Οι τρεις αλήθειες που καλύφθηκαν στην συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν
Συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν: Η γερμανική πλευρά φέρεται να επιθυμεί να αναμιχθεί στον ελληνοτουρκικό πολιτικό διάλογο, με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ως το καλοκαίρι του 2024, αλλά η Αθήνα δεν έχει συμφέρον να δρα υπό ασφυκτικές προθεσμίες. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο Ερντογάν είναι κατά των παρεμβάσεων τρίτων, εμμένοντας στο αυστηρώς διμερές πλαίσιο, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει διευκρινίσει τη στάση του.
Η πέμπτη συνεδρίαση του Ανώτατου Συμβουλίου Συνεργασίας Ελλάδας-Τουρκίας (ΑΣΣ) ελπίζεται να οδηγήσει σε μία περίοδο ηρεμίας στο Αιγαίο και τη Νοτιοανατολική Μεσόγειο, που όλοι οι λογικοί άνθρωποι επιθυμούν να αποδειχθεί μακρά, αλλά το – ήδη μεγάλο – κόστος για την ελληνική διπλωματία είναι ότι ούτε καν ψέλλισε κάτι για το casus belli και τα τουρκολιβυκά μνημόνια του 2019 και του 2022. Όσο περνάει ο χρόνος και η Αθήνα θα συνομιλεί με την Άγκυρα ή τους εταίρους και συμμάχους, θα βρίσκει μπροστά της αυτή τη συνειδητή παράλειψη. Ποια χώρα, όσο φιλική κι αν είναι, θα λάβει σοβαρά υπόψη τις – κατόπιν εορτής – διαμαρτυρίες της θιγόμενης Ελλάδας; Παράλληλα, επιβεβαιώνονται τρεις αλήθειες που καλύφθηκαν από τα επικοινωνιακά σόου στην συνάντηση Μητσοτάκη Ερντογάν:
Πρώτον, η “Διακήρυξη των Αθηνών Περί Σχέσεων Φιλίας και Καλής Γειτονίας” ομοιάζει, σε μέγιστο βαθμό, με τα διαμειφθέντα (και αποτυπωμένα σε non-papers) κατά τις συναντήσεις των διπλωματικών συμβούλων Ελένης Σουρανή-Ιμπραχίμ Καλίν, στο Βερολίνο τον Ιούλιο του 2020, και Άννας-Μαρίας Μπούρα, εκ νέου με τον Καλίν, στις Βρυξέλλες, πέρυσι το Δεκέμβριο. Οι τότε ανταλλαγές απόψεων, που είχαν αποκαλυφθεί εσκεμμένα από την τουρκική πλευρά, περιέχονται πια σε ένα έγγραφο το οποίο, αν και δεν έχει νομική ή δεσμευτική ισχύ, επηρεάζει το προσεχές διαπραγματευτικό πλαίσιο.
Δεύτερον, η Διακήρυξη και ο τεχνητός ενθουσιασμός δικαιώνουν όσους υποστήριζαν ότι, κατά τη συνάντηση της Κωνσταντινούπολης το Μάρτιο του 2022, ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης είτε πραγματοποίησε μια μεγάλη στροφή στην ελληνική εξωτερική πολιτική προς τη διμερή συζήτηση όλων των θεμάτων (χωρίς την ασφάλεια του πλαισίου της ΕΕ και απόλυτο περιορισμό της ατζέντας στην υφαλοκρηπίδα και την ΑΟΖ) είτε άφησε να εννοηθεί η σχετική ετοιμότητά του στον πρόεδρο Ερντογάν. Η ελληνική πλευρά είχε αποφύγει να διαψεύσει τις επανειλημμένες δηλώσεις Ερντογάν για το διμερές πλαίσιο, αλλά πλέον διολισθαίνει, σαφώς, προς αυτή την κατεύθυνση. Τουλάχιστον τώρα, σε αντίθεση με τα λάθη του Μαρτίου 2022 (μη τήρηση επίσημων πρακτικών και μη έκδοση κοινού ανακοινωθέντος), αποτρέπονται άλλοι ακραίοι ισχυρισμοί της Άγκυρας.
Τρίτον, αν και ο Γερμανός καγκελάριος Όλαφ Σολτς ακολουθεί σκληρή πολιτική έναντι του κ. Μητσοτάκη (απαίτηση επιστροφής 40.000 κατόχων νόμιμων εγγράφων ασύλου στην Ελλάδα, αυστηρή οικονομική πολιτική της ΕΕ, περιορισμένες αποζημιώσεις για την αμυντική βοήθεια στην Ουκρανία), η κυβέρνηση αποδέχεται την καθοδηγητική δράση του Βερολίνου στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Οι συναντήσεις των Ελληνίδων διπλωματικών συμβούλων με τους Τούρκους ομολόγους τους είχαν γίνει με την παρουσία Γερμανών εγγυητών. Επίσης, ο κ. Σολτς, μετά τη συνάντηση του Οκτωβρίου 2022 με τον κ. Μητσοτάκη παρενέβη προς τον Ερντογάν, ενώ το ίδιο συνέβη κατά τις διαδοχικές επαφές του Καγκελάριου με τους ηγέτες της Ελλάδας και της Τουρκίας, στις 14 και 17 Νοεμβρίου 2023 αντίστοιχα.
