Αν και κανείς δεν είχε ξεχάσει τι είδους νοοτροπία κυριαρχεί στους διαδρόμους της εξουσίας, η πρόσφατη καταιγίδα γεγονότων ήρθε να το επιβεβαιώσει με εκκωφαντικό τρόπο: η λογική που διέπει το Μέγαρο Μαξίμου δεν έχει καμία σχέση με τη διαφάνεια, τον διάλογο ή τη δημοκρατική λογοδοσία. Αντίθετα, πρόκειται για μια αυταρχική, συγκεντρωτική διαχείριση της εξουσίας, που παραπέμπει σε άλλες εποχές – σε περιόδους που η φωνή της κοινωνίας φιμώνονταν και οι θεσμοί λειτουργούσαν προσχηματικά. Η κυβέρνηση δεν κυβερνά με κριτήριο τη βούληση ή τις ανάγκες του ελληνικού λαού, αλλά προχωρά βάσει ενός ολοκληρωτικού σχεδίου ελέγχου της δημόσιας ζωής, του Τύπου, των ανεξάρτητων αρχών και κάθε εστίας αντίλογου. Δεν πρόκειται για στιγμιαία παρεκτροπή, αλλά για σταθερή στρατηγική που εφαρμόζεται μεθοδικά εδώ και πολύ καιρό. Κάθε φορά που η πραγματικότητα δυσκολεύει, το σύστημα δεν κάνει βήμα πίσω· αντίθετα, σκληραίνει τη στάση του, επιβεβαιώνοντας ότι για το σημερινό Μαξίμου, η δημοκρατία είναι διαχειρίσιμη μόνο όταν είναι πλήρως ελεγχόμενη.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών δεν ήταν απλώς ένα μεμονωμένο περιστατικό, αλλά το πρώτο αποκαλυπτικό δείγμα του πώς λειτουργεί η σημερινή εξουσία. Ανέδειξε πλήρως το πλέγμα ελέγχου και συγκάλυψης που έχει στηθεί γύρω από το Μέγαρο Μαξίμου. Ό,τι κι αν συμβαίνει, ό,τι κι αν αποκαλύπτεται, η κυβερνητική ηγεσία φροντίζει να παραμένει στο απυρόβλητο, απολαμβάνοντας ένα καθεστώς ιδιότυπης ασυλίας. Οι όποιες απόπειρες διερεύνησης κατέληξαν σε φιάσκο. Η εξεταστική επιτροπή που συστάθηκε για την υπόθεση δεν μπήκε ποτέ στην ουσία, αφού απέφυγε να καλέσει κρίσιμα πρόσωπα, όπως ο πρώην γενικός γραμματέας του πρωθυπουργού, Γρηγόρης Δημητριάδης. Παράλληλα, η προαγωγή της Βίκυς Βλάχου –της εισαγγελέως της ΕΥΠ που υπέγραφε τις παρακολουθήσεις– σε αντιεισαγγελέα του Αρείου Πάγου ήταν μια προκλητική κίνηση που δεν αφήνει κανένα περιθώριο παρερμηνείας: η συγκάλυψη δεν είναι συνέπεια, είναι επιλογή. Την ίδια ώρα, παρά τις συνεχείς αποκαλύψεις και τη διολίσθηση θεσμών, το Μαξίμου συνεχίζει να εμφανίζεται ακλόνητο στις δημοσκοπήσεις, μια σταθερότητα που μοιάζει όλο και πιο κατασκευασμένη. Στηριζόμενο σε αυτή τη βιτρίνα, το κυβερνητικό επιτελείο συνεχίζει να λειτουργεί χωρίς όρια, με την αλαζονεία εκείνου που θεωρεί ότι κανείς δεν μπορεί να τον αγγίξει – ούτε τώρα, ούτε ποτέ.
Η πρόσφατη τροπολογία που επιτρέπει τη συμμετοχή συγγενών πολιτικών προσώπων σε offshore εταιρίες αποτελεί το πιο κραυγαλέο παράδειγμα της κυβερνητικής περιφρόνησης απέναντι σε κάθε έννοια λογοδοσίας. Μέσα σε μια νύχτα, χωρίς διάλογο, χωρίς συναίνεση και με αλαζονεία εξουσίας, η κυβέρνηση πέρασε διάταξη που δίνει το δικαίωμα σε συζύγους, παιδιά και γονείς πολιτικών να ιδρύουν και να διοικούν εταιρίες στο εξωτερικό. Πρόκειται για μια επιλογή που γυρίζει τη χώρα δεκαετίες πίσω και βάζει την υποψία της διαπλοκής στο κέντρο της πολιτικής ζωής. Αντί να θεσπιστεί ένα σαφές, αυστηρό πλαίσιο ελέγχου, η ρύθμιση αφήνει ανοιχτή την πόρτα για αδιαφανείς διαδρομές χρήματος και σχέσεων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, ο υπουργός Επικρατείας Γιώργος Φλωρίδης επικαλέστηκε “λόγους διαφάνειας”, υποτιμώντας απροκάλυπτα τη νοημοσύνη της κοινωνίας. Την ώρα που δεν προβλέπεται κανένας ουσιαστικός έλεγχος για τη σύνδεση αυτών των εταιριών με τρίτα σχήματα σε φορολογικούς παραδείσους, το αφήγημα περί νομιμότητας και καθαρών διαδικασιών καταρρέει πριν καν σταθεί. Αυτή η τροπολογία δεν αποτελεί απλώς θεσμική εκτροπή, αλλά ευθεία δήλωση: το καθεστώς φροντίζει για τους δικούς του, ακόμα και όταν αυτό γίνεται εις βάρος της δημοκρατικής αξιοπιστίας.
Η κυβέρνηση Μητσοτάκη πολιτεύεται με τη νοοτροπία ενός καθεστώτος που αντιλαμβάνεται την εξουσία όχι ως εντολή υπηρεσίας, αλλά ως προσωπικό της κτήμα. Λειτουργεί σαν να έχει στα χέρια της μια «λευκή επιταγή», ανεπηρέαστη από κοινωνικές αντιδράσεις, αποκομμένη από κάθε έννοια λογοδοσίας. Το Μέγαρο Μαξίμου εμφανίζει μια σταθερή, σχεδόν επιδεικτική αδιαλλαξία, που δεν περιορίζεται σε στιγμές κρίσης, αλλά ξεδιπλώνεται ως σταθερό πολιτικό χαρακτηριστικό. Η στάση αυτή αποκαλύπτει μια βαθύτερη, δομική καθεστωτική αντίληψη της διακυβέρνησης, όπου η εξουσία δεν ελέγχεται αλλά επιβάλλεται, δεν ερμηνεύει τη λαϊκή εντολή αλλά την παρακάμπτει. Όλο και συχνότερα, αυτή η νοοτροπία βγαίνει στο φως με τρόπο ωμό, επιβεβαιώνοντας πως πίσω από την πολιτική ρητορική περί σταθερότητας, κρύβεται μια κουλτούρα αυταρχισμού που δεν αναγνωρίζει ούτε όρια, ούτε αντίβαρα.
Από το σκάνδαλο των υποκλοπών ως το τραγικό δυστύχημα στα Τέμπη, η κυβέρνηση ακολουθεί με συνέπεια ένα μοτίβο διαχείρισης κρίσεων που έχει γίνει πλέον πολιτικό δόγμα: άρνηση κάθε πολιτικής ευθύνης, αντιστροφή της πραγματικότητας, φίμωση κάθε αντίθετης φωνής. Σε κάθε υπόθεση, το πρώτο μέλημα δεν είναι η διαλεύκανση ή η ανάληψη ευθύνης, αλλά ο έλεγχος της δημόσιας εικόνας, η χειραγώγηση της πληροφορίας και η εξουδετέρωση των αντιδράσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η εργαλειοποίηση του πορίσματος Καρώνη, το οποίο παρουσιάστηκε αποσπασματικά και επιλεκτικά, με τρόπο που εξυπηρετεί την κυβερνητική αφήγηση. Οι ασάφειες της έκθεσης όχι μόνο δεν αποτέλεσαν πρόβλημα, αλλά αξιοποιήθηκαν επιθετικά για δημόσιες τοποθετήσεις και επιβολή αφηγήματος. Όσοι τόλμησαν να αμφισβητήσουν την ερμηνεία αυτή, βρέθηκαν αντιμέτωποι με επιθέσεις, υπονομεύσεις και δολοφονία χαρακτήρα. Την ίδια στιγμή, άλλα πορίσματα –όπως αυτό του ΕΟΔΑΣΑΑΜ που λίγες εβδομάδες πριν προβλήθηκε από την ίδια την κυβέρνηση ως “εθνική αναφορά”– εξαφανίστηκαν χωρίς εξηγήσεις, μόλις έπαψαν να είναι πολιτικά βολικά. Το επαναλαμβανόμενο αυτό μοτίβο δεν είναι πια εξαίρεση. Είναι ο τρόπος με τον οποίο η εξουσία επιλέγει να σταθεί απέναντι στα σκάνδαλα, στους θεσμούς και, τελικά, στην ίδια την κοινωνία.
Μέσα από την τραγωδία των Τεμπών, η κυβέρνηση δεν δίστασε να αποκαλύψει το σκληρό πρόσωπο της εξουσίας που δεν υπολογίζει ούτε το Σύνταγμα, ούτε τη θεσμική τάξη, ούτε τη μνήμη των νεκρών. Η παράκαμψη της προανακριτικής διαδικασίας για τον τότε υφυπουργό Χρήστο Τριαντόπουλο, παραγνωρίζοντας ακόμα και τις συνταγματικές επιταγές, δεν είναι παρά μια μόνο απόδειξη της αδίστακτης στρατηγικής που έχει παγιωθεί. Αντί για μια ουσιαστική εξεταστική επιτροπή, στήθηκε μια διαδικασία-παρωδία, στην οποία δεν κλήθηκαν βασικοί μάρτυρες και απουσίασε προκλητικά ο πρώην υπουργός Μεταφορών Κώστας Αχ. Καραμανλής — ο πολιτικός που είχε την κύρια ευθύνη για την κατάσταση του σιδηροδρόμου.
Αντί για λογοδοσία, επιλέχθηκε η επικοινωνιακή διαχείριση. Εξαγγελίες μέτρων για τον σιδηρόδρομο έγιναν με καθυστέρηση έξι ετών από την ανάληψη της εξουσίας και σχεδόν δύο χρόνια μετά την τραγωδία, με μια επιδεικτική αποφυγή της βασικής απάντησης: γιατί όλα αυτά δεν έγιναν όταν έπρεπε, πριν χαθούν ανθρώπινες ζωές. Η εξουσία δεν ανέλαβε καμία ευθύνη — επέλεξε αντί γι’ αυτό να στήσει ένα τοπίο συγκάλυψης και σιωπής, με θεσμούς που υποβαθμίζονται, με ερωτήματα που μένουν αναπάντητα και με μια κοινωνία που υποτιμάται συστηματικά. Το Μέγαρο Μαξίμου δεν συμπεριφέρεται σαν κυβέρνηση που καλείται να υπηρετήσει το δημόσιο συμφέρον, αλλά σαν καθεστώς που ορίζει τους όρους, παρακάμπτει τους κανόνες και επιβιώνει με κάθε κόστος.

Το σκηνικό είναι γνώριμο: ένα ακόμα σκάνδαλο, ένα ακόμα στρίψιμο της πραγματικότητας, μια ακόμη επίδειξη εξουσιαστικής ασυλίας. Η υπόθεση της «Ομάδας Αλήθειας» αποκάλυψε έναν καλά οργανωμένο μηχανισμό προπαγάνδας με στενές διασυνδέσεις με την κυβέρνηση, που φέρεται να χρηματοδοτείται μέσω ιδιωτικής εταιρίας-βιτρίνας, λειτουργώντας ουσιαστικά ως άτυπο επικοινωνιακό παρακράτος και φυτώριο κομματικών στελεχών της Νέας Δημοκρατίας. Παρά τις δημόσιες καταγγελίες και τις αποκαλύψεις για τον τρόπο λειτουργίας αυτού του μηχανισμού, το Μέγαρο Μαξίμου όχι μόνο δεν τήρησε αποστάσεις, αλλά έσπευσε με επιθετικότητα να υπερασπιστεί την «Ομάδα Αλήθειας» και τους μηχανισμούς χειραγώγησης που έχει στήσει.
Με μια ακόμα αντιστροφή της πραγματικότητας, κυβερνητικά στελέχη επιχείρησαν να υποβαθμίσουν την υπόθεση, κάνοντάς την να μοιάζει με μια απλή, αθώα συναλλαγή μεταξύ ιδιωτών. Αγνόησαν συνειδητά τη θεσμική και πολιτική διάσταση του ζητήματος, την ώρα που η χώρα εμφανιζόταν ξανά στον διεθνή Τύπο για λόγους που σχετίζονται με διαφθορά, αδιαφάνεια και εκτροπή από το κράτος δικαίου. Το γεγονός ότι η κυβέρνηση επέλεξε να σταθεί πλάι σε έναν προπαγανδιστικό βραχίονα αντί να δώσει απαντήσεις, δείχνει όχι μόνο ανοχή, αλλά ενεργή συνενοχή. Η «Ομάδα Αλήθειας» δεν είναι εξαίρεση — είναι μέρος του συστήματος. Και το μήνυμα είναι σαφές: όσοι υπηρετούν την κυβερνητική γραμμή έχουν κάλυψη. Όλοι οι άλλοι, σιωπή.
