Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Όταν το κράτος δεν υπερασπίζεται το έθνος

Τα τελευταία χρόνια, η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε μια πορεία βαθιάς υποχώρησης και απώλειας στρατηγικής ταυτότητας, απογυμνωμένη από σταθερό πυρήνα και στοιχειώδη εθνική πυξίδα. Το ελληνικό κράτος, μέσω των εκάστοτε κυβερνήσεων και των χειρισμών του Υπουργείου Εξωτερικών, φέρεται με τρόπο που δεν συνάδει με αυτόν ενός κυρίαρχου, λειτουργικού κράτους. Αντίθετα, σε κρίσιμα ζητήματα που αφορούν ζωτικά εθνικά συμφέροντα, δίνει την εικόνα ενός κρατικού μορφώματος χωρίς συνοχή και χωρίς βούληση — ενός κράτους που λειτουργεί σαν προτεκτοράτο, χωρίς δική του φωνή.

Πώς να ερμηνεύσει διαφορετικά κανείς το γεγονός ότι η Ελλάδα, ενώ διαφωνούσε επί δεκαετίες με τη χρήση του όρου «Μακεδονία» από ένα μικρό γειτονικό κράτος που ούτε γεωγραφικά, ούτε ιστορικά, ούτε πολιτισμικά συνδέεται με τη Μακεδονία, τελικά το αναγνώρισε με το όνομα «Βόρεια Μακεδονία», παραχωρώντας και τη γλώσσα και την εθνική ταυτότητα; Και όλα αυτά σε ένα κράτος που δεν διέθετε ούτε στρατιωτική ισχύ, ούτε ουσιαστική πολιτική βαρύτητα, με μοναδικό διαπραγματευτικό χαρτί την ευνοϊκή στάση ορισμένων εξωτερικών παραγόντων. Έτσι, παρακάμφθηκε η αλήθεια της Ιστορίας, καταπατήθηκε η πολιτιστική κληρονομιά της Ελλάδας και δόθηκε σφραγίδα σε μια παραχάραξη που υπονομεύει διαχρονικά το εθνικό αφήγημα.

Κι ενώ η επιστημονική κοινότητα διεθνώς —πλην των Σκοπίων και ορισμένων εγχώριων «προθύμων»— αναγνωρίζει πως η περιοχή του σημερινού γειτονικού κράτους ουδέποτε ανήκε στην ιστορική Μακεδονία, πως η γλώσσα του είναι παραλλαγή του βουλγαρικού ιδιώματος και πως η έννοια «μακεδονική ταυτότητα» είναι κατασκευασμένο ιδεολόγημα του 20ού αιώνα, η Ελλάδα προχώρησε σε παραχωρήσεις που θα τη στοιχειώνουν. Την ίδια ώρα, σε εκδηλώσεις στην ελληνική επικράτεια, νεολαίοι φωνάζουν συνθήματα κατά της «Ελλάδας του Αιγαίου», με τη δικαιολογία ότι «μιλούν μακεδονικά» —δηλαδή, την «αναγνωρισμένη» πλέον γλώσσα των Σκοπίων— κάνοντας χρήση μιας συμφωνίας που άνοιξε ορθάνοιχτα την πόρτα σε μελλοντικές διεκδικήσεις μειονοτικού χαρακτήρα εντός της ελληνικής Μακεδονίας.

Κι ενώ αυτά συμβαίνουν, ορισμένοι πολιτικοί και διαμορφωτές γνώμης επιμένουν να υπερασπίζονται την περιβόητη Συμφωνία των Πρεσπών, σαν να πρόκειται για διπλωματικό επίτευγμα, τη στιγμή που συνιστά, για τον ελληνισμό, σημείο καμπής και στρατηγικής ήττας. Αν κάποιοι νιώθουν να πιέζονται από τους λεγόμενους συμμάχους μας, ας δουν την πολιτική της Βουλγαρίας, που με συνέπεια και χωρίς εκπτώσεις μπλόκαρε την ευρωπαϊκή πορεία των Σκοπίων με μόνο όπλο την ιστορική της επιμονή και τα εθνικά της όρια.