Τί επιδιώκει η γερμανική πλευρά
Ενδεχομένως, από τη στιγμή που οι αμερικανοτουρκικές σχέσεις περνούν διακυμάνσεις, η Αθήνα ίσως θα ήταν λογικό να προτιμά τις παρεμβάσεις της Γερμανίας αντί των ΗΠΑ. Ωστόσο, όπως βεβαιώνουν ελληνικές και ξένες πηγές, ο Σολτς δεν έπραξε κάτι παραγωγικό πρόσφατα. Γιατί ο Τούρκος πρόεδρος, βάσει των δικών του συμφερόντων και σχεδιασμού, είχε προ-αποφασίσει τη δρομολόγηση ηπιότερων σχέσεων με το ΑΣΣ.
Επίσης, η γερμανική πλευρά φέρεται να επιθυμεί να αναμιχθεί στον ελληνοτουρκικό πολιτικό διάλογο, με σκοπό την επίτευξη συγκεκριμένων στόχων ως το καλοκαίρι του 2024, αλλά η Αθήνα δεν έχει συμφέρον να δρα υπό ασφυκτικές προθεσμίες. Σύμφωνα με τις ίδιες πηγές, ο Ερντογάν είναι κατά των παρεμβάσεων τρίτων, εμμένοντας στο αυστηρώς διμερές πλαίσιο, ενώ ο Έλληνας πρωθυπουργός δεν έχει διευκρινίσει τη στάση του ενόψει των προσεχών συναντήσεων των υφυπουργών Παπαδοπούλου και Ακσαπάρ.
Η υπόκλιση που συζητήθηκε
Ταυτόχρονα, η παραπολιτική διάσταση, που συζητείται ευρύτατα μεταξύ ξένων διπλωματών στην Αθήνα, είναι οι υποκλίσεις του υπουργού Εξωτερικών Γιώργου Γεραπετρίτη ενώπιον του Τούρκου προέδρου. Δυστυχώς, τα σχόλια που ακούγονται είναι κατεξοχήν αρνητικά. Ιδίως, από όσους επιθυμούν ταχεία ελληνοτουρκική προσέγγιση, επειδή καταλαβαίνουν ότι τέτοια φαινόμενα, τελικά, υπονομεύουν ακόμα κα τα ειλικρινή αμοιβαία βήματα.
Επιπλέον, κυριαρχούν οι ειρωνείες ότι ο Έλληνας υπουργός μάλλον θέλει να εισάγει νέο διπλωματικό δόγμα διεθνώς, αφού κανένας από τους 26 ομολόγους του στην ΕΕ δεν έχει ανακαλύψει τη χρησιμότητα τέτοιων υποκλίσεων ως τώρα! Ούτε, ασφαλώς, το είχε πράξει κανένας από τους προκατόχους του κ. Γεραπετρίτη, που τα ονόματά τους αναγράφονται στις μαρμάρινες πλάκες του νεοκλασικού κτιρίου της Βασιλίσσης Σοφίας 5…
Η «Συμφωνία της Αθήνας»… μια τεράστια σαπουνόφουσκα χωρίς βάρος
Η ουσιαστικότερη παράγραφος της ελληνοτουρκικής διακήρυξης των Αθηνών είναι η τελευταία, η οποία διευκρινίζει, πως αυτή δεν αποτελεί διεθνή συμφωνία, δεσμευτική για τα Μέρη κατά το Διεθνές Δίκαιο. Καμία πρόνοια της Διακήρυξης αυτής δεν πρέπει να ερμηνεύεται ότι παράγει νομικά δικαιώματα ή υποχρεώσεις για τα Μέρη… Αντιθέτως, με τη διακήρυξη φιλίας, το “τουρκολυβικό μνημόνιο παράγει νομικά αποτελέσματα. Το ίδιο και η οριοθέτηση της ΑΟΖ μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου. Από την άλλη πλευρά βέβαια, η Ελλάδα δεν είναι μια αναθεωρητική δύναμη στην περιοχή που επιζητεί αναθεώρηση της συνθήκης της Λωζάνης και επαναχαράξεις συνόρων.
Υπό την έννοια αυτή μια διακήρυξη φιλίας έστω που προβλέπει αποχή από μονομερείς ενέργειες, διάλογο και χρήση των αρχών του ΟΗΕ για επίλυση των διαφορών που προκύπτουν είναι θετική εξέλιξη, αρκεί να μην “αποκοιμίζει” τη διπλωματία και τις ένοπλες δυνάμεις. Είναι θετική εξέλιξη στον βαθμό που μπορεί να μειώσει τον αριθμό των αναχαιτίσεων πάνω από το Αιγαίο, η πυκνότητα των οποίων αυξάνει τις πιθανότητες κάποιου ατυχήματος ή μιας λάθος κίνησης που θα μπορούσε να οδηγήσει σε γενικότερη ανάφλεξη. Θετική εξέλιξη είναι επίσης γιατί αν τηρηθεί μπορεί να ξεπαγώσει τις οικονομικές δραστηριότητες μεταξύ των δυο χωρών με αμοιβαία οφέλη.