Απέναντι στις διεθνείς εκθέσεις που κατατάσσουν την Ελλάδα σε θλιβερή θέση όσον αφορά την ελευθερία του Τύπου, η απάντηση της κυβέρνησης δεν ήταν ούτε διάψευση με στοιχεία ούτε αυτοκριτική, αλλά μια καταιγίδα από ανακρίβειες, υπερβολές και συκοφαντίες. Οι αρνητικές αξιολογήσεις παρουσιάστηκαν περίπου ως προϊόν συνωμοσίας ή παρανόησης, με στόχο να ακυρωθεί κάθε τεκμηριωμένη κριτική. Όμως το μεγαλύτερο σοκ δεν ήταν η αντίδραση του Μεγάρου Μαξίμου, αλλά η στάση της πλειονότητας των ελληνικών μέσων ενημέρωσης. Σχεδόν ομόφωνα, επέλεξαν να αποκρύψουν ή να υποβαθμίσουν τις επίμαχες εκθέσεις, επιβεβαιώνοντας έτσι το ίδιο το περιεχόμενό τους: ότι στην Ελλάδα η ενημέρωση ελέγχεται, καθοδηγείται και όταν χρειάζεται, φιμώνεται.
Το μιντιακό τοπίο μοιάζει όλο και περισσότερο με προέκταση του κυβερνητικού μηχανισμού. Πέρα από την απλή αναπαραγωγή της γραμμής της εξουσίας, τα φιλικά μέσα φροντίζουν συστηματικά να εξαφανίζουν κάθε πληροφορία που δεν εξυπηρετεί το αφήγημα. Σκιές λογοκρισίας, μονόπλευρης κάλυψης και συνειδητής αποσιώπησης δεν είναι πια υπόνοιες – είναι η καθημερινότητα. Η κυβέρνηση δεν χρειάζεται να φιμώνει άμεσα τους αντιφρονούντες, όταν ένα πρόθυμο μιντιακό δίκτυο αναλαμβάνει να τους εξαφανίσει από το κάδρο. Και όσο αυτή η σύμπλευση παραμένει αλώβητη, η ελευθερία του Τύπου στην Ελλάδα θα συνεχίζει να καταγράφεται στα χαμηλότερα επίπεδα, όχι επειδή «παρεξηγούνται οι δείκτες», αλλά επειδή η σιωπή έχει γίνει επίσημη πολιτική.
Στη δεύτερη τετραετία της, η κυβέρνηση δεν επιδιώκει απλώς να διατηρήσει τον έλεγχο — τον ενισχύει με ακόμα πιο αυταρχικά αντανακλαστικά και ανοιχτή περιφρόνηση προς κάθε έννοια λογοδοσίας. Η στρατηγική της βασίζεται πλέον απροκάλυπτα στη διαπίστωση ότι απέναντί της δεν έχει μια ισχυρή, ενιαία αντιπολίτευση αλλά έναν χώρο διασπασμένο, αναποτελεσματικό και σε κρίσιμες περιπτώσεις πολιτικά απονομιμοποιημένο. Με οδηγό τη λογική «στους τυφλούς βασιλεύει ο μονόφθαλμος», το Μέγαρο Μαξίμου δεν προσπαθεί καν να κρύψει τη μεθόδευση — αντίθετα, τη μετατρέπει σε εργαλείο ισχύος.
Σε αυτό το πλαίσιο, δεν επιδιώκεται απλώς η κυριαρχία επί των αντιπάλων, αλλά και η διατήρηση ενός τοπίου θεσμικής σύγχυσης και απαξίωσης. Η κρίση δεν περιορίζεται στους θεσμούς — επεκτείνεται στην κοινωνία, που παρακολουθεί την αποδυνάμωση της πολιτικής λογοδοσίας με αυξανόμενη δυσπιστία και αποστροφή. Η υποχώρηση της εμπιστοσύνης στον δημόσιο λόγο και η απομάκρυνση των πολιτών από τη συμμετοχή δεν είναι παράπλευρες απώλειες. Είναι το ζητούμενο. Μια κοινωνία παραιτημένη, ένας πολιτικός κόσμος υποβαθμισμένος και μια εξουσία χωρίς αντίβαρα: αυτό είναι το έδαφος στο οποίο επενδύει η κυβέρνηση, χτίζοντας ένα καθεστώς που κυβερνά όχι επειδή πείθει, αλλά επειδή δεν υπάρχει κάτι ικανό να το σταματήσει.
