Παραιτήθηκε ο μοναδικός παιδίατρος της Ίου – «Η ιατρική στα νησιά θυμίζει άλλες εποχές»
Χωρίς παιδίατρο μένει η Ίος, καθώς ο μοναδικός γιατρός που κάλυπτε επί σειρά ετών τις ανάγκες των παιδιών του νησιού υπέβαλε την παραίτησή του, καταγγέλλοντας σοβαρές ελλείψεις και εξαντλητικές συνθήκες εργασίας. Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν, που υπηρέτησε στο νησί για τέσσερα χρόνια, αποφάσισε να αποχωρήσει, επισημαίνοντας ότι οι συνθήκες που επικρατούν στην ιατρική περίθαλψη των μικρών νησιών παραπέμπουν σε άλλες δεκαετίες, με ανεπαρκή μέσα και περιορισμένες δυνατότητες να προσφερθούν υπηρεσίες σύγχρονου επιπέδου.
«Η ιατρική στα μικρά νησιά συχνά θυμίζει δεκαετίες του παρελθόντος», ανέφερε χαρακτηριστικά, «με πενιχρά μέσα που δυσχεραίνουν την παροχή ιατρικών υπηρεσιών επιπέδου ανάλογου με την τεχνολογική πρόοδο της εποχής». Παράλληλα, περιγράφει ένα πλαίσιο υπερεργασίας, όπου η πίεση και η συνεχής εγρήγορση έγιναν καθημερινότητα, χωρίς στήριξη, χωρίς αναπνοή.
Η ιστορία του ξεκινά τον Δεκέμβριο του 2020, όταν ο δήμαρχος Ιητών, σε τηλεοπτική εκπομπή και εν μέσω της πανδημίας COVID-19, απηύθυνε δημόσια έκκληση για τη στελέχωση της παιδιατρικής φροντίδας στο νησί, όπου ζουν σχεδόν 400 παιδιά. Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν, έχοντας μόλις ολοκληρώσει την ειδικότητά του, ανταποκρίθηκε στο κάλεσμα με αίσθημα ευθύνης και διάθεση προσφοράς, αναλαμβάνοντας μια αποστολή για την οποία –όπως λέει ο ίδιος– καμία θεωρητική εκπαίδευση δεν τον είχε προετοιμάσει: την αποκλειστική ευθύνη για την υγεία όλων των παιδιών της Ίου.
Η άφιξή του στο νησί τον Φεβρουάριο του 2021 σηματοδότησε την έναρξη μιας απαιτητικής αλλά και ανθρώπινης διαδρομής. Όπως ο ίδιος σημειώνει, αυτή η πορεία ήταν γεμάτη από στιγμές συγκίνησης, άγχους, δυσκολιών αλλά και ομορφιάς. Ωστόσο, η καθημερινή μάχη με τις ελλείψεις και την υποστελέχωση, σε συνδυασμό με το βάρος της μοναδικότητας του ρόλου του, τελικά τον οδήγησαν στο όριο.
Η αποχώρησή του αναδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα χρόνια και δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των μικρών νησιών στο πεδίο της δημόσιας υγείας. Και αφήνει πίσω της ένα νησί χωρίς παιδίατρο.
Όπως ο ίδιος σημειώνει, αυτή η πορεία ήταν γεμάτη από στιγμές συγκίνησης, άγχους, δυσκολιών αλλά και ομορφιάς. Ωστόσο, η καθημερινή μάχη με τις ελλείψεις και την υποστελέχωση, σε συνδυασμό με το βάρος της μοναδικότητας του ρόλου του, τελικά τον οδήγησαν στο όριο.
Η αποχώρησή του αναδεικνύει με τον πιο εύγλωττο τρόπο τα χρόνια και δομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι κάτοικοι των μικρών νησιών στο πεδίο της δημόσιας υγείας. Και αφήνει πίσω της ένα νησί χωρίς παιδίατρο.
Ο μοναδικός παιδίατρος της Ίου υπέβαλε την παραίτησή του, βάζοντας τέλος σε μια τετραετή πορεία στο νησί που σφραγίστηκε από αφοσίωση, υπερπροσπάθεια και ειλικρινή σχέση με την τοπική κοινωνία. Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν, επιμελητής Α’ Παιδιατρικής στο Κέντρο Υγείας Ίου, ανακοίνωσε δημόσια την αποχώρησή του, παραθέτοντας τους λόγους που τον οδήγησαν σε αυτή τη δύσκολη απόφαση: την έλλειψη υποδομών, τις εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, την απουσία ουσιαστικής στήριξης και την ανάγκη να προστατεύσει την προσωπική του υγεία και αξιοπρέπεια.