Πού οφείλεται η στροφή
Δεν έχουν περάσει ούτε 12 μήνες που ο Τούρκος πρόεδρος αναθεμάτιζε τον Έλληνα πρωθυπουργό, κραυγάζοντας στα πλήθη “Μητσοτάκης γιοκ”, επαναλάμβανε μονότονα “θα ‘ρθουμε κάποιο βράδυ ξαφνικά” και απαιτούσε την αποστρατιωτικοποίηση των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου. Τι συνέβη και άλλαξε τακτική λοιπόν; Κατ’ αρχήν μεσολάβησαν οι εκλογές στην Τουρκία όπου κατά το αποτέλεσμα, πήρε αυτό που ήθελε. Κυρίως, όμως, ο Ερντογάν πιέζεται από την ανάγκη εκσυγχρονισμού των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων και ειδικά της πολεμικής αεροπορίας του με αναβάθμιση των F-16. Είναι προφανές πως οι Αμερικανοί σύμμαχοι έχουν ζητήσει από την Τουρκία, μεταξύ άλλων και κάποια κίνηση καλής θελήσεως προς την Ελλάδα, προκειμένου να ξεμπλοκάρουν την πρόσβαση της γείτονος σε ανταλλακτικά και κυρίως την αναβάθμιση των F-16.
Καλές οι προεκλογικές παράτες με το τουρκικό μαχητικό 5ης γενιάς, αλλά μέχρι να πετάξει και να αποδειχτεί αξιόπιστο, θα περάσουν χρόνια και εν τω μεταξύ θα ‘χει χάσει την εναέρια ισχύ πάνω από το Αιγαίο. Η Ελλάδα με την αγορά των Rafale, μια μοίρα των οποίων είναι ήδη σε χρήση, και την αναβάθμιση των F-16 σε Viper αποκτά πλεονέκτημα πάνω από το Αιγαίο και αυτό αλλάζει τα δεδομένα σε βάρος της Τουρκίας. Η Τουρκία, λόγω των κακών χειρισμών του καθεστώτος Ερντογάν, βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και αυτό το αποδεικνύει η λύση απελπισίας της επιδίωξης προμήθειας 40 Eurofighter από το Η.Β. Αν δεν θέλουν οι ΗΠΑ όμως κανένας δεν θα επιτρέψει να τα αποκτήσει.
Οι κινήσεις καλής θέλησης προς την Ελλάδα αποσκοπούν στη δημιουργία ευνοϊκού κλίματος στη Δύση υπέρ της Τουρκίας. Το ισχυρό χαρτί της Τουρκίας, ως μέλος του ΝΑΤΟ, είναι η αποδοχή της εισόδου της Σουηδίας στη συμμαχία. Η διακήρυξη φιλίας με την Αθήνα αποτελεί απλώς μια ελάχιστη ένδειξη καλής θέλησης. Αν υπάρξει ανταπόκριση από τις ΗΠΑ η επόμενη κίνηση θα αφορά τη Σουηδία. Η επίθεση φιλίας της Άγκυρας προς την Αθήνα μοιάζει λοιπόν με έναν τακτικό ελιγμό. Η στρατηγική επιλογή της Τουρκίας που στοχεύει στην ανάδειξή της σε περιφερειακή δύναμη παραμένει σε ισχύ.
Προκειμένου να το πετύχει αυτό η Τουρκία θα πρέπει να συνεχίσει να αποστασιοποιείται από τη Δύση και να αναθεωρήσει τη συνθήκη της Λωζάνης που την περιορίζει στα σημερινά της σύνορα. Η παρουσία της στη Συρία, τη Λιβύη, στη σύγκρουση Αζέρων και Αρμενίων, όπως και οι αμφισβητήσεις της ελληνικής κυριαρχίας στο Αιγαίο και τη Ν.Α. Μεσόγειο σε αυτή τη στρατηγική εντάσσονται. Η τουρκική ηγεσία εμφορείται από τον αντιδυτικισμό και τις θολές ιδέες του Ευρασιατισμού, έχει όμως μια οικονομία σε κρίση η οποία εξαρτάται κατά 70-80% από τις εξαγωγές στη Δύση και οι ένοπλες δυνάμεις της είναι εξοπλισμένες με δυτικά όπλα. Θα χρειαστούν δεκαετίες και εκατοντάδες δισ. δολάρια για να απεξαρτηθεί… Θετική εξέλιξη λοιπόν, αλλά όπως συμβαίνει εδώ και δεκαετίες, είναι θέμα χρόνου να επανέλθουμε στην επόμενη περίοδο έντασης.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο