Μεγάλο αριθμό καταγγελιών, που ολοένα και συσσωρεύονται το τελευταίο διάστημα και αφορούν την επιβολή υπέρογκων προστίμων από τον ΔΕΔΔΗΕ για υποτιθέμενες περιπτώσεις ρευματοκλοπής ή για πρόστιμα που επιβάλλονται χωρίς η διαδικασία να είναι απολύτως διαφανής, όπως υποστηρίζουν οι καταγγέλλοντες, καταγράφει το νέο ινστιτούτο καταναλωτών.
Ειδικότερα, ο υπεύθυνος τύπου του νέου ΙΝΚΑ και δικηγόρος Παναγιώτης Γεωργιάδης αναφέρει ότι τα πρόστιμα που καλούνται να πληρώσουν οι καταναλωτές είναι εξαιρετικά υψηλά, καθώς ο μέσος όρος τους κυμαίνεται μεταξύ 1.500 και 5.000 ευρώ και σχεδόν ποτέ δεν είναι χαμηλότερα από 1.000 ευρώ. Τονίζει ακόμη ότι δεν υπάρχει σαφές και διαφανές πλαίσιο ως προς τον τρόπο που διενεργούνται οι έλεγχοι από τα κλιμάκια του ΔΕΔΔΗΕ στην προσπάθειά τους να εντοπίσουν περιπτώσεις ρευματοκλοπής, γεγονός που τροφοδοτεί σοβαρές υποψίες αυθαιρεσίας και λαθών εις βάρος των πολιτών.
Ο ίδιος παραδέχεται ότι ένα μικρό μέρος όσων εντοπίζονται και καλούνται να πληρώσουν πρόστιμα είναι πράγματι υπαίτιοι ρευματοκλοπής, ιδίως την περίοδο της ρήτρας αναπροσαρμογής, όταν σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά έφταναν υπέρογκοι λογαριασμοί ρεύματος και κάποιοι μπήκαν στον πειρασμό να παρέμβουν παράνομα στα ρολόγια. Θυμίζει μάλιστα ότι είχε αποκαλυφθεί ολόκληρο κύκλωμα ηλεκτρολόγων που ειδικευόταν σε τέτοιες παρανομίες. Ωστόσο, όπως υπογραμμίζει, μια πολύ μεγάλη μερίδα καταναλωτών δεν έχει προβεί σε καμία ρευματοκλοπή και εντούτοις βρίσκεται αντιμέτωπη με κατηγορίες και δυσβάσταχτα ποσά. Αναφέρει χαρακτηριστικά περιπτώσεις συνταξιούχων στους οποίους επιβλήθηκαν υπέρογκα πρόστιμα, ενώ οι ίδιοι δηλώνουν ότι δεν έχουν την παραμικρή τεχνική γνώση ούτε καν για το πώς θα μπορούσε να γίνει μια τέτοια παρέμβαση στον μετρητή.
Κατά τον εκπρόσωπο τύπου του νέου ΙΝΚΑ καταναλωτές κατηγορούνται για ρευματοκλοπή ακόμη και σε περιπτώσεις όπου δεν είναι καθόλου ξεκάθαρο ότι υπήρξε δόλια επέμβαση. Εξηγεί ότι μια απλή «στραβοκατσαβιδιά» ενός ηλεκτρολόγου κατά τη διάρκεια νόμιμης εργασίας μπορεί να προκαλέσει μικρή ζημιά στον μετρητή, η οποία στη συνέχεια ερμηνεύεται από τα συνεργεία ως ένδειξη παραβίασης, με αποτέλεσμα ο καταναλωτής να χρεώνεται ρευματοκλοπή χωρίς να έχει καμία πρόθεση ή συμμετοχή.