Όπως σημειώνει ο ίδιος, από την πρώτη στιγμή που έφτασε στο νησί τον Φεβρουάριο του 2021, αναπτύχθηκε σταδιακά μια σχέση εμπιστοσύνης και σεβασμού με τις οικογένειες και τα παιδιά της Ίου. Αυτός ο δεσμός ξεκίνησε ως μια επαφή ανάγκης και επιφυλάξεων, αλλά εξελίχθηκε σε αμοιβαία εμπιστοσύνη, και –όπως λέει– σε πολλές περιπτώσεις, σε πραγματική φροντίδα, φιλία και ευγνωμοσύνη. «Είμαι περήφανος για τη διαδρομή αυτή», υπογραμμίζει, «τόσο γιατί ήταν η πρώτη μου θέση ως ειδικευμένος παιδίατρος, όσο και γιατί κλήθηκα να διαχειριστώ πλήθος αντιξοοτήτων. Και παρά τους κλυδωνισμούς, το πρόσημο της προσπάθειάς μου παρέμεινε σταθερά θετικό».
Η παραίτησή του, όπως εξηγεί, ήταν μια αναγκαστική επιλογή και όχι παρόρμηση. «Αποφάσισα να παραιτηθώ από τη θέση του επιμελητή Α’ παιδιατρικής στο Κέντρο Υγείας Ίου, καθώς τόσο η επαγγελματική και επιστημονική μου αξιοπρέπεια, όσο και η φροντίδα της υγείας μου και η προστασία μου από καταστάσεις που συχνά υπερβαίνουν τη λογική, το επιτάσσουν». Ο ίδιος αναφέρει ότι η ιατρική στα μικρά νησιά θυμίζει εποχές περασμένων δεκαετιών, με ελάχιστα μέσα που δεν ανταποκρίνονται στις ανάγκες του σήμερα και δεν επιτρέπουν την παροχή φροντίδας αντάξιας της τεχνολογικής εξέλιξης και των δυνατοτήτων της εποχής.
Η παραίτησή του δεν είναι μια απλή διοικητική πράξη – είναι κραυγή για την εγκατάλειψη των νησιών, για τις δομικές αδυναμίες του συστήματος υγείας στην περιφέρεια, για τη μοναξιά του επαγγελματία που σηκώνει μόνος του το βάρος μιας ολόκληρης κοινότητας. Είναι προειδοποίηση. Και είναι μια απώλεια που η Ίος καλείται τώρα να διαχειριστεί χωρίς να έχει, ακόμα, καμία εναλλακτική.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, η πραγματική ανταμοιβή του δεν ήταν ποτέ οικονομική. Ήταν το «ευχαριστώ» των γονιών, η εμπιστοσύνη που του έδειξαν, το γέλιο των παιδιών που αντικαθιστούσε τα δάκρυα στο ιατρείο, η αποδοχή του από μια κοινότητα που του επέτρεψε να προσφέρει. «Η εμπιστοσύνη σας στη διαχείριση πολλών ευαίσθητων καταστάσεων, κοινωνικής ή ψυχοκοινωνικής φύσης, η ανταπόκρισή σας στο κάλεσμα για ημερίδες επιμόρφωσης, η συνεργασία με τους εκπαιδευτικούς, οι δράσεις στα σχολεία… όλα αυτά ήταν η αληθινή ανταμοιβή», τονίζει.
Παρά τις προσπάθειες και την αφοσίωσή του, οι συνθήκες –όπως τις περιγράφει– ήταν απάνθρωπες. Οι ελλείψεις δομικές, η καθημερινότητα εξουθενωτική, και το αίσθημα μοναξιάς επαγγελματικά ασφυκτικό. Η ιατρική στα μικρά νησιά, όπως επισημαίνει, μοιάζει να έχει καθηλωθεί σε προηγούμενες δεκαετίες, χωρίς υποδομές και χωρίς υποστήριξη, γεγονός που κάνει αδύνατη την παροχή φροντίδας με βάση τα σημερινά επιστημονικά και τεχνολογικά δεδομένα. «Αποφάσισα να παραιτηθώ γιατί τόσο η επαγγελματική και επιστημονική μου αξιοπρέπεια, όσο και η φροντίδα της υγείας μου και η προστασία μου από καταστάσεις που συχνά υπερβαίνουν τη λογική, το επιτάσσουν», εξηγεί.
Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν δεν περιορίστηκε στην Ίο. Στο βαθμό που του το επέτρεψαν οι συνθήκες, μετέφερε την παιδιατρική του φροντίδα και στη Φολέγανδρο και στη Σίκινο, αποδεικνύοντας στην πράξη τι σημαίνει δημόσια υγεία σε νησιωτικές και απομονωμένες περιοχές. Η παραίτησή του δεν είναι απλώς μια προσωπική επιλογή. Είναι προειδοποίηση. Είναι κραυγή. Είναι υπενθύμιση πως χωρίς ανθρώπους, καμία δομή υγείας δεν στέκεται. Και χωρίς στήριξη, καμία προσφορά δεν μπορεί να συνεχιστεί.
«Εξ αρχής γνώριζα πως θα είναι δύσκολο να ασκήσω το έργο μου με επιστημονική αρτιότητα και να εξασφαλίσω τη συνεχιζόμενη εκπαίδευση και εξέλιξή μου ως επιστήμονας», παραδέχεται. Δεν εγκατέλειψε. Πάλεψε με τα εργαλεία που είχε, εκμεταλλεύτηκε την τεχνολογία της τηλεϊατρικής, διατηρούσε συνεχή επικοινωνία με παιδιατρικά νοσοκομεία της Αθήνας – μεταξύ αυτών το Πανεπιστημιακό Γενικό Νοσοκομείο “Αττικόν” και τα Παίδων “Αγία Σοφία” και “Αγλαΐα Κυριακού”. Έτσι, όπως λέει, κατάφερε να προσφέρει ικανές διαγνωστικές και θεραπευτικές λύσεις, περιορίζοντας τις παραπομπές και τις αναγκαίες μετακινήσεις παιδιών προς την πρωτεύουσα.
Ο ίδιος μιλά για την ιατρική στα μικρά νησιά ως μια πραγματικότητα καθηλωμένη σε δεκαετίες του παρελθόντος, «με πενιχρά μέσα που δυσχεραίνουν την παροχή ιατρικών υπηρεσιών επιπέδου ανάλογου με την τεχνολογική πρόοδο της εποχής». Ωστόσο, στη δύσκολη αυτή διαδρομή, η σχέση του με την κοινωνία της Ίου μετατράπηκε από ουδέτερη ανοχή σε βαθιά εμπιστοσύνη. Το ευχαριστώ των γονιών, η αγκαλιά των παιδιών, η αποδοχή, η στήριξη και η αλληλεπίδραση με την κοινότητα, του έδωσαν το κίνητρο να συνεχίσει όσο άντεχε. «Η ανταμοιβή μου ήταν η αγάπη σας, το γέλιο των παιδιών που πήρε τη θέση του φόβου στο ιατρείο, η εμπιστοσύνη σας σε κρίσιμες στιγμές», σημειώνει.
Αναφέρθηκε ακόμη στις εκπαιδευτικές δράσεις που οργάνωσε για τους γονείς, τις συνεργασίες με σχολεία όλων των βαθμίδων και τις παρεμβάσεις του, στο μέτρο του δυνατού, και σε άλλα νησιά όπως η Φολέγανδρος και η Σίκινος. Όμως, όπως τονίζει, ήρθε το όριο. «Η επαγγελματική και επιστημονική μου αξιοπρέπεια, η υγεία μου και η ανάγκη προστασίας από καταστάσεις που υπερβαίνουν τη λογική, επιτάσσουν την αποχώρησή μου».
Με την παραίτησή του, δεν αποχωρεί μόνο ένας γιατρός. Φεύγει ένα στήριγμα για εκατοντάδες οικογένειες, ένα πρόσωπο αναφοράς, ένα σημείο σταθερότητας για την τοπική κοινωνία. Και μένει πίσω ένα νησί χωρίς παιδίατρο, ξανά μόνο του.
