Οι μόνοι που ευημερούν είναι οι «συνδεδεμένοι» με το σύστημα εξουσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη
Η «επιτυχία της οικονομίας», όπως αρέσκεται να τη διακηρύσσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης και οι υπουργοί του, υπάρχει μόνο ως φάση ρητορική, ως σκηνικό μέσα στις ομιλίες και τις τηλεοπτικές εμφανίσεις, ως ένα αφήγημα που αναπαράγεται από τους πιστούς αυλικούς του επικοινωνιακού μηχανισμού.
Οι αριθμοί επιλέγονται, οι πίνακες προβάλλονται, οι δείκτες διαβάζονται αποσπασματικά, ενώ πίσω από την προσεκτικά σκηνοθετημένη εικόνα κρύβεται μια πραγματικότητα που οι πολίτες βιώνουν καθημερινά: η Ελλάδα της κοινωνικής κόπωσης, της φτώχειας, της ακρίβειας και της διαρκούς ανασφάλειας.
Η επιβεβαίωση αυτής της αντίφασης δεν προέρχεται από πολιτικούς αντιπάλους ή «κακοπροαίρετους», αλλά από τα ίδια τα επίσημα στοιχεία της Eurostat, τα οποία γκρεμίζουν τον κυβερνητικό μύθο. Σύμφωνα με τα πρόσφατα δεδομένα, η Ελλάδα είχε το 2024 τη χαμηλότερη αύξηση κοινωνικών δαπανών σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Οι συνολικές δαπάνες για κοινωνική προστασία ανήλθαν στα 54 δισεκατομμύρια ευρώ, έναντι 52,4 δισεκατομμυρίων το 2023· μια αύξηση μόλις 3,2%, τη στιγμή που ο μέσος ευρωπαϊκός όρος έφτασε στο 6,9%. Ακόμη πιο αποκαλυπτικό είναι το γεγονός ότι οι κοινωνικές δαπάνες ως ποσοστό του ΑΕΠ μειώθηκαν από το 23,3% στο 22,8%, όταν ο αντίστοιχος δείκτης στην υπόλοιπη Ευρώπη αυξήθηκε από 26,7% σε 27,3%.
Η στατιστική αποτυπώνει ψυχρά αυτό που η κοινωνία αισθάνεται θερμά: η κυβέρνηση επενδύει στη βιτρίνα, όχι στην κοινωνία. Οι αριθμοί δεν είναι απλώς ποσοστά· είναι σιωπηλές μαρτυρίες μιας πολιτικής που μετατρέπει το κοινωνικό κράτος σε λογιστικό υπόλοιπο. Πίσω από τη γλώσσα των εκθέσεων κρύβεται το γεγονός ότι η κοινωνική πολιτική συρρικνώνεται, οι ανισότητες βαθαίνουν και η καθημερινότητα των πολιτών γίνεται όλο και πιο δύσκολη.
Ο Έλληνας πολίτης δεν χρειάζεται καμία Eurostat για να καταλάβει ότι η «ευημερία» που του υπόσχονται υπάρχει μόνο στα δελτία ειδήσεων. Το νιώθει στο πορτοφόλι του, στα ψώνια του, στο ενοίκιο, στο ρεύμα, στα καύσιμα, στις διακοπές που δεν μπορεί να κάνει.
Το κόστος στέγασης έχει εξελιχθεί στη μεγαλύτερη κοινωνική παγίδα της εποχής: οι τιμές των ακινήτων έχουν εκτοξευθεί, τα ενοίκια αυξάνονται με ρυθμούς διψήφιους, και η ιδιοκατοίκηση έχει γίνει όνειρο για λίγους. Η νέα γενιά αναγκάζεται να παραμένει εξαρτημένη από την οικογένεια ή να συμβιώνει υπό ασφυκτικές οικονομικές συνθήκες, την ώρα που τα golden boys της κυβέρνησης μιλούν για «ισχυρή ανάπτυξη» και «νέα μεσαία τάξη».
Το ίδιο συμβαίνει και με την ακρίβεια. Οι τιμές στα ράφια των σούπερ μάρκετ παραμένουν σταθερά δυσανάλογες με τα εισοδήματα. Η καθημερινή κατανάλωση έχει μετατραπεί σε άσκηση επιβίωσης· κάθε επίσκεψη στο ταμείο είναι και μια μικρή ήττα της λογικής. Ακόμη και τα προϊόντα που διαφημίζονται ως «φθηνά» έχουν πια τιμές απαγορευτικές. Οι μισθοί δεν ακολουθούν, τα επιδόματα εξανεμίζονται από τους φόρους και η αγοραστική δύναμη συρρικνώνεται, την ώρα που η κυβέρνηση επιμένει να μιλά για «επιτυχίες» και «πρόοδο».
Η Ελλάδα είναι μια χώρα που πέρασε από τη φωτιά της κρίσης, υποτίθεται ότι βγήκε από τα μνημόνια, αλλά δεν κατάφερε ποτέ να βγει από τη νοοτροπία της λιτότητας. Οι δείκτες βελτιώνονται για τις αγορές, όχι για τους πολίτες. Η οικονομία αναπτύσσεται, αλλά το βιοτικό επίπεδο παραμένει στάσιμο. Η ρητορική της «ισχυρής Ελλάδας» δεν είναι τίποτε άλλο από μια επικοινωνιακή κατασκευή, ένα αφήγημα σχεδιασμένο για να προσφέρει πολιτικό οξυγόνο σε ένα σύστημα που έχει αποκοπεί από την πραγματική κοινωνία.
Το παράδοξο της εποχής είναι πως η κυβέρνηση Μητσοτάκη κατορθώνει να εμφανίζει την ύφεση ως πρόοδο και τη στασιμότητα ως ανάπτυξη. Επικαλείται δείκτες που δεν έχουν καμία σχέση με την καθημερινότητα, επικαλείται την εμπιστοσύνη των αγορών ενώ χάνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, μιλά για μεταρρυθμίσεις την ώρα που οι θεσμοί της κοινωνικής προστασίας καταρρέουν. Η Ελλάδα, σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά στοιχεία, ξοδεύει αναλογικά λιγότερα για τους πολίτες της από σχεδόν οποιαδήποτε άλλη χώρα της Ένωσης· και όμως, το αφήγημα της «ισχυρής Ελλάδας» συνεχίζει να επαναλαμβάνεται σαν ψαλμωδία.
Η μεταμνημονιακή περίοδος δεν είναι εποχή ευημερίας, είναι περίοδος προσαρμοσμένης επιβίωσης. Μια κοινωνία που αναγκάζεται να συμβιώσει με την ακρίβεια, την ενεργειακή ανασφάλεια, την υπερφορολόγηση, τη φτωχοποίηση των νέων εργαζομένων. Μια χώρα που έχει μάθει να αποδέχεται τη μετριότητα ως κανονικότητα και την επικοινωνία ως πολιτική. Όσο οι κοινωνικές δαπάνες συρρικνώνονται και η στέγαση μετατρέπεται σε προνόμιο, η Ελλάδα δεν μπορεί να μιλά για ανάπτυξη — μπορεί μόνο να μετρά τις απώλειες της κοινωνικής συνοχής της.
Η πραγματική ανάπτυξη δεν φαίνεται στα δελτία Τύπου ούτε στα συνέδρια των επιμελητηρίων· φαίνεται στα νοικοκυριά που δεν φοβούνται τον μήνα που έρχεται, στους νέους που μπορούν να σταθούν αυτόνομα, στους ηλικιωμένους που δεν μετρούν τα φάρμακά τους. Και σε αυτή τη χώρα, τέτοια εικόνα δεν υπάρχει.
Η επιτυχία υπάρχει μόνο για τους λίγους: για εκείνους που διαθέτουν κεφάλαιο, πρόσβαση, γνωριμίες. Για όσους είναι συνδεδεμένοι με το σύστημα εξουσίας που οικοδόμησε ο Κυριάκος Μητσοτάκης. Για τους υπόλοιπους, για τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών, η «ισχυρή Ελλάδα» είναι απλώς ένας ακόμη τίτλος ειδήσεων. Ένα σύνθημα που δεν ζει στις τσέπες, αλλά στα δελτία των οκτώ.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί
Όπλο και πυρομαχικά στο λιμάνι: Συναγερμός στην Ηγουμενίτσα