O Δράκος της Καλογρέζας: Το ψυχιατρείο, οι βιασμοί παιδιών, η καταδίκη σε μια ώρα και ο θάνατος στη φυλακή
Οι βιασμοί και οι δολοφονίες του Δαμιανού Μαυρομάτη που συντάραξαν την Αθήνα.
Η μικρούλα ήταν η ομορφότερη και γι’ αυτό τη διάλεξα. Δεν μου έκανε παραπάνω, δεν μου μίλησε για να καταλάβω τι γίνεται. Κινούσε, όμως, τα χεράκια της. Μεθυσμένος ήμουνα και το επλήρωσε με το αίμα της (…). Και εγώ τη λυπήθηκα. Δεν απομακρυνόμουν από το πτώμα γιατί με τραβούσε το αίμα”.
Με αυτά τα λόγια προσπάθησε ο Δαμιανός Μαυρομάτης να δικαιολογήσει τον βιασμό και τη δολοφονία της 5χρονης Φωτεινής στους χωροφύλακες του τμήματος Καλογρέζας. Δεν τον είχαν συλλάβει οι ίδιοι. Λίγη ώρα πριν, τον είχαν παραλάβει από κατοίκους της περιοχής, οι οποίοι τον είχαν δει στην είσοδο της σπηλιάς που κατοικούσε(!) με ένα γυμνό και αιμόφυρτο κοριτσάκι στα χέρια του. “Μη θυμώνετε. Θέλετε να πάω στη φυλακή; Τον ξέρω το δρόμο. Πάμε”, τους είχε πει, δείχνοντας ότι αδυνατούσε να αντιληφθεί το μέγεθος της φρικαλεότητας που είχε διαπράξει.
Το κοριτσάκι δεν ήταν ακόμη νεκρό. Μεταφέρθηκε στο πλησιέστερο φαρμακείο όπου του έκαναν ένεση καμφοράς, αλλά η ακατάσχετη αιμορραγία δεν μπόρεσε να ανασχεθεί. Πέθανε λίγη ώρα αργότερα, η κηδεία του την επόμενη ημέρα θα συγκλονίσει την περιοχή.


Το περιστατικό συνέβη στις 27 Ιανουαρίου του 1936 και αν μας σοκάρει σήμερα, φανταστείτε τι κύματα αγανάκτησης και αποτροπιασμού προκάλεσε στην προπολεμική Ελλάδα. Το πρόσωπο του δολοφόνου ήταν σε όλες τις εφημερίδες, οι φήμες και για άλλες εξαφανίσεις και ενδεχομένως δολοφονίες παιδιών άρχισαν να φουντώνουν, το όνομα του Μαυρομάτη περνούσε από στόμα σε στόμα και γινόταν συνώνυμο του τρόμου. Οι αστυνομικοί προσπάθησαν να βάλουν σε μια σειρά τα γεγονότα, όχι μόνο αυτής της δολοφονίας, ή και της ακόμα μίας -γνωστής- που διέπραξε ο ‘δράκος της Καλογρέζας’ -και την οποία θα δούμε στη συνέχεια. Να βάλουν σε μια σειρά τα γεγονότα της ζωής του, αυτά που κατασκεύασαν τον δολοφόνο. Η ψυχική του υγεία όμως ήταν εμφανώς ταραγμένη και δεν τους βοήθησε και πολύ.
Ποιος ήταν, λοιπόν, ο δολοφόνος, τι γνωρίζουμε για την προηγούμενη ζωή του;
Γεννήθηκε στο Ικόνιο της Μικράς Ασίας το 1904, από πολύ μικρός αναγκαζόταν να πουλάει λεμονάδες στους δρόμους της Σμύρνης, η οικογένειά του ήταν πολύ φτωχή. όταν πέθανε ο πατέρας του (από χολέρα), ένας τσαγκάρης τον πήρε για ψυχοπαίδι. Πέρασε τέσσερα άσχημα χρόνια κοντά του μέχρι που τα παράτησε και κατέβηκε στο λιμάνι της Σμύρνης να δουλέψει ως αχθοφόρος. Στα 18 του, μετά την καταστροφική λήξη της Μικρασιατικής Εκστρατείας, βρέθηκε στη Θεσσαλονίκη, όπου και πέρασε έναν χρόνο στη φυλακή. Εκεί διέπραξε το πρώτο του έγκλημα, μία διάρρηξη. Αποφυλακίστηκε, γύρισε ξανά στο έγκλημα, έκανε κι άλλες διαρρήξεις, συνελήφθη ξανά και καταδικάστηκε σε τέσσερα χρόνια στις φυλακές της Αίγινας.