Αντίστοιχη περίπτωση και η Αλβανία. Η Ελλάδα έδωσε το πράσινο φως για την ένταξή της στο ΝΑΤΟ, χωρίς να εξασφαλίσει ρητή, δεσμευτική επίλυση του θέματος της ΑΟΖ και της υφαλοκρηπίδας. Το 2009 υπεγράφη συμφωνία, την οποία η Αλβανία ακύρωσε υπό την επιρροή της Τουρκίας. Έκτοτε, επί πέντε χρόνια, η Ελλάδα σέρνεται πίσω από ένα υποτιθέμενο συνυποσχετικό που δεν υπογράφεται ποτέ. Η ίδια χώρα συνεχίζει την πολιτική αφελληνισμού της Βορείου Ηπείρου, λεηλατώντας ελληνικές περιουσίες, μετατρέποντας την καταπίεση των Ελλήνων της περιοχής σε θεσμική πράξη. Κι ενώ παραμένουν άλυτα τα πιο ουσιώδη, έρχεται να προτάξει και το ανύπαρκτο «ζήτημα των Τσάμηδων», με χάρτες που παρουσιάζουν ελληνικά εδάφη ως αλβανική επικράτεια. Η σιωπή της Ελλάδας; Εκκωφαντική.

Η αποτυχία δεν σταματά εκεί. Ο Χαλίφα Χαφτάρ, ηγέτης της ανατολικής Λιβύης, επισκέφθηκε την Αθήνα σε μια κρίσιμη στιγμή. Είχε ανάγκη λίγη διπλωματική στήριξη για να μη νομιμοποιηθεί η κυβέρνηση Σαράζ, την οποία στήριζε ενεργά η Τουρκία, και να αποτρέψει την κατοχύρωση του παράνομου τουρκολιβυκού μνημονίου. Και όμως: όχι μόνο δεν του προσφέρθηκε καμία βοήθεια, αλλά η κυβέρνηση, μέσω του τότε συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας Θάνου Ντόκου, υπονόμευσε την επίσκεψη. Ο Χαφτάρ εγκαταλείφθηκε και, όπως ήταν φυσικό, ο συσχετισμός ισχύος άλλαξε υπέρ της Άγκυρας. Την ίδια ώρα, η Ελλάδα στήριξε με όπλα και πυρομαχικά την Ουκρανία, διαρρηγνύοντας πλήρως τις σχέσεις με τη Ρωσία, έναν δυνάμει χρήσιμο γεωπολιτικό παίκτη στην περιοχή. Στο τέλος, δεν κρατήσαμε ούτε την Τρίπολη ούτε τη Μόσχα.

Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, μπροστά μας έρχεται το θέμα της «Γαλάζιας Πατρίδας», της αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, της Κάσου και των κυριαρχικών δικαιωμάτων στο Αιγαίο. Θέματα που επί του παρόντος αποσιωπώνται αλλά δεν παύουν να συσσωρεύονται επικίνδυνα. Η τουρκική πολιτική, ανοιχτά αναθεωρητική, οικοδομεί τετελεσμένα την ώρα που η Ελλάδα οπισθοχωρεί με ρητορικές στρογγυλεύσεις και παθητικές διπλωματικές θέσεις.

Η λύση δεν είναι άλλη: η Ελλάδα οφείλει να λειτουργήσει ως κανονικό κράτος. Να σταθεί στο ύψος της Ιστορίας της και να προασπίσει τα εθνικά της συμφέροντα με σοβαρότητα, συνέπεια και αποφασιστικότητα. Δεν γίνεται να λειτουργούμε διαρκώς με βάση τις επιθυμίες τρίτων ή να υποχωρούμε σε κάθε εξωτερική πίεση, παραμερίζοντας ζωτικά εθνικά ζητήματα.

Τα κράτη επιβιώνουν όταν μάχονται για τον εαυτό τους, για την υπόστασή τους, για την ψυχή τους. Όταν αφήνουν την τύχη τους στα χέρια άλλων, σβήνουν — όχι με πάταγο, αλλά με σταθερό και επώδυνο μαρασμό.

Ετικέτες: