Σαμαράς εναντίον Μητσοτάκη: Σκληρή επίθεση για τα εθνικά μέτωπα
Με αιχμηρό άρθρο του στα «Νέα Σαββατοκύριακο», ο πρώην Πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς εξαπολύει δριμεία επίθεση κατά της κυβέρνησης και προσωπικά κατά του Κυριάκου Μητσοτάκη, θέτοντας στο στόχαστρο τη διαχείριση των εθνικών θεμάτων. Ο Σαμαράς κατηγορεί την κυβέρνηση για «παράδοση» στα ελληνοτουρκικά, επισημαίνοντας με οξύ ύφος τις τουρκικές προκλήσεις στο Αιγαίο, την Κύπρο και το ζήτημα της Μακεδονίας. Με τη δημόσια αυτή παρέμβαση, αμφισβητεί ευθέως την κατεύθυνση της κυβερνητικής πολιτικής, υπονοώντας πως διακυβεύεται η εθνική γραμμή στα πιο κρίσιμα μέτωπα της εξωτερικής πολιτικής. Το άρθρο λειτουργεί ουσιαστικά ως πολιτική καταγγελία και σήμα ρήξης, με τον Σαμαρά να αποστασιοποιείται πλήρως από τις επιλογές της ηγεσίας της Νέας Δημοκρατίας, διατηρώντας ξεκάθαρη εθνικιστική γραμμή και στέλνοντας ηχηρό μήνυμα εντός και εκτός κόμματος.
Σε έναν κόσμο που αλλάζει: Πού στέκεται η Ελλάδα;
Οι διεθνείς εξελίξεις επιταχύνονται και γίνονται ολοένα πιο απρόβλεπτες. Το παγκόσμιο σύστημα μπαίνει σε φάση ανατροπών, με δύο θεμελιώδη χαρακτηριστικά να καθορίζουν την κατεύθυνσή του: πρώτον, τη διαφαινόμενη αλλαγή συνόρων – όχι απαραίτητα με επίσημες πράξεις, αλλά μέσω τετελεσμένων και ισορροπιών ισχύος. Και δεύτερον, τη μετάβαση σε ένα νέο γεωπολιτικό πλαίσιο που συνδυάζει διπολισμό με επίκεντρο τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Κίνα, και ταυτόχρονα χαρακτηριστικά τριπολικής ισορροπίας, με τη Ρωσία να διατηρεί καθοριστικό ρόλο.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον αναδύονται και ενισχύονται περιφερειακές δυνάμεις – χώρες όπως η Ινδία, η Τουρκία, το Ιράν, το Ισραήλ, η Βραζιλία, το Πακιστάν και η Ινδονησία. Αυτοί οι παίκτες κινούνται πλέον με μεγαλύτερη αυτονομία και αυξημένο γεωπολιτικό βάρος, ακολουθώντας στρατηγικές που εξυπηρετούν πρωτίστως τα εθνικά τους συμφέροντα, ανεξαρτήτως των παλιών διεθνών δεσμεύσεων ή ισορροπιών.
Ο συνδυασμός αυτών των παραγόντων διαμορφώνει ένα περιβάλλον ασταθές, ανταγωνιστικό και επικίνδυνο, όπου συνυπάρχουν μεγάλες ευκαιρίες με σοβαρούς κινδύνους. Βρισκόμαστε σε μια ιστορική καμπή, όπου οι αναθεωρητικές δυνάμεις, μεγάλες και μικρές, επιχειρούν να αξιοποιήσουν τα «παράθυρα ευκαιρίας» για να προωθήσουν ατζέντες που αμφισβητούν το στάτους κβο.
Μέσα σε αυτή τη γεωπολιτική θύελλα, η Ελλάδα καλείται να τοποθετηθεί με σαφήνεια. Ποια είναι η στρατηγική της χώρας μας; Ποιο είναι το δόγμα εξωτερικής πολιτικής που ακολουθεί; Πώς υπερασπίζεται τα συμφέροντά της και τι ακριβώς επιδιώκει από τη νέα παγκόσμια τάξη πραγμάτων; Χωρίς σαφείς απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά, η εθνική στρατηγική παραμένει αόριστη, την ώρα που ο κόσμος γύρω μας αναδιαμορφώνεται βίαια.