Μια αδερφή του ζούσε στη Νέα Ιωνία και αφού μπαινοβγεί τρεις φορές σε ψυχιατρεία λόγω “ψυχοπαθολογικής παιδομανίας”-, θα εγκατασταθεί κοντά της -τρόπος του λέγειν, αφού είπαμε ότι ζούσε σε μια σπηλιά. Έπινε πολύ, κάπνιζε ό, τι έβρισκε και άκουγε τον κόσμο να τον φωνάζει “τρελό”, να τον βρίζει και να τον παίρνει με τις πέτρες. Δούλευε περιστασιακά σε ένα τουβλοποιείο και τη μέρα που θα γυρίσει, όχι από τη δουλειά, αλλά από την κηδεία του αφεντικού του, θα συναντήσει την 5χρονη Φωτεινή που αναφέραμε πιο πάνω.
Κοντά στο σπίτι του αφεντικού του, είδε μία παρέα μικρών κοριτσιών να παίζουν, με την μικρή να ξεχωρίζει από τα άλλα κοριτσάκια εξαιτίας του πολύ ξανθού χρώματός των μαλλιών της. Αυτό φαίνεται ότι του τράβηξε την προσοχή. Την πλησίασε, της έδωσε δύο καραμέλες και της υποσχέθηκε να της δώσει κι άλλες αν τον ακολουθούσε. Η μικρή έφυγε μαζί του και σύμφωνα με την κατάθεση του Μαυρομάτη, αφού περπάτησαν για περίπου μία ώρα, πήγαν στη σπηλιά του όπου και τη βίασε.
Τα κοριτσάκια που έμειναν πίσω είπαν στον πατέρα της, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε αρχίσει να την αναζητάει, ότι είχε φύγει μαζί με κάποιον που έμοιαζε με ζητιάνο. Τρόμαξε και άρχισε να την ψάχνει σε όλη την περιοχή μαζί με κάποιους συγγενείς του. Την ίδια στιγμή, η αδελφή του δολοφόνου, μια μητέρα πέντε παιδιών, μαθαίνει ότι είχαν δει τον αδερφό της κοντά στο κορίτσι που εξαφανίστηκε, και τρέχει στο σπίτι των γονιών της μικρής για να τους πει πού να την βρουν.
“Τρέξτε να το βρείτε στις σπηλιές! Πάει το παιδάκι!…”, τους είπε σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής.
Τα υπόλοιπα τα αναφέραμε προηγουμένως. Στο αστυνομικό τμήμα της Καλογρέζας ο Δαμιανός τα παραδέχτηκε όλα, με μεγάλη ευκολία, διευκρινίζοντας και τα σκοτεινά, τα άγνωστα σημεία αυτής της ιστορίας. Οι χωροφύλακες κατάλαβαν ότι είχαν να κάνουν με μία ιδιαίτερη περίπτωση, και άρχισαν να ξεψαχνίζουν και τις προηγούμενες εξαφανίσεις παιδιών που είχαν σημειωθεί στην περιοχή. Μαζί τους, και οι κάτοικοι της Καλογρέζας έχουν βγει στους δρόμους και έχουν αρχίσει να ψάχνουν και στις υπόλοιπες σπηλιές του δάσους που υπήρχε στην περιοχή. Αξίζει να σημειωθεί ότι υπήρχαν περισσότερες από 50 σπηλιές στο δάσος Βεΐκου-Καλογρέζας, όχι φυσικές, είχαν δημιουργηθεί παλιότερα από συνεργία αμμορύχων.
Μέσα σε μια από αυτές τις αμμοσπηλιές, δύο άνθρωποι θα ανακαλύψουν στις 29 Ιανουαρίου το πτώμα ενός ακόμα παιδιού. Θα τους οδηγήσει στο σημείο η έντονη δυσοσμία. Αρχικά, στο βάθος της σπηλιάς θα δουν ένα σωρό από ψόφια κοτόπουλα και θα υποθέσουν ότι η ευθύνη για την άσχημη μυρωδιά ανήκει -κατά κάποιον τρόπο- σε εκείνα. Όταν όμως θα κλωτσήσουν το σωρό, θα διακρίνουν ένα ημίγυμνο αγοράκι από κάτω του, με τα μάτια ανοιχτά, και τα χέρια και τα πόδια δεμένα με σύρματα. Επρόκειτο για τον 7χρονο Στέλιο Βλαντή, ο οποίος μετρούσε ήδη δύο μήνες εξαφανισμένος από τους δικούς του.

Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ο Μαυρομάτης θα αρνηθεί τη συμμετοχή του στον φόνο του μικρού, μέχρι που οι χωροφύλακες θα τον δελεάσουν με μία δόση ηρωίνης. Θα δεχτεί να ομολογήσει, αλλά σύντομα θα καταλάβει ότι αυτό που του έδιναν να εισπνεύσει δεν ήταν τίποτα άλλο από σόδα. Εκείνοι τότε θα αναγκαστούν με συνταγή γιατρού να του φέρουν τη δόση του από το φαρμακείο. Με αντάλλαγμα την ηρωίνη, θα ομολογήσει ότι αφού δελέασε τον 7χρονο με καραμέλες, τον παρέσυρε μέχρι την σπηλιά του, τον βίασε και τον σκότωσε.
“Ένα απόγευμα, καθώς ήμουνα μεθυσμένος”, θα πει, “κατόρθωσα με μερικές καραμέλες να παρασύρω έναν μικρό 7-8 χρονών και τον οδήγησα σε μία σπηλιά, κοντά στην Καλογρέζα. Εκεί, αφού τον εκακοποίησα, τον έπνιξα με ένα σύρμα. Πήρα έπειτα το πτώμα από τη σπηλιά, όπου και το έθαψα σκάβοντας με τα νύχια μου. Για να μην προκαλέσω δε την προσοχή των περαστικών από τη βρώμα του πτώματος, ευρήκα παραπέρα, μέσα σε κάτι σκουπίδια, τρεις κότες ψόφιες τις οποίες επήρα και τις έριξα πάνω στο πτώμα του παιδιού. Κάπου-κάπου, επειδή γινόταν λόγος για χαμένα παιδιά στην περιοχή, πήγαινα στην σπηλιά για να ιδώ αν βρίσκεται ακόμα το πτώμα εκεί ή μήπως είχε ανακαλυφθεί”.

Μεταξύ άλλων, οι εφημερίδες της εποχής θα του αποδώσουν και τις εξής δηλώσεις, που καλό είναι να τις δούμε, μήπως και μπορέσουμε να πάρουμε μία ιδέα από τα κίνητρά του, απ’ το τι υπήρχε μέσα στο μυαλό του:
“Μετά την αποφυλάκισή μου από τας φυλακάς Ωρωπού, όπου είχα καταδικασθεί σε 6 μηνών φυλάκιση, επήγα στο σπίτι της αδελφής μου στην Ελευθερούπολη της Νέας Ιωνίας. Ο γαμπρός μου κάθε μέρα έβριζε την αδελφή μου ως που μία μέρα δεν βάστηξα και του επιτέθηκα με ένα μαχαίρι. Στο διάστημα αυτό έκανα συχνά φασαρίες, ζητώντας εκδίκηση από τον γαμπρό μου, οπότε με έπιασαν και με πήγαν στο ψυχιατρείο της Αγίας Ελεούσας στην Καλλιθέα. Εκεί έμεινα ένα μήνα, ως που μια μέρα πήδηξα από το παράθυρο και έφυγα. Με ξανάπιασαν και με ξαναέκλεισαν στο φρενοκομείο, όπου έμεινα δύο μήνες, αλλά και πάλι κατόρθωσα με άλλους δύο μαζί να το σκάσω. Ύστερα από λίγες ημέρες, με έπιασαν και με πήγαν στο Δαφνί. Επειδή, όμως, έπασχα από σκωληκοειδίτιδα με πήγαν στο νοσοκομείο των Ποδαράδων, όπου έκαμα εγχείρηση και από όπου βγήκα μετά 18 ημέρες.
Μόλις βγήκα από το νοσοκομείο, επήγα πίσω μόνος μου στο Δαφνί αλλά δεν με δέχτηκαν με τη δικαιολογία ότι δεν είχαν κρεβάτι. Πήγα, τότε, στην Καλογρέζα, όπου ζούσα κάμοντας θελήματα. Εκεί, η κοινωνία με πείραζε, τα δε μικρά παιδιά μ’ έριχναν πέτρες φωνάζοντας πως είμαι τρελός. Δεν έβρισκα ησυχία και αποφάσισα να εκδικηθώ. Παλιότερα, όταν με είχαν πάει στο αστυνομικό τμήμα της περιοχής, πήρα ένα πιστόλι από έναν αστυνόμο και προσπάθησα να πυροβολήσω αυτούς που με πείραζαν. Με πρόλαβαν, όμως, και μου πήραν το όπλο”.
Η δίκη του Μαυρομάτη διεξήχθη 7 μήνες μετά τη σύλληψή του, στις 6 και 7 Οκτωβρίου του 1936 στο Κακουργιοδικείο Αθηνών. Εναντίον του κατέθεσαν οι γονείς των δύο δολοφονημένων παιδιών, αλλά και κάτοικοι της περιοχής που είπαν ότι τον είχαν δει και παλιότερα να προσπαθεί να παρασύρει ανήλικους στη σπηλιά του, τάζοντάς τους καραμέλες. Κατέθεσαν και οι δύο ψυχίατροι που τον εξέτασαν, οι οποίοι δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν αν ο κατηγορούμενος είχε πλήρη ή μειωμένη ευθύνη των πράξεών του.
Καταδικάστηκε τελικά σε ισόβια κάθειρξη, αρνούμενος να απολογηθεί και παραμένοντας σιωπηλός και κατά τις δύο μέρες της δίκης. Τον έσωσε απ’ την εκτέλεση η ετυμηγορία των ενόρκων που παραδέχτηκαν “μέτρια σύγχυση λόγω βλακείας”.
Πέθανε λίγα χρόνια αργότερα μέσα στη φυλακή.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
AgoraEU: Δισεκατομμύρια για «αξίες» και πολιτιστική ατζέντα των Βρυξελλών