Στα τέσσερα και πλέον χρόνια παρουσίας του στην Ίο, εργάστηκε διαρκώς με επίγνωση του ρίσκου, «ενάντια στον φόβο και το άγχος ενός πιθανού επείγοντος περιστατικού». Με σοβαρότητα και ψυχραιμία, πήρε κρίσιμες αποφάσεις για τις λιγοστές –και πάντα απολύτως αναγκαίες– διακομιδές παιδιών προς τα παιδιατρικά νοσοκομεία της Αθήνας. Όμως, όπως καταγγέλλει, η αγωνία του για την αδυναμία παροχής ολιστικής φροντίδας ήταν καθημερινή. «Βίωσα μαζί σας τις ελλείψεις του συστήματος σε σημαντικούς τομείς, όπως η αναπτυξιακή ιατρική και η ψυχική υγεία», σημειώνει, αναδεικνύοντας ένα από τα πιο κρίσιμα και συχνά αποσιωπημένα προβλήματα που αντιμετωπίζουν τα παιδιά και οι οικογένειες σε απομακρυσμένες περιοχές.
Η αποχώρησή του αφήνει ένα τεράστιο κενό – όχι μόνο για την Ίο, αλλά και για τα γύρω νησιά που εξυπηρετούσε περιστασιακά, όπως η Φολέγανδρος και η Σίκινος. Όμως, αφήνει και ένα ισχυρό μήνυμα: πως η αφοσίωση δεν αρκεί όταν το κράτος απουσιάζει· πως η υπευθυνότητα δεν πρέπει να σημαίνει εξάντληση· και πως η ισότητα στην υγεία δεν μπορεί να είναι προνόμιο της γεωγραφίας.
Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν φεύγει όχι επειδή δεν άντεξε. Φεύγει γιατί δεν δέχεται να ανεχτεί.
Όπως αναφέρει, «στις αντιξοότητες ήρθαν στην πορεία του χρόνου να προστεθούν οι αλλεπάλληλες αποχωρήσεις εργαζόμενων από όλα τα πόστα», γεγονός που οδήγησε σε δραματική μείωση της επάρκειας και της ετοιμότητας του Κέντρου Υγείας. Μείνανε λιγότεροι, να κάνουν περισσότερα, με λιγότερα. Την ίδια στιγμή, η φτωχή οργάνωση στη διαχείριση πόρων, υλικών και ανθρώπινου δυναμικού, η εξαιρετικά αργή ανταπόκριση σε αιτήματα ανανέωσης τεχνολογικού και φαρμακευτικού εξοπλισμού, αλλά και η έλλειψη συνεργατικής κουλτούρας, δημιούργησαν ένα ασφυκτικό περιβάλλον εργασίας.
Ο γιατρός δεν διστάζει να αναφερθεί και στις διαπροσωπικές δυναμικές που επιβάρυναν την κατάσταση. Μιλά για την απουσία διάθεσης για κοινές δράσεις, για αποδοτική συνεργασία, για συλλογική επιστημονική πρόοδο. «Έλειπε η διάθεση να μάθουμε από τα λάθη μας και να εργαστούμε μαζί, ώστε να γίνουμε καλύτεροι στις δουλειές μας – για εσάς, τους έχοντες ανάγκη τις υπηρεσίες μας», σημειώνει, απευθυνόμενος στην τοπική κοινωνία.
Η εικόνα που περιγράφει είναι ξεκάθαρη: ένα Κέντρο Υγείας που απογυμνώνεται μέρα με τη μέρα, χωρίς επάρκεια, χωρίς προοπτική, χωρίς συνοχή. Και μέσα σε αυτό, ένας γιατρός που κλήθηκε να καλύψει μόνος του ένα κρίσιμο κομμάτι της δημόσιας φροντίδας, ενώ το σύστημα κατέρρεε γύρω του. Αντί να γίνει στήριγμα, το κράτος γύρισε την πλάτη. Αντί να λειτουργήσει σαν ομάδα, το προσωπικό εγκλωβίστηκε σε αδράνεια και ατομισμό.
Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν δεν αποχωρεί σιωπηλά. Φεύγει καταγγέλλοντας την αδικία, την αδιαφορία, τη συστημική υποβάθμιση της υγείας στις νησιωτικές περιοχές. Και αφήνει πίσω του ένα νησί χωρίς παιδίατρο – και ένα Κέντρο Υγείας που έχει πάψει να λειτουργεί όπως πρέπει.