Πρόβλημα, σύμφωνα με τον Παναγιώτη Γεωργιάδη, αποτελεί και ο τρόπος με τον οποίο διενεργούνται και αξιοποιούνται οι εργαστηριακοί έλεγχοι των μετρητών. Τα αποτελέσματα μπορεί να εκδοθούν ακόμη και μετά από πολλούς μήνες, ενώ στο μεταξύ ο καταναλωτής παραμένει σε καθεστώς ομηρίας, χωρίς σαφή εικόνα για το τι ακριβώς του αποδίδεται. Παράλληλα, η ηλεκτρονική πλατφόρμα για την υποβολή παραπόνων και καταγγελιών χαρακτηρίζεται ως δυσλειτουργική, καθώς σε μεγάλο ποσοστό οι απαντήσεις δίνονται επίσης μετά από μήνες, αφήνοντας τους πολίτες χωρίς έγκαιρη ενημέρωση και δυνατότητα ουσιαστικής άμυνας.
Ο ίδιος καταγγέλλει ότι δεν υπάρχουν τα απαραίτητα εχέγγυα πως οι έλεγχοι γίνονται με σωστό και τυποποιημένο τρόπο και ότι κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα σε ποιο ακριβώς χρονικό διάστημα φέρεται να έγινε η ενδεχόμενη ρευματοκλοπή. Κάνει λόγο για «αδιανόητο» τρόπο υπολογισμού της κατανάλωσης, με αποτέλεσμα το πρόστιμο να προκύπτει κατά προσέγγιση, συχνά σε πολύ υψηλό επίπεδο, ακόμη και αν την επίμαχη περίοδο ο καταναλωτής ήταν για μεγάλο διάστημα εκτός σπιτιού ή είχε ελάχιστη χρήση ρεύματος.
Ως χαρακτηριστικό παράδειγμα αυθαιρεσίας αναφέρει περιπτώσεις καταναλωτών που μετέτρεψαν την παροχή ρεύματος του σπιτιού τους από μονοφασική σε τριφασική, χωρίς όμως να δηλώσουν εγκαίρως την αλλαγή, συχνά από άγνοια ή αμέλεια. Σε αυτές τις περιπτώσεις, όπως υποστηρίζει, η παράλειψη αντιμετωπίστηκε ως δόλια ρευματοκλοπή, με τους πολίτες να καλούνται να πληρώσουν υπέρογκα ποσά ως πρόστιμα, παρότι δεν είχαν επιδιώξει να κλέψουν ενέργεια.
Σε ό,τι αφορά το ύψος των προστίμων, ο εκπρόσωπος τύπου του νέου ΙΝΚΑ επαναλαμβάνει ότι ο μέσος όρος τους για υποτιθέμενες περιπτώσεις ρευματοκλοπής κινείται μεταξύ 1.500 και 5.000 ευρώ, με τη χαμηλότερη χρηματική ποινή να μην πέφτει ποτέ κάτω από τα 1.000 ευρώ. Επισημαίνει επιπλέον ότι σε αυτά τα ποσά προστίθενται περίπου 250 έως 300 ευρώ για το κόστος της διαδικασίας ελέγχου, ενώ, εφόσον κριθεί ότι ο καταναλωτής «έκλεψε» ρεύμα, αντιμετωπίζει όχι μόνο οικονομικές αλλά και ποινικές συνέπειες, καθώς η πράξη μπορεί να διωχθεί και ποινικά.
Τέλος, ο Παναγιώτης Γεωργιάδης αναφέρει ότι έχει χειριστεί υποθέσεις στις οποίες καταναλωτές, προκειμένου να αποφύγουν την άμεση διακοπή ρεύματος ή πιο βαριές συνέπειες, προχώρησαν σε διακανονισμό για την αποπληρωμή του προστίμου σε δόσεις. Παρότι κατέβαλλαν κανονικά τις δόσεις τους, μέσα σε δύο ή τρεις μήνες δέχθηκαν κλήσεις από εταιρείες διαχείρισης απαιτήσεων, οι οποίες τους ενημέρωσαν ότι το χρέος έχει μεταβιβαστεί σε αυτές και τους απείλησαν ότι, αν δεν καταβάλουν άμεσα ολόκληρο το ποσό του προστίμου, θα κινηθούν νομικά εναντίον τους. Με αυτόν τον τρόπο, όπως υποστηρίζει, οι καταναλωτές βρίσκονται διπλά εγκλωβισμένοι, τόσο από το ίδιο το ύψος των προστίμων όσο και από τις πιεστικές πρακτικές είσπραξής τους.