Σήμερα Γιορτάζουν:

ΒΑΣΙΛΗΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

9 Ιανουαρίου 2025

Ο ελιτισμός και η υποτίμηση του λαϊκού αισθήματος βγήκαν ξεκάθαρα στην επιφάνεια

Ελιτισμός: Με τον θάνατο του Κώστα Σημίτη, άνοιξε ένας κύκλος συζητήσεων και αποκαλύψεων για το σύστημα εξουσίας που εκείνος είχε οργανώσει και ελέγξει κατά τη διάρκεια της πολιτικής του καριέρας, αλλά και μετά την αποχώρησή του από την ενεργό πολιτική σκηνή. Αυτό το δίκτυο ήταν ευρύ και εκτεινόταν σε πολλούς τομείς: τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι τράπεζες, οι δημοσκοπήσεις, τα πανεπιστήμια, και τα «κλειστά» επαγγελματικά κυκλώματα που βοήθησαν να εδραιωθεί η επιρροή του. Αυτό το σύστημα εξουσίας αφορούσε μια συγκεκριμένη εκδοχή του «εκσυγχρονισμού», που όχι μόνο ενίσχυσε τη θέση του Σημίτη στην πολιτική, αλλά και μετέτρεψε την ελληνική πολιτική σκηνή σε μια «πολιτική των ελίτ», με πολύ περιορισμένη συμμετοχή του ευρύτερου λαού στις βασικές αποφάσεις της χώρας.

Η νοοτροπία του εκσυγχρονισμού

Η φιλοσοφία του εκσυγχρονισμού, όπως την υπηρέτησε ο Κώστας Σημίτης, ήταν βαθιά ελιτίστικη. Υποστήριζε την αποδοχή του λαού ως αδύναμου ή ακατάλληλου να συμμετάσχει ενεργά στη διαμόρφωση των πολιτικών εξελίξεων. Ο Σημίτης και οι υποστηρικτές του πίστευαν ότι για να μπορέσει η χώρα να προχωρήσει μπροστά, η πολιτική και η κοινωνία έπρεπε να βασιστούν στους «εκλεκτούς» – τους ανθρώπους που είχαν εκπαιδευτεί στα δυτικά πρότυπα και είχαν το δικαίωμα να παίρνουν τις αποφάσεις για το σύνολο του πληθυσμού, ακόμη κι αν αυτές οι αποφάσεις δεν εκπροσωπούσαν πάντα τη λαϊκή βούληση.

Αυτή η νοοτροπία απέκλειε την άμεση συμμετοχή του λαού στην πολιτική διαδικασία και την καθοδήγηση της χώρας. Όταν ο Σημίτης έλεγε ότι δεν επρόκειτο να χαιρετήσει «τον απλό πολίτη» εάν δεν τον γνώριζε προσωπικά, ουσιαστικά εξέφραζε μια εκφρασμένη αδιαφορία για το σύνολο της κοινωνίας, περιχαρακώνοντας την πολιτική του μέσα στα στενά όρια ενός ανώτερου, «εκπαιδευμένου» κοινωνικού στρώματος.

Δημόσιοι θεσμοί και εξουσία

Η κατεύθυνση του Σημίτη ήταν να εκμεταλλευτεί θεσμούς και εξουσίες που ήταν δήθεν «ουδέτεροι» ή «ανεξάρτητοι», αλλά στην πραγματικότητα αναγκάστηκαν να ενσωματωθούν στον εκσυγχρονιστικό μηχανισμό που εκείνος είχε στήσει. Είτε πρόκειται για την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είτε για την οικονομική και θεσμική «εκσυγχρόνιση», το αποτέλεσμα ήταν ότι οι πολίτες, παρόλο που είχαν πληρώσει το κόστος για αυτές τις αλλαγές, δεν συμμετείχαν στις αποφάσεις που αφορούσαν τη ζωή τους.

Τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, οι τράπεζες και οι δημοσκοπήσεις συχνά ακολούθησαν την κατεύθυνση του Σημίτη, προκειμένου να προωθήσουν την ατζέντα της κυβέρνησής του, συχνά αγνοώντας τις λαϊκές αντιδράσεις και ανησυχίες. Το σύστημα αυτό ενίσχυσε την απομάκρυνση του πολίτη από την πολιτική, κάνοντάς τον να νιώθει αποξενωμένο από την πραγματική εξουσία.

Πολιτικές αντιφάσεις και αλαζονεία

Η στάση του Σημίτη απέναντι σε αυτούς που τον επέκριναν ή του αντιτάσσονταν ήταν συχνά αλαζονική. Όταν οι αντιπολιτευόμενοι τον χαρακτήριζαν «απομονωμένο» ή «απαξιωμένο», η απάντησή του ήταν απλή: ότι η Ελλάδα δεν μπορούσε να προχωρήσει αν δεν ήταν «εκσυγχρονισμένη», δηλαδή αν δεν ακολουθούσε τις επιταγές του δυτικού οικονομικού και πολιτικού συστήματος.

