«Κάτι δεν πάει καλά»: Η κραυγή του Βασίλη Κοκοτσάκη για τα Τέμπη
Τέμπη: Στην εκπομπή του Νίκου Κυριακάκη στο Ράδιο ΡΗΓΜΑ 95,8, ο τεχνικός σύμβουλος Βασίλης Κοκοτσάκης παρουσίασε μια σκληρή, τεκμηριωμένη κριτική για την πορεία της ανάκρισης στην υπόθεση των Τεμπών, επισημαίνοντας κενά, παραλείψεις και αντιφάσεις που, όπως υποστήριξε, απειλούν να οδηγήσουν τη δίκη χωρίς το κεντρικό της ερώτημα: τι προκάλεσε τη φωτιά και τους θανάτους. Από την αρχή έθεσε το αξιακό πλαίσιο: «Η ανάγκη του πολίτη είναι να πιστεύει στη Δικαιοσύνη· κι εγώ οφείλω να παλεύω γι’ αυτήν. Αν ο πολίτης δεν εισπράττει την αίσθηση και την απονομή του δικαίου, κάτι δεν πάει καλά».
Κατά τον κ. Κοκοτσάκη, θεμελιώδης στρέβλωση είναι ότι, με βάση την εισήγηση, «δεν υπάρχει κατηγορία—και άρα ούτε κατηγορούμενος—για την ίδια τη φωτιά». Το αδίκημα του εμπρησμού, έστω και από αμέλεια, απουσιάζει από το κατηγορητήριο, την ώρα που 27 άνθρωποι «αποδεδειγμένα κάηκαν». Έτσι, η υπόθεση οδηγείται σε δίκη για τις παράπλευρες πτυχές του τροχαίου, ενώ ο θάνατος—η αφορμή ύπαρξης της δίκης—«δεν θα δικαστεί για κανέναν». Υπενθύμισε ότι η βαρύτητα των αδικημάτων εξαρτάται από τις συνέπειες και, στα επικίνδυνα εγκλήματα, από τον κοινό κίνδυνο. «Όταν υπάρχουν βαριές αμέλειες που οδηγούν σε φωτιά, η φωτιά είναι εμπρησμός», είπε, τονίζοντας πως χωρίς τη συγκεκριμένη κατηγορία η ουσία διαφεύγει.
Ανέπτυξε δύο παράλληλες διαστάσεις: το «φυσικό έγκλημα» του πεδίου και το «ψηφιακό έγκλημα» της τεκμηρίωσης. Για το δεύτερο περιέγραψε μοτίβο «συστηματικών διαγραφών» βιντεοαρχείων: σαράντα ώρες μετά το δυστύχημα, η ιδιωτική υπηρεσία που είχε την ευθύνη καταγραφής της κίνησης στους σταθμούς «άρχισε να διαγράφει αρχεία», με καταγεγραμμένη ημερομηνία, ώρα και ταυτότητα χρήστη. Οι διαγραφές, υποστήριξε, συνεχίστηκαν ακόμη και μετά την κατάσχεση του υλικού, «μέχρι και δύο λεπτά πριν» τη βεβαιωμένη ώρα κατάσχεσης, αλλά και «ημέρες αργότερα», ενώ οι αρμόδιοι διαβεβαίωναν στην ανάκριση ότι «το υλικό σβήνεται αυτόματα». «Αφού δεν είχαν να φοβηθούν τίποτα, γιατί διέγραφαν;» ρώτησε, θέτοντας ζήτημα κλήτευσης των χρηστών με ονοματεπώνυμο και πλήρη ιχνηλάτηση πρόσβασης.
