαιώματα – ένα χάος αδικίας που γεννήθηκε από παλιές ασφαλιστικές ρυθμίσεις και δεν έχει διορθωθεί ποτέ.

Η τέταρτη πληγή είναι οι συμβάσεις. Χιλιάδες συμβασιούχοι νοσηλευτές που στήριξαν την πρώτη γραμμή του ΕΣΥ στην πανδημία, ακόμα ζουν με την αγωνία της επόμενης ανανέωσης. Οι δεσμεύσεις για μονιμοποίησή τους δεν τηρήθηκαν, και έτσι βρίσκονται εγκλωβισμένοι σε ένα διαρκές καθεστώς αβεβαιότητας, χωρίς σταθερότητα, χωρίς προοπτική, χωρίς μέλλον.

Τέλος, υπάρχει και το πιο σκληρό και τραγικό ζήτημα: η άρνηση της Πολιτείας να αναγνωρίσει επίσημα τον θάνατο ή τη βαριά αναπηρία ενός νοσηλευτή ως εργατικό ατύχημα. Όταν ένας άνθρωπος πεθαίνει στο καθήκον, η οικογένειά του μένει χωρίς καμία στήριξη – χωρίς αποζημίωση, χωρίς αναγνώριση, χωρίς καν μια επίσημη πράξη τιμής. Σε άλλους τομείς του Δημοσίου αυτό θεωρείται αυτονόητο. Στον χώρο της υγείας, όμως, φαίνεται να θεωρείται περιττό.

Οι νοσηλευτές δεν ζητούν φιλανθρωπία. Ζητούν σεβασμό, ίση μεταχείριση, και αξιοπρεπείς όρους για να συνεχίσουν να επιτελούν το έργο τους – αυτό που κρατά όρθιο το ΕΣΥ, όταν όλα γύρω του καταρρέουν.

Με μία ανακοίνωση-«κόλαφο», η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Νοσηλευτική Ομοσπονδία του ΕΣΥ (ΠΑΣΥΝΟ) αποτυπώνει την πικρή αλήθεια που βιώνουν καθημερινά οι νοσηλευτές στα δημόσια νοσοκομεία: παρά τις κυβερνητικές εξαγγελίες και τα φώτα της δημοσιότητας που στράφηκαν πάνω τους στη διάρκεια της πανδημίας, εξακολουθούν να αντιμετωπίζονται ως εργαζόμενοι δεύτερης ταχύτητας. Οι ίδιοι κάνουν λόγο για συστηματική κοροϊδία και ζητούν μετ’ επιτάσεως την αποκατάσταση αδικιών που χρονίζουν εδώ και δεκαετίες.

Στο επίκεντρο των αιτημάτων βρίσκεται η επαναφορά των μισθών στα επίπεδα προ του 2012, όταν οι αλλεπάλληλες περικοπές μετέτρεψαν το επάγγελμα σε οικονομικό αδιέξοδο. Παράλληλα, επιμένουν στην ένταξη του κλάδου στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, αίτημα που παραμένει στα χαρτιά ακόμα και μετά την πανδημία, παρά τις αποδεδειγμένες συνέπειες στην υγεία και την ψυχική αντοχή των εργαζομένων.

Απαιτούν επίσης τη θεσμική αναγνώριση της νοσηλευτικής ως επιστημονικής και αυτόνομης ειδικότητας, με διακριτό ρόλο και λόγο στη χάραξη της πολιτικής υγείας. Όπως τονίζουν, η Πολιτεία τους έχει καθηλώσει σε ένα ρόλο «πολύ-εργαλείου» — χρησιμοποιούνται παντού, από διοικητικά καθήκοντα μέχρι καθαριότητες, χωρίς εξειδίκευση, χωρίς υποδομές και χωρίς λόγο στις κρίσιμες αποφάσεις που επηρεάζουν το ίδιο τους το επάγγελμα.

«Η Πολιτεία, τα τελευταία 20 χρόνια, έδειξε ελάχιστο ενδιαφέρον για την εξέλιξη των Νοσηλευτών», σημειώνουν με νόημα, καταγγέλλοντας την απόλυτη απουσία σχεδιασμού και μέριμνας για την επαγγελματική και επιστημονική αναβάθμιση του κλάδου. Σε έναν χώρο όπου οι ανάγκες πολλαπλασιάζονται και τα νοσοκομεία λειτουργούν στα όρια της κατάρρευσης, οι νοσηλευτές καλούνται να τα βγάλουν πέρα χωρίς επαρκές προσωπικό, χωρίς μέσα και χωρίς προοπτική.

Η κραυγή τους δεν ζητά χάρη, αλλά δικαιοσύνη. Ένα σύστημα υγείας πρώτης ανάγκης δεν μπορεί να στηρίζεται σε επαγγελματίες δεύτερης κατηγορίας.

Η Παγκόσμια Ημέρα Νοσηλευτή, κάθε 12η Μαΐου, δεν αποτελεί για τους εργαζόμενους στο ΕΣΥ αφορμή για γιορτή αλλά μια επίμονη υπενθύμιση της εγκατάλειψης που βιώνουν. Πίσω από τα λόγια τιμής και τα περασμένα χειροκροτήματα, η πραγματικότητα παραμένει ζοφερή: χαμηλοί μισθοί, εξαντλητικές συνθήκες, θεσμική απαξίωση και μια Πολιτεία που παρακολουθεί αμέτοχη την επαγγελματική τους φθορά. Με κοινή φωνή, οι νοσηλευτές ζητούν όχι προνόμια, αλλά τα αυτονόητα: δικαιοσύνη, αξιοπρέπεια, αναγνώριση.

Η Πανελλήνια Συνδικαλιστική Νοσηλευτική Ομοσπονδία (ΠΑΣΥΝΟ) καταγγέλλει την ψευδεπίγραφη αναγνώριση που λαμβάνουν. Ζητούν την επαναφορά των μισθών στα επίπεδα προ του 2012, ένταξη στα Βαρέα και Ανθυγιεινά, αναγνώριση της νοσηλευτικής ως επιστημονικής ειδικότητας και συμμετοχή στις αποφάσεις που καθορίζουν τη λειτουργία των υγειονομικών φορέων. Η σημερινή εικόνα, όπως λένε, είναι αυτή επαγγελματιών «β’ κατηγορίας» που χρησιμοποιούνται ως «πολύ-εργαλεία» σε ένα αποδιοργανωμένο και υποστελεχωμένο σύστημα.

Σύμφωνα με την Πανελλήνια Συνομοσπονδία Νοσηλευτών, η αναλογία νοσηλευτών προς ασθενείς στη χώρα μας αγγίζει το 1 προς 15 — μια αναλογία επικίνδυνη για την ασφάλεια και την ποιότητα φροντίδας, όταν ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας θέτει ως ασφαλές όριο το 1 προς 4. Μέσα σε αυτό το περιβάλλον, η επαγγελματική εξουθένωση (burnout) είναι η καθημερινή κατάσταση των νοσηλευτών, αποτέλεσμα της έλλειψης προσωπικού, της διαρκούς υπερεργασίας και της ηθικής αποδόμησης του έργου τους.

Παρά τις απαιτήσεις του επαγγέλματός τους —επιστημονική τεκμηρίωση, δεοντολογία, ηθική ευθύνη— η θεσμική στήριξη απουσιάζει. Οι νοσηλευτές λειτουργούν χωρίς εργαλεία, χωρίς φωνή και χωρίς προοπτική. Και το τίμημα είναι βαρύ, όχι μόνο για τους ίδιους αλλά για ολόκληρο το Εθνικό Σύστημα Υγείας, που αποδυναμώνεται καθημερινά.

Ο πρόεδρος της ΠΟΕΔΗΝ, Μιχάλης Γιαννάκος, το συνοψίζει καθαρά: «Αντί για γιορτή, η 12η Μαΐου μοιάζει με υπενθύμιση μιας συστηματικής εγκατάλειψης. Χρειαζόμαστε χέρια επειγόντως. Όσο οι πέντε πληγές παραμένουν ανοιχτές, το ΕΣΥ θα συνεχίσει να χάνει τα πιο απαραίτητα χέρια του — αυτά που κρατούν το σύστημα υγείας όρθιο». Οι νοσηλευτές δεν ζητούν πια άλλο χειροκρότημα. Ζητούν όσα δικαιούνται: αξιοπρέπεια, θεσμική κατοχύρωση, έμπρακτη στήριξη. Ζητούν να πάψει η αδιαφορία και να ξεκινήσει η ουσιαστική πολιτική βούληση.