Η Ελλάδα απουσιάζει. Ενώ ο κόσμος αναδιαμορφώνεται και οι γεωπολιτικές ισορροπίες μετατοπίζονται, η ελληνική εξωτερική πολιτική μοιάζει παγωμένη, άφωνη και αδρανής. Σε όλα τα μέτωπα, ο Ελληνισμός βρίσκεται υπό πίεση. Η παρουσία της χώρας μας είναι είτε υποτονική είτε ανύπαρκτη, σαν να έχει εγκαταλειφθεί η ίδια η ιδέα μιας ενεργής και διεκδικητικής εξωτερικής πολιτικής.
Κι όμως, η συγκυρία θα μπορούσε να είναι ευκαιρία. Σε μια περίοδο γενικευμένης αστάθειας, όπου οι περιφερειακές ισχύες αναθεωρούν και διαπραγματεύονται εκ νέου τους όρους τους, η Ελλάδα επιλέγει να μην αξιοποιεί το γεωπολιτικό της πλεονέκτημα. Αντί να ενισχύει τις θέσεις της, παρακολουθεί παθητικά τις εξελίξεις. Κι ακόμη χειρότερα, φαίνεται να αποδέχεται σιωπηλά τις επιλογές άλλων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα η πρόσφατη επίσκεψη του Πρωθυπουργού στη Γερμανία και η συνάντησή του με τον Φρίντριχ Μερτς, νεοεκλεγέντα αλλά πολιτικά αποδυναμωμένο καγκελάριο. Παρά τις γνωστές καταγγελίες της ίδιας της Γερμανίας προς την Τουρκία για σειρά παραβιάσεων, ο Μερτς δεν δίστασε να εκφράσει δημόσια την πρόθεσή του για αμυντική συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας. Μια θέση που φανερώνει πολιτικό κυνισμό και υποκρισία.
Η Γερμανία συνεχίζει να προμηθεύει εξοπλισμούς στην Τουρκία, φυσικά με οικονομικά ανταλλάγματα, την ώρα που η Άγκυρα καταπατά κάθε έννοια ευρωπαϊκής νομιμότητας. Συνεργασία προτείνεται με μια χώρα που δεν είναι μέλος της ΕΕ, που αντιστρατεύεται ευθέως ευρωπαϊκές θέσεις στο Ουκρανικό, που κατέχει παράνομα το 40% της Κύπρου – ευρωπαϊκού εδάφους – και απειλεί ανοιχτά την Ελλάδα με πόλεμο, εάν ασκήσει ένα κυριαρχικό της δικαίωμα, όπως είναι η επέκταση των χωρικών της υδάτων.
Σε αυτό το πλαίσιο, η ελληνική απουσία από τον δημόσιο διάλογο και τις στρατηγικές αποφάσεις δεν είναι μόνο ανησυχητική — είναι επικίνδυνη. Γιατί όταν οι άλλοι μιλούν και δρουν, η σιωπή ισοδυναμεί με αποδοχή. Και όταν οι σύμμαχοι νομιμοποιούν τον επιθετικό γείτονα, η απουσία αντίδρασης μοιάζει με συνενοχή.
Σε μια περίοδο όπου η Ελλάδα θα έπρεπε να σταθεί όρθια, να προβάλλει θέσεις και να διεκδικεί, επιλέγει τον δρόμο της σιωπής και της συγκατάβασης. Αντί να αξιοποιήσει τη διεθνή ρευστότητα προς όφελός της, η ελληνική ηγεσία εμφανίζεται άτολμη, πρόθυμη απλώς να συμβιβαστεί, αποφεύγοντας κάθε σύγκρουση ακόμα κι όταν τα εθνικά συμφέροντα πλήττονται ευθέως.