Αυτό το σχήμα, που απαιτούσε από τον πολιτικό κόσμο και τον λαό να αποδεχτούν τις «μεγάλες αποφάσεις» χωρίς να έχουν λόγο σε αυτές, δημιουργούσε μια αίσθηση αποξένωσης και κενότητας στην κοινωνία. Πολύ συχνά, οι πολιτικοί και οι τεχνοκράτες του Σημίτη αντιμετώπιζαν με περιφρόνηση τη δυνατότητα του «λαϊκού» ανθρώπου να εκφέρει γνώμη ή να αντιταχθεί στους σχεδιασμούς τους, θεωρώντας πως αυτοί ήξεραν καλύτερα από τον καθένα ποια ήταν η «σωστή» κατεύθυνση για τη χώρα.

Αντιφάσεις στο πένθος και πολιτική κινητικότητα

Η περίοδος του τετραήμερου πένθους για τον Κώστα Σημίτη έφερε στην επιφάνεια όλες αυτές τις αντιφάσεις, αλλά και τις σχέσεις που συνδέουν την πολιτική ελίτ. Η Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Κατερίνα Σακελλαροπούλου, η οποία εκφώνησε επικήδειο λόγο, έδειξε για άλλη μια φορά τη σύνδεσή της με τα πολιτικά συμφέροντα της κεντροαριστεράς, ακόμη και αν αυτό σημαίνει την πολιτική καταδίκη της ανεξαρτησίας της Προεδρίας της Δημοκρατίας. Αυτή η ενέργεια, αν και τυπικά μέρος των εθίμων, ανέδειξε την ενσωμάτωσή της σε μια πιο «κομματική» αντίληψη του πολιτικού συστήματος.

Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι τα μέλη της κυβέρνησης, όπως ο Γιώργος Φλωρίδης και ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, επέκριναν τη λαϊκή αντίδραση κατά του Σημίτη, και αναγνώρισαν τη μεθοδικότητα και το έργο του χωρίς να αναφερθούν στις πολιτικές του αμφισβητήσεις ή τα προβλήματα που δημιουργήθηκαν με την πολιτική του. Αυτό το φαινόμενο δείχνει την απαξίωση της ελευθερίας έκφρασης και της πολυφωνίας μέσα στην πολιτική και την κοινωνία.

Ο Δημήτρης Ρέππας υποστήριξε ότι «ο Σημίτης παρέλαβε μια βαλκανική Ελλάδα στην Ευρώπη και παρέδωσε μια ευρωπαϊκή Ελλάδα στα Βαλκάνια». Προφανώς αυτό ήταν ένα «κομπλιμέντο» του έντιμου Αρκάδα για τον ιδρυτή του ΠΑΣΟΚ Ανδρέα Παπανδρέου, από τον οποίο «παρέλαβε» τη βαλκανική Ελλάδα ο Κώστας Σημίτης.

Η Άννα Διαμαντοπούλου απαίτησε περίπου την καθολική καταδίκη της ελευθερίας έκφρασης της Αφροδίτης Λατινοπούλου επειδή είπε κάτι πράγματι ιδιαιτέρως οξύ για την υστεροφημία Σημίτη.

Ενημερωτικά σάιτ έφθασαν στο σημείο να εξισώσουν τον Σημίτη με τον Λεπέν για να συγκρίνουν τη δήλωση του Αντώνη Σαμαρά για τον θάνατό του με την ανακοίνωση της Γαλλικής Προεδρίας για τον θάνατο του ηγέτη της γαλλικής Ακροδεξιάς και να τον κατηγορήσουν για εμπάθεια. Ενόχλησε που ο Μεσσήνιος τον αποκάλεσε «ιστορικό αντίπαλο της Ν.Δ.».

Η νέα καθεστωτική απαίτηση ήταν λοιπόν η εξής: Όλοι όσοι μιλήσουν δημοσίως να καθαγιάσουν τον πρώην πρωθυπουργό. Οι δύο τρεις που αποτόλμησαν, έστω ακαίρως και καθ’ υπερβολήν, να μιλήσουν πριν από την ταφή ερρίφθησαν στο πυρ το εξώτερον της ιεράς εξετάσεως.

Διαβάσαμε ακόμα αυτές τις ημέρες: Άρθρο του πρώην υπουργού και φίλου του Κώστα Σημίτη, Τάσου Γιαννίτση, ο οποίος, για να αποδείξει τη σεμνότητα και την ταπεινοφροσύνη του ανδρός, έγραψε ότι αντέδρασε στη διαγραφή του από το ΠΑΣΟΚ με απόφαση Παπανδρέου ως «βουλευτάκος της Άνω Ποταμιάς». Δυστυχώς, έτσι έχουν στο μυαλό τους στον εκσυγχρονισμό τους βουλευτές περιφερείας, έτσι τους βλέπουν: ως «βουλευτάκους».

Διαβάσαμε επίσης άρθρο του εξαιρετικού κατά τα λοιπά δημοσκόπου Στράτου Φαναρά, ο οποίος συγκινημένος ομολόγησε ότι «Πρόεδρε, αν με ξανακαλούσες, θα ανταποκρινόμουν στο κάλεσμά σου». Πρωτότυπο: Δημοσκόπος ανταποκρίνεται στο κάλεσμα πρωθυπουργού.

Διαβάσαμε ακόμα ομολογία ανταποκριτού μεγάλης γαλλικής εφημερίδας ότι την ημέρα εκλογής του Κώστα Σημίτη στην πρωθυπουργία το 1996 και πολύ πριν γίνει γνωστό το αποτέλεσμα έστειλε πιεζόμενος από τον δημοσιογραφικό χρόνο στο μέσο όπου απασχολείτο έτοιμο ρεπορτάζ για τη… νίκη του Κώστα Σημίτη. Χωρίς να έχει δεδομένα στη διάθεσή του. Αξιέπαινον, πράγματι.

Τέλος, διαβάσαμε την αποκάλυψη έγκριτου συναδέλφου μας, από τους καλύτερος της γενιάς του, για το πώς αντιλαμβανόταν ο αείμνηστος τη λειτουργία του Τύπου. Όταν εκείνος έγραψε ότι «ο Σημίτης δεν είναι καλός για παρέα στην ταβέρνα αλλά θα ήταν άριστος για… διαχειριστής πολυκατοικίας», ο πρώην πρωθυπουργός τού διαμαρτυρήθηκε εντόνως.

Μια λεπτή γραμμή ενώνει όλες τις παραπάνω συμπεριφορές: Η παραβίαση κάθε αρχής χάριν του σκοπού. Να γιατί μοιάζουν τα συστήματα. Τα πρώην, τα παρόντα και τα επόμενα. Γιατί ακολουθούν τις ίδιες ακριβώς πρακτικές. Χθες, σήμερα, αύριο.

Το τετραήμερο πένθος ήταν στην πραγματικότητα μια μοναδική ευκαιρία ανάδυσης και παράταξης όλου του συστήματος Σημίτη στην επιφάνεια όπως παρατάσσονται οι ναύτες και οι αξιωματικοί στην επιφάνεια των υποβρυχίων.

Ο ελιτισμός, η υποτίμηση, η περιφρόνηση, η βαθιά αποστροφή για καθετί λαϊκό, η απεμπόληση της ανεξαρτησίας και της ουδετερότητας θεσμών που προώρισται να είναι ανεξάρτητοι και ουδέτεροι και, τέλος, η παράταξη όλων των υπουργών του ΠΑΣΟΚ που αυτομόλησαν στη Ν.Δ. είναι ένα πρώτης τάξεως πολιτικό δώρο στην ελληνική κοινωνία.

Η πολιτική κληρονομιά του Κώστα Σημίτη

Ο θάνατος του Κώστα Σημίτη αποτέλεσε για πολλούς μία αφορμή να αναγνωρίσουν ότι το σύστημα που άφησε πίσω του συνεχίζει να κυριαρχεί και να επηρεάζει την πολιτική ζωή της χώρας, ενδεχομένως χωρίς να έχει υποστεί πραγματικές μεταρρυθμίσεις. Η Νέα Δημοκρατία, που ηττήθηκε πολιτικά από τον Σημίτη την περίοδο 2000-2004, σήμερα φαίνεται να ακολουθεί πολλές από τις πολιτικές του επιλογές, καθώς το ΠΑΣΟΚ του Σημίτη και οι πολιτικοί του συνεργάτες έχουν ενσωματωθεί πλήρως στον κυβερνητικό μηχανισμό. Η παράδοση και η αποδοχή του Σημίτη από το κατεστημένο πολιτικό σύστημα ενισχύει τη συνέχεια των πολιτικών, ακόμη κι αν οι περιστάσεις έχουν αλλάξει.

Αυτό οδηγεί σε μια πολιτική συνθήκη στην οποία η Νέα Δημοκρατία δεν είναι πια τόσο διαφορετική από το ΠΑΣΟΚ που εκπροσώπησε ο Σημίτης, καθώς οι πολιτικές των δύο κομμάτων συνυπάρχουν και πολλές φορές ταυτίζονται σε βασικές επιλογές. Οι κοινωνικές αντιφάσεις και τα προβλήματα που αντιμετώπισε η Ελλάδα κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης Σημίτη παραμένουν εν μέρει άλυτα, και το ίδιο φαίνεται να συμβαίνει και με τη σημερινή πολιτική κατάσταση, με τον εκσυγχρονισμό να παραμένει σε ισχύ, χωρίς να έχει ακολουθηθεί μια πραγματική ανανέωση της κοινωνικής και πολιτικής κουλτούρας.

Ετικέτες: