Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

12 Δεκεμβρίου 2025

«Κόκκινη κάρτα από την Κομισιόν: Η Ελλάδα πρωταθλήτρια φοροαπαλλαγών με βαρύ κόστος»

Τη δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού που θα αξιολογεί με ακρίβεια την αποτελεσματικότητα των φοροαπαλλαγών ζητά η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση Mind the Gap, προειδοποιώντας ότι η Ελλάδα εξακολουθεί να κρατά την πρώτη θέση στην Ε.Ε. ως προς τον αριθμό των φορολογικών δαπανών και το δημοσιονομικό βάρος που αυτές δημιουργούν. Το 2023 καταγράφηκαν 1.116 φοροαπαλλαγές, με κόστος 18,82 δισ. ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί στο 31% των συνολικών φορολογικών εσόδων. Οι περισσότερες αφορούν τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, τον φόρο νομικών προσώπων, τα τέλη χαρτοσήμου και τον ΦΠΑ, με την Κομισιόν να παρατηρεί ότι οι μειωμένοι συντελεστές ΦΠΑ συχνά έχουν αντίστροφα προοδευτικό αποτέλεσμα, αφού δεν ωφελούν κυρίως τα χαμηλότερα εισοδήματα. Αντίθετα, οι εκπτώσεις φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων συμβάλλουν στη μείωση ανισοτήτων, αλλά ο τεράστιος όγκος ρυθμίσεων καθιστά επιτακτική την ανάγκη συστηματικής επανεξέτασης.

«Κόκκινη κάρτα από την Κομισιόν: Η Ελλάδα πρωταθλήτρια φοροαπαλλαγών με βαρύ κόστος» v873084812

Στο πεδίο του ΦΠΑ, η Ελλάδα σημειώνει θεαματική πρόοδο: το «κενό ΦΠΑ» μειώθηκε στα 3 δισ. ευρώ το 2023 (11%), από 24% το 2019, πλησιάζοντας τον ευρωπαϊκό μέσο όρο. Η Κομισιόν, ωστόσο, προειδοποιεί ότι η ισχυρή ανάπτυξη των υπηρεσιών και του τουρισμού μπορεί να επιβραδύνει τη σύγκλιση, καθώς σε αυτούς τους κλάδους ο κίνδυνος μη συμμόρφωσης παραμένει υψηλός. Παράλληλα, το «χάσμα πολιτικής» στον ΦΠΑ εκτοξεύεται στο 57%, το δεύτερο μεγαλύτερο στην Ευρώπη, με απώλειες 7 δισ. ευρώ εξαιτίας των πολυάριθμων μειωμένων συντελεστών και εξαιρέσεων.

Η παραοικονομία παραμένει βαριά σκιά στην ελληνική οικονομία, αγγίζοντας το 21% του ΑΕΠ το 2022 —πολύ πάνω από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο— με τους αυτοαπασχολούμενους να αποτελούν τον βασικό πυρήνα φοροδιαφυγής. Το ΔΝΤ έχει ήδη απευθύνει προειδοποιήσεις, ζητώντας συνέχιση των μεταρρυθμίσεων και ενίσχυση της φορολογικής συμμόρφωσης. Παράλληλα, η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει από τα υψηλότερα ποσοστά ληξιπρόθεσμων χρεών στην Ε.Ε., με το ποσοστό των εισπρακτέων οφειλών να έχει μειωθεί μόλις από το 81,6% στο 75,2% την περίοδο 2018–2023. Η διαγραφή χρεών επιτρέπεται μόνο υπό αυστηρούς όρους, ενώ η έλλειψη συνεργασίας μεταξύ φορολογικών αρχών και διαχειριστών αφερεγγυότητας δημιουργεί ένα θεσμικό κενό που δυσκολεύει σοβαρά τη διαχείριση των ανεξόφλητων οφειλών.