Όπως ο ίδιος αναφέρει, η στάση του Κέντρου Υγείας απέναντί του δεν ήταν απλώς αδιάφορη – συχνά ήταν εχθρική. «Αισθάνομαι πικρία», γράφει, «καθώς οι παρατηρήσεις και οι επισημάνσεις μου εντός του περιβάλλοντος εργασίας αντιμετωπίζονται από απαθώς ως αρνητικά, ανεξάρτητα από το περιεχόμενό τους».
Ο γιατρός αναδεικνύει μια βαθύτερη παθογένεια: την εσωστρέφεια και την αδυναμία του συστήματος να αξιοποιήσει ευκαιρίες, ακόμα και όταν βρίσκονται μπροστά του. Παρότι δεκάδες πρωτοβουλίες και δράσεις για την υγεία των κατοίκων της Ίου έχουν πραγματοποιηθεί –επισκέψεις ιατρικών ομάδων, προληπτικοί έλεγχοι, ημερίδες πρώτων βοηθειών, σεμινάρια για ψυχοκοινωνικά ζητήματα, προγράμματα γονεϊκότητας, αιμοδοσίες– η συμμετοχή του Κέντρου Υγείας, σύμφωνα με τον ίδιο, ήταν σχεδόν ανύπαρκτη. «Με μηδαμινή ως μηδενική συμμετοχή της υγειονομικής μας δομής και με πτωχή οργάνωση», επισημαίνει, με αποτέλεσμα αυτές οι πρωτοβουλίες να μένουν αναξιοποίητες και ο ίδιος, ως επιμελητής παιδίατρος, να αδυνατεί να τις εντάξει ουσιαστικά στο έργο του.
Δεν πρόκειται για τυπική παραίτηση. Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν φεύγει με πλήρη συνείδηση ότι το πρόβλημα δεν είναι ατομικό. Είναι δομικό. Μιλά για έναν μηχανισμό που αντί να λειτουργεί ως εργαλείο προσφοράς και εξέλιξης, λειτουργεί σαν τείχος που απομονώνει, υπονομεύει και τελικά αποθαρρύνει κάθε προσπάθεια βελτίωσης. Και σε αυτό το πλαίσιο, η επιστημονική του φωνή –όσο κι αν στηρίχθηκε από την τοπική κοινωνία– έμεινε χωρίς ουσιαστική απάντηση εντός του ίδιου του χώρου εργασίας του.
Η αποχώρησή του, όσο σιωπηλή κι αν επιχειρηθεί να παρουσιαστεί, είναι πολιτική πράξη. Είναι μήνυμα για κάθε επαγγελματία που επιμένει να βλέπει την υγεία ως συλλογική υπόθεση και όχι ως ρουτίνα. Και ταυτόχρονα, είναι μια προειδοποίηση: χωρίς ουσιαστική στήριξη και συνεργασία, ακόμη και οι πιο ικανοί λειτουργοί δεν μένουν. Φεύγουν. Και μαζί τους, χάνονται ευκαιρίες, σχέσεις, δομές.
«Πολλά από τα ζητήματα αυτά είναι γνωστά σε αρκετούς από εσάς», γράφει χαρακτηριστικά. «Είναι ζωτικής σημασίας οι θεσμοί να λειτουργούν με τρόπο τυπικό και αποτελεσματικό για την ελαχιστοποίηση αυτών των φαινομένων». Ωστόσο, η πραγματικότητα που περιγράφει είναι το ακριβώς αντίθετο: τέσσερα χρόνια διαρκών προσπαθειών να ακουστεί, με κάθε δυνατό και θεσμικά ενδεδειγμένο τρόπο, χωρίς καμία ουσιαστική ανταπόκριση.
Από τις άτυπες, καθημερινές προφορικές παρεμβάσεις στους συναδέλφους και τους υπεύθυνους του Κέντρου Υγείας, μέχρι την αποστολή επίσημων εγγράφων και αιτημάτων προς τις ανώτερες βαθμίδες του συστήματος υγείας, ο Σωτήρης Σεμερτζιάν περιγράφει μια διαδρομή κλιμακούμενης αγωνίας και θεσμικής σιωπής. Όλες του οι εκκλήσεις –για βελτίωση εξοπλισμού, υποστήριξη, στελέχωση, ουσιαστική συνεργασία– έμειναν χωρίς απάντηση. «Δεν έχω βρει ανταπόκριση», δηλώνει με πικρία.