Η σταθερή προσπάθεια του πρωθυπουργού να εμφανίσει μια ειδυλλιακή εικόνα χώρας σε τροχιά ευημερίας και ανάπτυξης, ενώ η κοινωνική πραγματικότητα φωνάζει το αντίθετο, συνιστά κάτι πολύ βαθύτερο από επικοινωνιακή υπερβολή. Πρόκειται για μια συστηματική κατασκευή μιας «μαγικής εικόνας» που επιχειρεί να υποκαταστήσει τη δημόσια εμπειρία με ένα καθεστωτικά επιβαλλόμενο αφήγημα. Στο αφήγημα αυτό, οι πολίτες που εξακολουθούν να εμπιστεύονται την κυβέρνηση παρουσιάζονται ως λογικοί και καλά πληροφορημένοι, ενώ όσοι εκφράζουν αμφιβολίες ή αντιρρήσεις, βαφτίζονται περίπου ως «εχθροί του έθνους», θύματα παραπληροφόρησης ή διαδικτυακοί συνωμότες.
Αυτό το σχήμα, που διαχωρίζει την κοινωνία σε «ενάρετους υποστηρικτές» και «ύποπτους αμφισβητίες», δεν θυμίζει δημοκρατική κουλτούρα, αλλά μηχανισμούς εξουσίας που βασίζονται στον έλεγχο, την καχυποψία και τη στοχοποίηση. Η επιμονή στη φαντασιακή ευημερία, η άρνηση αναγνώρισης των κρίσεων και η απόδοση κάθε κριτικής σε σκοτεινά κέντρα ή “τοξικά” κοινωνικά δίκτυα δεν είναι απλώς αμυντική στάση — είναι η σφραγίδα μιας διακυβέρνησης που έχει πάψει να συνομιλεί με την κοινωνία και αντ’ αυτού επιβάλλει μονολόγους. Όσο το Μαξίμου επενδύει σε αυτή τη φαντασιακή αφήγηση, τόσο απομακρύνεται από τη δημοκρατική ουσία της λογοδοσίας και πλησιάζει επικίνδυνα τα πρότυπα που δήθεν αποκηρύσσει.
Ο πρωθυπουργός αναρωτήθηκε αν το ψέμα έχει κοντά ποδάρια, σχολιάζοντας τις εξελίξεις στην τραγωδία των Τεμπών. Μα η απάντηση έχει ήδη δοθεί — όχι από την αντιπολίτευση, αλλά από την ίδια την πραγματικότητα, που επιμένει να διαψεύδει τα κυβερνητικά αφηγήματα με στοιχεία, γεγονότα και ανθρώπινο πόνο. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο το ψέμα. Είναι η συνειδητή επιλογή μιας εξουσίας να κυβερνά χωρίς λαϊκή νομιμοποίηση, επενδύοντας όχι στην αποδοχή, αλλά στην επιβίωση. Μια επιβίωση που χτίζεται πάνω σε μηχανισμούς χειραγώγησης, συγκάλυψης και επικοινωνιακής υπεροπλίας, με την κοινωνία να αντιμετωπίζεται ως κοινό προς εξαπάτηση, όχι ως συμμέτοχος στον δημόσιο διάλογο.
Αυτή η λογική, όσο κι αν προσφέρει πρόσκαιρα πολιτικά οφέλη, είναι κοντόφθαλμη. Αποκαλύπτει μια βαθιά αδυναμία κατανόησης του κοινωνικού σώματος και της δημοκρατικής του ωριμότητας. Και είναι ακριβώς αυτή η αδυναμία που χαρακτήρισε —και τελικά οδήγησε στην κατάρρευση— καθεστώτα που πίστεψαν ότι μπορούν να διαστρεβλώνουν την πραγματικότητα επ’ αόριστον. Όταν η εξουσία χάνει την επαφή με την κοινωνία και αντικαθιστά τη νομιμοποίηση με την αλαζονεία, η πτώση της δεν είναι ζήτημα «αν», αλλά «πότε».
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»