Για το «φυσικό έγκλημα» μίλησε για πρωτοφανή κακοδιαχείριση του πεδίου: ο χώρος δεν αποκλείστηκε επιχειρησιακά, οι διασωστικές ενέργειες διακόπτονταν για πολιτικές παρουσίες, και το κρίσιμο ιατροδικαστικό πρωτόκολλο δεν ενεργοποιήθηκε έγκαιρα. Σε περιστατικό με πολλαπλά θύματα «τίποτα δεν σηκώνεις χωρίς ιατροδικαστή»: φωτογράφιση, αρίθμηση, απομόνωση κάθε ευρήματος ώστε να αποκλειστεί επιμόλυνση DNA. «Δεν πήγαν», είπε για τους ιατροδικαστές στο πεδίο, με αποτέλεσμα διασώστες και πυροσβέστες—εκτός αρμοδιότητας—να συλλέγουν τμήματα σωμάτων σε κοινές σακούλες. Αργότερα η ταυτοποίηση έγινε μέσω DNA, όμως η έλλειψη πλήρους τοξικολογικής διερεύνησης «αφήνει ανοιχτά κρίσιμα ερωτήματα»: από τι ακριβώς κάηκαν οι άνθρωποι.
Παρέθεσε σειρά στοιχείων που, όπως είπε, δεν διερευνήθηκαν επαρκώς:
- Τον Ιούλιο 2024, 100 μέτρα από το σημείο της σύγκρουσης, η ομάδα εντόπισε δισκόπλακα τρένου, η οποία παραδόθηκε στον ανακριτή. Επιβεβαιώθηκε ότι πρόκειται για δισκόπλακα, αλλά «ουδέποτε εξετάστηκε» αν ανήκε στη συγκεκριμένη εμπορική αμαξοστοιχία—ζήτημα καθοριστικό για την τεκμηρίωση ακαριαίας πέδης/εκτροχιασμού και τον τρόπο πρόσκρουσης.
- Σε βίντεο drone τις πρώτες ώρες διακρίνονται «άτομα με full face, δομή, επικεφαλής και ασυρμάτους» να εντοπίζουν/συλλέγουν αντικείμενα από τα συντρίμμια και να τα τοποθετούν πίσω από κοντέινερ—αντικείμενα που «στις επόμενες φωτογραφίες έχουν εξαφανιστεί».
- Στα μπάζα (περί τα 750 κυβικά), η εξειδικευμένη ομάδα «Ανούβις» κατέγραψε ευρήματα ασύμβατα με τρένο «χωρίς φορτίο»: παλέτες, ιμάντες πρόσδεσης με κόμπους κομμένους βίαια, τεντωτήρες, δίχτυ-κάλυμμα. «Αν δεν υπήρχε φορτίο, τι έκαναν εκεί;» ρώτησε, ζητώντας ειδικούς πραγματογνώμονες σιδηροδρόμων.
Στα τοξικολογικά ευρήματα, εστίασε σε σημείο-κλειδί: σε μηχανοδηγό της εμπορικής, σε χώρο χωρίς φωτιά, βρέθηκαν εγκαύματα, αιθάλη και ανθρακυλαιμοσφαιρίνη—ένδειξη ότι «ήταν ζωντανός μετά τη σύγκρουση και εισέπνευσε τοξικά προϊόντα καύσης». Η ανάλυση αιθάλης, είπε, είναι το «DNA της φωτιάς» που μπορεί να αποκαλύψει το είδος του καιόμενου υλικού. Καταγράφηκε επίσης πνευμονικό οίδημα με παρουσία αιθάλης σε απανθρακωμένο θύμα. «Ένα βήμα ακόμη στις εξετάσεις θα έδειχνε τον επιταχυντή», σημείωσε, παραπέμποντας και σε διεθνή παραδείγματα όπου αποδόθηκαν υψηλές θερμοκρασίες (800–1.200+°C) και «θερμική αποδόμηση» (εξαΰλωση) σε επιταχυντές φωτιάς. «Εκεί κοσκίνισαν το χώμα· εδώ μπήκαν μπουλντόζες», είπε σκωπτικά.