Το μήνυμα είναι σαφές και επείγον. Ένας νέος επιστήμονας, που υπηρέτησε με αφοσίωση και προσήλωση μια παραμεθόρια κοινωνία, βρέθηκε θεσμικά μόνος. Και όταν οι θεσμοί αδρανούν, οι επαγγελματίες εξαντλούνται. Οι κοινότητες μένουν εκτεθειμένες. Και το σύστημα καταρρέει, αργά και αθόρυβα.
Η παραίτηση του Σωτήρη Σεμερτζιάν είναι κάτι πολύ περισσότερο από μια προσωπική απόφαση. Είναι ένα τεκμήριο αποτυχίας. Και μια κραυγή που κανένας υπεύθυνος δεν έχει πια το περιθώριο να αγνοήσει.
«Η χρήση των δημόσιων υπηρεσιών αφορά πρωτίστως τους κατοίκους μιας περιοχής και, εφόσον εκείνοι φέρονται ικανοποιημένοι, ενέργειες σαν τις δικές μου εκλαμβάνονται ως παράπονα ενός ιδιόρρυθμου υπαλλήλου», αναφέρει, δίνοντας το στίγμα της μοναξιάς που έζησε εντός της υπηρεσίας του. Παρά τις προσπάθειές του να αναδείξει διαρθρωτικά προβλήματα, να εισηγηθεί λύσεις, να συνδέσει τη δομή με την κοινωνία και να προτείνει συλλογικές βελτιώσεις, η απουσία θεσμικής ανταπόκρισης τον άφησε να παλεύει μόνος.
Ακόμα και η προβλεπόμενη συμμετοχή της τοπικής κοινωνίας στη λειτουργία του Κέντρου Υγείας –μέσω εκπροσώπων στα θεσμικά όργανα– έμεινε, όπως λέει, «σε τυπικό επίπεδο, χωρίς να προσφέρει ουσιαστική λύση σε κανένα ζήτημα». Ο μηχανισμός που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως δικλείδα ασφαλείας απέναντι στη θεσμική απραξία, απλώς δεν λειτούργησε.
Η τελευταία του αναφορά απευθύνεται άμεσα στην κοινωνία που υπηρέτησε: «Αγαπητοί συμπολίτες, κάτοικοι της Ίου, γονείς, εκπαιδευτικοί, συνάδελφοι και συνεργάτες», γράφει. «Επί τέσσερα και πλέον χρόνια έχω βάλει τα δυνατά μου, σε πείσμα κάθε άδολης αδράνειας ή δολερής αντιξοότητας, να σας προσφέρω το καλύτερο που μπορώ. Με αίσθημα καθήκοντος, επιστημονική, επαγγελματική και προσωπική αξιοπρέπεια».
Φεύγει με καθαρή συνείδηση. Όχι επειδή δεν άντεξε, αλλά επειδή έδωσε τα πάντα. Και αποχωρεί από ένα σύστημα που δεν τον στήριξε, δεν τον άκουσε και –το χειρότερο– δεν αξιοποίησε ούτε τη γνώση του, ούτε την προθυμία του. Όταν ένας επαγγελματίας φτάνει στο σημείο να απολογείται για την προσφορά του, η ευθύνη βαραίνει αυτούς που αδιαφόρησαν.
Η παραίτηση του Σωτήρη Σεμερτζιάν είναι κάτι περισσότερο από αποχώρηση. Είναι τεκμήριο αποτυχίας ενός συστήματος που δεν θέλει να αλλάξει. Και, ταυτόχρονα, μια υπενθύμιση πως η ευθύνη δεν τελειώνει με την επίσημη υπογραφή μιας παραίτησης — μόλις τότε αρχίζει.
«Πολλές φορές έχω φτάσει στα όριά μου και τα έχω υπερβεί», γράφει, ξεκαθαρίζοντας ότι πάντα φρόντιζε αυτό να μην επηρεάζει ούτε τη συμπεριφορά του απέναντι στους ασθενείς, ούτε την ποιότητα της ιατρικής που πρόσφερε. Όμως, η αντοχή έχει όριο – και το δικό του δοκιμάστηκε επί χρόνια. Υπέστη, όπως λέει, διαρκή υποτίμηση του ρόλου του, παρά τη θέση του ως επιμελητής Α’ στο ΕΣΥ. Δεν του αναγνωρίστηκε το αυτονόητο δικαίωμα συμμετοχής στον καθορισμό του προγράμματός του, του ωραρίου του, των εφημεριών του. Δεν ανταμείφθηκε δίκαια σε σχέση με τη συνεισφορά του. Δεν του δόθηκε η ευκαιρία να μεταδώσει γνώση, να συμμετάσχει ισότιμα σε μια κοινότητα επιστημόνων – να θεωρηθεί μέλος μιας ομάδας.
Ακόμα και η φράση «υπηρεσιακές ανάγκες», που συχνά προβάλλεται ως επιχείρημα για κάθε απόφαση, φαντάζει κενή, όπως περιγράφει. Καμία από αυτές τις ανάγκες δεν βασίστηκε σε δικά του δεδομένα ή προτάσεις, παρότι είναι ο μοναδικός αρμόδιος για την παιδιατρική φροντίδα στο νησί. «Ως δια μαγείας διαμορφώνονται», γράφει ειρωνικά, «χωρίς να μου ζητηθεί ποτέ πληροφορία για το ποιες είναι οι πραγματικές ανάγκες του παιδιατρικού πληθυσμού της Ίου».
Η μαρτυρία του ξεγυμνώνει με ακρίβεια το πρόβλημα: ένα Κέντρο Υγείας που λειτουργεί χωρίς διαφάνεια, χωρίς συλλογικότητα, χωρίς σεβασμό στους ανθρώπους που το κρατούν όρθιο. Και ένας γιατρός που τιμήθηκε από την κοινωνία, αλλά αγνοήθηκε από τη διοίκηση. Που αντέδρασε, πρότεινε, μίλησε – αλλά κανείς δεν ήθελε ν’ ακούσει.
Η αποχώρησή του δεν είναι απώλεια μόνο για την Ίο. Είναι ήττα για κάθε μηχανισμό που υποτίθεται ότι υπηρετεί τη δημόσια υγεία. Και ταυτόχρονα, είναι το πιο δυνατό μήνυμα: αξιοπρέπεια δεν σημαίνει να αντέχεις τα πάντα. Σημαίνει να ξέρεις πότε να σταματάς όταν πια δεν σε σέβονται.
«Η συνεχής πίεση να προσαρμοστώ και να αποδώσω στο για μένα ανεξήγητο αυτό περιβάλλον είχαν τίμημα και στην υγεία μου», δηλώνει χωρίς περιστροφές, αποκαλύπτοντας ότι η παρατεταμένη ένταση και τοξικότητα στον χώρο εργασίας συνέβαλαν στην επιδείνωση μιας αυτοάνοσης νόσου από την οποία πάσχει.
Όμως ούτε αυτή η εξέλιξη, που θα έπρεπε να έχει σημάνει συναγερμό στους προϊσταμένους του και στο σύστημα, δεν οδήγησε σε κάποια ουσιαστική αλλαγή. Η εργασιακή του καθημερινότητα παρέμεινε αμετάβλητη, το φορτίο το ίδιο, η πίεση αδιάκοπη. Όχι μόνο αγνοήθηκε η ασθένειά του – αγνοήθηκε το ίδιο του το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια και την αυτοπροστασία.
Η φράση του είναι τελεσίδικη: η δουλειά που είχε επιλέξει με ευθύνη και μεράκι έγινε η ίδια αιτία επιβάρυνσης της υγείας του. Και αυτό, ίσως περισσότερο από κάθε άλλο κομμάτι της μαρτυρίας του, είναι το πιο αδιάψευστο κατηγορητήριο για ένα σύστημα που δεν φροντίζει ούτε τους ανθρώπους που το υπηρετούν, ούτε αυτούς που εξαρτώνται από αυτό.
Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν δεν ζητά λύπηση. Δεν απολογείται. Καταγράφει, με απόλυτη ακρίβεια και εντιμότητα, μια πορεία αντίστασης που κράτησε τέσσερα χρόνια. Φεύγει, εξαντλημένος αλλά ακέραιος, αφήνοντας πίσω του όχι απλώς μια κενή θέση στο Κέντρο Υγείας Ίου – αλλά ένα ηχηρό, προσωπικό τεκμήριο για το πώς ένα δημόσιο σύστημα υγείας μπορεί να καταρρεύσει, αργά και βουβά, πάνω στις πλάτες εκείνων που προσπάθησαν περισσότερο απ’ όλους.
Ήρθε στην Ίο τον Φλεβάρη του 2021 με φρεσκοαποκτημένο τίτλο ειδικότητας, κουβαλώντας μόνο την επιστημονική του κατάρτιση και ένα αίσθημα ευθύνης. Ανταποκρίθηκε στην έκκληση του δημάρχου εν μέσω πανδημίας, για τη φροντίδα σχεδόν 400 παιδιών σε ένα νησί χωρίς παιδίατρο. Δεν ήξερε τι θα αντιμετώπιζε – μόνο ότι δεν είχε δικαίωμα να αρνηθεί. Σήμερα, τέσσερα και πλέον χρόνια μετά, ο Σωτήρης Σεμερτζιάν υποβάλλει την παραίτησή του, αποχωρώντας με λόγο σταθερό, ξεκάθαρο και βαθιά ανθρώπινο.
«Ήταν μια διαδρομή γεμάτη όμορφες, δύσκολες, αγχωτικές και συγκινητικές στιγμές», γράφει. Και σε αυτό το διάστημα, όπως εξομολογείται, ωρίμασε ως παιδίατρος και εξελίχθηκε ως άνθρωπος. Δεν το αρνείται, δεν το ακυρώνει. Αντίθετα, είναι ευγνώμων για την εμπιστοσύνη, την αγάπη και τα “ευχαριστώ” που έλαβε από την κοινωνία της Ίου – μια κοινωνία που στάθηκε δίπλα του εκεί όπου το σύστημα υγείας απουσίαζε.
Αλλά η παραίτησή του δεν είναι μια απλή έξοδος. Είναι απόφαση επιβίωσης, προστασίας, αυτοσεβασμού. «Τόσο η επαγγελματική και επιστημονική μου αξιοπρέπεια, όσο και η φροντίδα της υγείας μου και η προστασία μου από καταστάσεις που συχνά υπερβαίνουν τη λογική, το επιτάσσουν», εξηγεί με λόγο λιτό και ακριβή. Ένας γιατρός που πάλεψε, άντεξε, υπερέβη τα όριά του – αλλά δεν θέλησε να καεί.
Κλείνοντας, ξεκαθαρίζει πως δεν έχει λάβει ακόμα αποφάσεις για το επόμενο βήμα στην καριέρα του. Αυτό που τον απασχολούσε ήταν να ανακοινώσει ο ίδιος την αποχώρησή του, όπως είχε δεσμευτεί απέναντι στην κοινότητα που υπηρέτησε. Χωρίς φήμες, χωρίς ψιθύρους, χωρίς “χαλασμένα τηλέφωνα”.
Ο Σωτήρης Σεμερτζιάν φεύγει με το κεφάλι ψηλά. Με την ιατρική του ακεραιότητα ανέπαφη. Με μια παρακαταθήκη ειλικρίνειας, μόχθου και ευθύνης. Και με την Ίο –ξανά– χωρίς παιδίατρο.
Ο επίλογος του δημόσιου αποχαιρετισμού του, όμως, δεν έχει πικρία. Έχει καθαρότητα, δύναμη και πίστη. «Σας ευχαριστώ όλους από καρδιάς», γράφει. «Εξακολουθώ να ελπίζω πως ένας καλύτερος κόσμος είναι εφικτός και πιστεύω πως μπορεί να υπάρξει μόνο μέσα από τη συλλογική μας βούληση, μέσα από τη συλλογική μας δράση». Δεν κλείνει την πόρτα, ούτε αποστρέφεται. Υπενθυμίζει τι χρειάζεται για να πάμε μπροστά: κοινή συνείδηση, κοινή ευθύνη, κοινή φωνή.
Και υπογράφει απλά, ανθρώπινα, όπως έζησε αυτά τα τέσσερα χρόνια:
Με ευγνωμοσύνη,
Σεμερτζιάν Σωτήρης
Ο παιδίατρός σας
Σε μια χώρα που οι επαγγελματίες της δημόσιας υγείας σπανίως ακούγονται πριν εξαντληθούν, ο Σωτήρης Σεμερτζιάν φεύγει αφήνοντας ένα σπάνιο αποτύπωμα: αυτό της καθαρής συνείδησης, της ευθύνης και του σεβασμού προς τον άνθρωπο – όχι μόνο ως ασθενή, αλλά ως πολίτη.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Ο Αλαντίν στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών μέχρι τις 11 Ιανουαρίου 2026
Ζαχαράκη: Απολογισμός ζωής και πολιτικής με το βλέμμα στην Παιδεία
Στο φως το σκοτεινό παρασκήνιο της μητροκτονίας στο Κολωνάκι