*«Κληρονομιά-παγίδα»: Τα χρέη των νεκρών βαραίνουν τους ζωντανούς
Η κληρονομιά στην Ελλάδα έχει πάψει προ πολλού να θεωρείται τύχη ή ευλογία. Αντιθέτως, για χιλιάδες πολίτες μετατρέπεται σε εφιάλτη, καθώς οι απόγονοι δεν παραλαμβάνουν μόνο ακίνητα ή χρήματα, αλλά και τα χρέη που άφησε πίσω του ο αποβιώσας. Ο θάνατος ενός ανθρώπου δεν «σβήνει» τις οφειλές του. Το κράτος τις μεταφέρει αυτόματα στους κληρονόμους του, ακόμη και αν πρόκειται για ανήλικα παιδιά, εγκλωβίζοντάς τους σε έναν φαύλο κύκλο φορολογικής και οικονομικής ομηρίας. Το πρόβλημα γίνεται εντονότερο από τη στιγμή που οι κληρονόμοι, συχνά ανυποψίαστοι, καλούνται να σηκώσουν το βάρος όχι μόνο των χρεών αλλά και των φόρων που συνεπάγεται η αποδοχή μιας κληρονομιάς. Το αποτέλεσμα είναι ότι ολοένα και περισσότεροι πολίτες επιλέγουν να αποποιηθούν την κληρονομιά, αποφεύγοντας τον οικονομικό «βραχνά» που τη συνοδεύει.
Ωστόσο, οι προθεσμίες είναι ασφυκτικές. Ο νόμος προβλέπει προθεσμία μόλις τεσσάρων μηνών από τον θάνατο για να δηλώσει κάποιος την αποποίηση ή την αποδοχή της κληρονομιάς. Αν δεν γίνει καμία ενέργεια εντός του χρονικού αυτού διαστήματος, θεωρείται αυτομάτως ότι έχει αποδεχθεί την κληρονομιά και όλα όσα αυτή περιλαμβάνει. Για όσους βρίσκονται ή διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό, η αντίστοιχη προθεσμία είναι 12 μήνες. Σε κάθε περίπτωση, η κληρονομιά έχει πάψει να είναι αυτονόητη ευκαιρία και εξελίσσεται πλέον σε ένα περίπλοκο, και πολλές φορές επικίνδυνο, φορολογικό σταυρόλεξο.
Η κληρονομιά δεν είναι πια αυτονόητο προνόμιο. Για ολοένα και περισσότερους πολίτες εξελίσσεται σε βαρίδι, καθώς περιλαμβάνει όχι μόνο περιουσιακά στοιχεία αλλά και χρέη και φορολογικά βάρη του θανόντος. Όταν κάποιος πεθάνει, οι οφειλές του δεν εξαφανίζονται. Αντιθέτως, μεταβιβάζονται ακέραιες στους κληρονόμους του, ακόμη και σε ανήλικα τέκνα, τα οποία καθίστανται, ουσιαστικά, όμηροι του Δημοσίου.
Η νομοθεσία είναι αυστηρή και οι προθεσμίες ασφυκτικές. Ο κληρονόμος έχει περιθώριο μόλις τέσσερις μήνες από τον θάνατο του κληρονομούμενου για να προχωρήσει σε αποποίηση. Αν δεν υποβάλει δήλωση αποποίησης εντός της προθεσμίας, τότε θεωρείται ότι έχει αποδεχτεί την κληρονομιά σιωπηρώς, δηλαδή χωρίς καμία ρητή ενέργεια. Για όσους διαμένουν μόνιμα στο εξωτερικό, η αντίστοιχη προθεσμία είναι δώδεκα μήνες.
Κρίσιμο είναι επίσης ότι δεν επιτρέπεται αποδοχή μόνο μέρους της κληρονομιάς. Η αποδοχή ή η αποποίηση γίνεται για το σύνολο της κληρονομικής περιουσίας – δεν υπάρχει δυνατότητα επιλεκτικής διαχείρισης, ούτε μπορεί κάποιος πρώτα να αποδεχτεί και αργότερα να αλλάξει γνώμη και να αποποιηθεί. Η πράξη της αποδοχής είναι οριστική και δεσμευτική. Από την άλλη, η ημερομηνία επαγωγής της κληρονομιάς – δηλαδή η στιγμή που κάποιος θεωρείται ότι κληρονόμησε – πρέπει να μπορεί να αποδειχθεί, καθώς είναι καθοριστική για την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης.
Μπροστά σε αυτό το τοπίο νομικών και οικονομικών παγίδων, δεν είναι τυχαίο ότι ολοένα και περισσότεροι επιλέγουν την αποποίηση, προκειμένου να γλιτώσουν από χρέη που δεν δημιούργησαν και από ευθύνες που δεν επέλεξαν. Η κληρονομιά, πλέον, δεν είναι δώρο – είναι απόφαση που απαιτεί επίγνωση, έγκαιρη αντίδραση και νομική καθοδήγηση.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
Πιο Πρόσφατα
Όταν το παρελθόν γίνεται καταφύγιο