Αναφέρθηκε και σε «ανωμαλίες» ψηφιακού υλικού: στα κοντινά πλάνα της εμπορικής «οι μηχανές δεν φαίνονται», σαν να καλύπτονται από επιλεκτικό ψηφιακό θόρυβο. Εξειδικευμένη αποκατάσταση ορατότητας ανέδειξε «τερματικό αριθμό 21» σε δεύτερη μηχανή που εμφανίζεται στα βίντεο, ενώ «η μηχανή που συγκρούστηκε δεν είχε 21». «Ζητήσαμε να καταθέσουμε, να το δείξουμε ζωντανά· πνίγηκε», είπε, προσθέτοντας ότι ακόμη και κορυφαίος διεθνής ειδικός εκρήξεων προσφέρθηκε να καταθέσει δωρεάν—ακόμη και μέσω ελληνικού προξενείου—«και ήταν σαν να μην υπήρξε ποτέ».
Για τις εκταφές, τόνισε πως δεν είναι ζήτημα εντυπώσεων: πρέπει να αφορούν «όλους τους 27 που αποδεδειγμένα κάηκαν», με στόχο τοξικολογικές σε οστά, τρίχες και έδαφος τάφου για ανίχνευση επιταχυντών. Η ταυτοποίηση έχει τεράστιο συναισθηματικό βάρος και μπορεί να αναδείξει λάθη ταφών, αλλά «δεν απαντά στο τι έκαψε τους ανθρώπους»—εκεί απαντούν οι χημικές αναλύσεις. Παρά τα επαναλαμβανόμενα αιτήματα οικογενειών, κατήγγειλε απορρίψεις με άσχετες αιτιολογίες, ενώ δημοσίως διακινείται ο ισχυρισμός ότι «δεν κατατέθηκαν ποτέ».
Στη λειτουργία του 112 τη νύχτα της τραγωδίας, μίλησε για «έξι κρίσιμα λεπτά» κατά τα οποία το σύστημα «μιλούσε» σε μηχάνημα γεωεντοπισμού αντί να αντιληφθεί εγκαίρως την ανάγκη αποστολής βοήθειας. «Ίσως να μη σωζόταν ο ίδιος που κάλεσε· θα μπορούσαν όμως να σωθούν οι δίπλα του». Ένα ακόμη σύμπτωμα αλυσίδας ανεπαρκειών και ελλιπούς εκπαίδευσης.
Στο πεδίο της πολιτικής ευθύνης, υπογράμμισε ότι το «ανθρώπινο λάθος» δεν αθωώνει όσους τοποθέτησαν ακατάλληλο άνθρωπο σε κρίσιμο πόστο, ούτε όσους παρέλαβαν και δεν υλοποίησαν συστήματα που «σε 17 διαφορετικές περιπτώσεις» θα απέκλειαν την τραγωδία. «Η λαϊκή ψήφος δεν είναι κολυμβήθρα του Σιλωάμ», είπε ονοματίζοντας πολιτικές ηγεσίες που διαχειρίστηκαν κρίσιμες συμβάσεις και την ασφάλεια.
Το καταληκτικό του μήνυμα: να επανέλθει στο κάδρο η κατηγορία του εμπρησμού, να ερευνηθούν πλήρως τα ψηφιακά ίχνη και οι διαγραφές με ονοματεπώνυμο, να διαταχθούν εκταφές και πλήρεις τοξικολογικές για τους 27 απανθρακωμένους, να κληθούν οι ειδικοί που προσφέρθηκαν, χωρίς φόβο για τα συμπεράσματά τους. Πίσω από τα τεχνικά, είπε, υπάρχει μια βουβή τραγωδία: «Οι γονείς δεν έχουν προλάβει να θρηνήσουν. Είναι σαν να περιμένουν ακόμη την κηδεία που δεν έγινε». Η αλήθεια για τα Τέμπη δεν είναι θέμα εντυπώσεων, κατέληξε, αλλά εργαστηρίου, αρχείων και ευθύνης. Χωρίς αυτά, «η κοινωνία δεν θα εισπράξει ποτέ την αίσθηση—και την απονομή—του δικαίου».
Δείτε εδώ ολόκληρη τη συνέντευξη:
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί