Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

23 Αυγούστου 2025

Πρωταθλητές στις ώρες, ουραγοί στην ανταμοιβή

Στην πρώτη θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως προς τις εβδομαδιαίες ώρες εργασίας βρίσκονται οι Έλληνες εργαζόμενοι, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα στοιχεία της Eurostat.
Το εύρημα επαναφέρει στο προσκήνιο τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς εργασίας, φωτίζοντας αντοχές αλλά και αντιφάσεις, ενώ ταυτόχρονα θέτει ερωτήματα για την ποιότητα της απασχόλησης, την ισορροπία επαγγελματικής και προσωπικής ζωής και την αποδοτικότητα του οικονομικού μοντέλου.
Ειδικότερα, το 12,4% των εργαζομένων ηλικίας 20 έως 64 ετών δηλώνει ότι εργάζεται πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα στην κύρια απασχόλησή του, ποσοστό σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο της ε.ε. που βρίσκεται στο 6,6%.
Η μέση επίσημη εβδομαδιαία απασχόληση στην ελλάδα διαμορφώνεται στις 39,8 ώρες, έναντι 36 ωρών στον ευρωπαϊκό μέσο όρο, με αποτέλεσμα η χώρα να καταγράφει την υψηλότερη επίδοση, ενώ ακολουθούν η βουλγαρία με 39 ώρες, η πολωνία με 38,9 ώρες και η ρουμανία με 38,8 ώρες.

Καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση αυτής της εικόνας έχει η σύνθεση της ελληνικής αγοράς εργασίας, καθώς η ελλάδα διαθέτει από τα υψηλότερα ποσοστά αυτοαπασχολούμενων στην ευρώπη και αυτό επηρεάζει άμεσα τη διάρκεια της εργασίας.
Περίπου το 27,5% των αυτοαπασχολούμενων εργάζεται πάνω από 49 ώρες την εβδομάδα, έναντι μόλις 3,4% των μισθωτών, στοιχείο που αποτυπώνει τις πιέσεις που υφίστανται κυρίως Mικρομεσαίοι και Eλεύθεροι Eπαγγελματίες για να διατηρήσουν τη δραστηριότητά τους σε περιβάλλον έντονου ανταγωνισμού και υψηλών υποχρεώσεων, όπου για πολλούς η υπερεργασία δεν είναι επιλογή αλλά αναγκαιότητα.
Στο ευρωπαϊκό επίπεδο η γενική τάση είναι πτωτική ως προς την έκταση της εργασίας, αφού το ποσοστό όσων εργάζονται 49 ή περισσότερες ώρες την εβδομάδα μειώθηκε από 9,8% το 2014 σε 8,4% το 2019 και περαιτέρω σε 6,6% το 2024, με την Kύπρο να ακολουθεί την Eλλάδα στο 10% και τη Γαλλία στο 9,9%, ενώ στον αντίποδα βρίσκονται η Βουλγαρία με 0,4%, η Λετονία με 1% και η Λιθουανία με 1,4%.

Ως προς τη διάρκεια της εβδομάδας εργασίας, η Ολλανδία διατηρεί την πιο σύντομη με 32,1 ώρες, ακολουθούμενη από Δανία, Γερμανία και Αυστρία στις 33,9 ώρες.
Η υπέρβαση του συμβατικού ωραρίου εμφανίζεται εντονότερη σε συγκεκριμένους κλάδους, με τους ειδικευμένους στη Γεωργία, τη δασοκομία και την αλιεία να καταγράφουν ποσοστό 26,2% και τους διευθυντές και ανώτερα στελέχη να ακολουθούν με 21,1%, εικόνα που αντανακλά την εποχικότητα και τις αυξημένες απαιτήσεις διοίκησης και λήψης αποφάσεων.
Παρά τον υψηλό φόρτο ωρών, η ελλάδα δεν εμφανίζει αντίστοιχη άνοδο στην παραγωγικότητα ή στους μισθούς, παραμένοντας κάτω από τον μέσο όρο της ε.ε. τόσο σε αγοραστική δύναμη όσο και σε παραγωγικότητα ανά ώρα εργασίας, γεγονός που αναδεικνύει την αντίφαση μιας αγοράς όπου οι εργαζόμενοι αφιερώνουν περισσότερο χρόνο χωρίς να καρπώνονται ανάλογα οφέλη.

Η συζήτηση για το εργασιακό μοντέλο καθίσταται αναπόφευκτη, καθώς το ζητούμενο δεν είναι μόνο πόσο δουλεύουν οι έλληνες αλλά πόσο αποδοτικά και με ποιο αντίκρισμα, με την υψηλή εξάρτηση από την αυτοαπασχόληση, τα περιορισμένα εργαλεία στήριξης των μικρομεσαίων και τις χαμηλές αμοιβές να συνθέτουν πλαίσιο δύσκολα βιώσιμο σε βάθος χρόνου.
Η πρόκληση για την οικονομία είναι διπλή, αφενός η ενίσχυση της παραγωγικότητας και η αναβάθμιση της ποιότητας της απασχόλησης και αφετέρου η διασφάλιση συνθηκών που επιτρέπουν πιο ισορροπημένη κατανομή μεταξύ εργασίας και προσωπικής ζωής, ώστε μια χώρα πρωταθλήτρια στις ώρες να πάψει να παραμένει ουραγός στην ανταμοιβή.