Όταν ο Γερμανός καγκελάριος Φρίντριχ Μερτς μίλησε δημόσια για αμυντική συνεργασία ΕΕ-Τουρκίας, παρά τις προκλητικές ενέργειες της Άγκυρας απέναντι στην Ελλάδα και την Κύπρο, η Αθήνα όφειλε να απαντήσει. Όχι με διπλωματικές ευγένειες, αλλά με ξεκάθαρη θέση – ότι μια τέτοια συνεργασία αντιβαίνει στο διεθνές δίκαιο, τις ευρωπαϊκές αρχές και κάθε έννοια πολιτικής λογικής. Αντί αυτού, ο Έλληνας πρωθυπουργός αρκέστηκε σε μια χλιαρή τοποθέτηση περί «νέων κανόνων». Δηλαδή, «ό,τι πείτε».
Ακόμα πιο χαρακτηριστική ήταν η στάση του όταν ο Μερτς ζήτησε από την Ελλάδα να δεχτεί πίσω χιλιάδες παράνομους μετανάστες που βρίσκονται στη Γερμανία. Αντί για άρνηση ή έστω διπλωματική εναντίωση, ακολούθησε «κατανόηση» και συναίνεση, λες και το πρόβλημα της γερμανικής πολιτικής μεταναστευτικής διαχείρισης πρέπει να φορτωθεί ξανά στους ώμους της Ελλάδας. “Ό,τι πείτε” και εδώ.
Ανάλογη παθητικότητα υπήρξε και στη Ρώμη. Η Ιταλία, σε δύσκολη θέση μετά την εμπλοκή της Hellenic Train στο δυστύχημα των Τεμπών, υπέγραψε πρόσφατα αμυντική συμφωνία με την Τουρκία. Η Αθήνα, αν και είχε το ηθικό και διπλωματικό πλεονέκτημα να θέσει ενστάσεις, σιώπησε. Και στο τέλος, όχι μόνο δεν απαίτησε σαφείς απαντήσεις για το δυστύχημα, αλλά υπέγραψε νέες εμπορικές συμφωνίες με την ίδια εμπλεκόμενη εταιρεία. Ξανά, “ό,τι πείτε”.
Στα Βαλκάνια, το σκηνικό είναι εξίσου απογοητευτικό. Ο πρωθυπουργός των Σκοπίων, με θράσος και σταθερή ρητορική, δηλώνει διεθνώς ότι το «Μακεδονικό» παραμένει ανοιχτό, θέτοντας ευθέως θέμα επαναδιαπραγμάτευσης και δικαίωσης των αλυτρωτικών αφηγημάτων της χώρας του. Η Ελλάδα; Άφωνη. Καμία απάντηση, καμία πρωτοβουλία, καμία προειδοποίηση. “Ό,τι πείτε” και στα Σκόπια.
Η επανάληψη της ίδιας στάσης απέναντι σε όλους – σε ισχυρούς εταίρους, σε περιφερειακούς παίκτες, ακόμα και σε μικρότερους γείτονες – δεν είναι σύμπτωση. Είναι επιλογή. Και η επιλογή αυτή μοιάζει λιγότερο με στρατηγική και περισσότερο με πολιτική αδυναμία. Όταν σε κάθε πρόκληση απαντάς με «κατανόηση», όταν σε κάθε πίεση απαντάς με σιωπή, το μήνυμα που στέλνεις είναι απλό: μπορεί να μην συμφωνώ, αλλά δεν θα αντιδράσω. Και αυτό, αργά ή γρήγορα, γίνεται πολιτικό κόστος. Ένα κόστος που δεν μετριέται μόνο σε χαμένες ευκαιρίες, αλλά και σε απώλειες κυριαρχίας, αξιοπιστίας και σεβασμού.
Ο Αλβανός πρωθυπουργός Έντι Ράμα, με τη φυλάκιση του Φρέντι Μπελέρη, παραβίασε κάθε έννοια κράτους δικαίου και διέσυρε τις ελληνοαλβανικές σχέσεις, στοχοποιώντας την ελληνική εθνική μειονότητα. Παρά την κατάφωρη αδικία και την υπονόμευση ευρωπαϊκών αρχών, δεν υπήρξε καμία σοβαρή αντίδραση από την Ελλάδα. Ο Ράμα συνεχίζει απερίσπαστος την προεκλογική του εκστρατεία εντός ελληνικού εδάφους, προβάλλοντας ανιστόρητες και προκλητικές θέσεις περί «Τσάμηδων». Και αντί η Αθήνα να σηκώσει τείχος, ανοίγει πόρτες. Αντί να μπλοκάρει, πρωτοστατεί στην ευρωπαϊκή προώθηση της Αλβανίας. “Ό,τι πείτε” και στα Τίρανα.
Η τριμερής ενεργειακή συμφωνία Ελλάδας–Κύπρου–Ισραήλ, ένα στρατηγικό εργαλείο για τον ρόλο της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο, εγκαταλείφθηκε αθόρυβα. Η επίσημη δικαιολογία ήταν πως «παγώνει προσωρινά». Η πραγματικότητα είναι ότι η Ελλάδα εξαφανίστηκε από μια συμφωνία όπου πρωτοστατούσε. Και δεν είναι μόνο η απουσία της από τη νέα διμερή σύμπραξη Κύπρου–Ισραήλ που σοκάρει· είναι το γεγονός ότι όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που η Ελλάδα επιδιώκει «ήρεμα νερά» με την Τουρκία, ακόμη κι αν αυτό σημαίνει εθνική απραξία. Είδαμε το αποτέλεσμα και στην Κάσο, όπου δεν υπήρξε ούτε μια λέξη ουσίας από την ελληνική ηγεσία απέναντι στην τουρκική προπαγάνδα.
Την ίδια στιγμή, ο Ταγίπ Ερντογάν επισκέπτεται το ψευδοκράτος στα κατεχόμενα της Κύπρου για να εγκαινιάσει το νέο “προεδρικό μέγαρο” του κατοχικού ηγέτη. Δηλώνει χωρίς περιστροφές ότι η Τουρκία δεν θα αποχωρήσει ποτέ από το νησί, νομιμοποιώντας τα τετελεσμένα της εισβολής και προσβάλλοντας ευθέως την Ελλάδα ως εγγυήτρια δύναμη. Και η απάντηση; Ένα ανώνυμο σχόλιο «διπλωματικών κύκλων» του ΥΠΕΞ. Ούτε επίσημη δήλωση, ούτε καταγγελία, ούτε πρωτοβουλία. Σιωπή. Δηλαδή, “ό,τι πείτε”, ακόμη και στην τουρκική κατοχή.
Πρόκειται για μια εξωτερική πολιτική που λειτουργεί με τον αυτόματο πιλότο της ανοχής. Μια γραμμή που δεν είναι απλώς αδύναμη· είναι αυτοκαταστροφική. Γιατί όταν υποχωρείς σιωπηλά, χάνεις όχι μόνο το έδαφος που δεν υπερασπίζεσαι, αλλά και το δικαίωμα να σε παίρνουν στα σοβαρά. Κι αυτή η απουσία, τελικά, είναι πιο ηχηρή από οποιαδήποτε δήλωση.
Απούσα στο Αιγαίο. Απούσα στην Ανατολική Μεσόγειο. Απούσα από τις εξελίξεις στη Μέση Ανατολή. Η Ελλάδα, αντί να χτίζει συμμαχίες, να προβάλλει ισχύ και να διεκδικεί ρόλο, επιλέγει τη σιωπή. Ούτε καν έναν πλήρη θαλάσσιο χωροταξικό χάρτη, εντός Ε.Ε., δεν τόλμησε να καταθέσει. Και η Τουρκία, φυσικά, εκμεταλλεύεται το κενό, καταθέτοντας διαρκώς θέσεις και απαιτήσεις, διαμορφώνοντας την ατζέντα χωρίς αντίλογο.
Η εξωτερική πολιτική της χώρας μοιάζει να έχει καταρρεύσει σε όλα τα μέτωπα. Αντί η Ελλάδα να είναι σταθερά παρούσα και ενεργή στο Ισραήλ, στην Αίγυπτο, στη Σαουδική Αραβία, στην Ιορδανία, στην Ινδία και στα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα — να “κατασκηνώνει” κυριολεκτικά εκεί όπου χτίζονται οι νέες ισορροπίες — απουσιάζει. Και αυτή η απουσία έχει κόστος: οι Ηνωμένες Πολιτείες βλέπουν την Τουρκία ως βασικό παίκτη και πιθανό μέρος της λύσης στα εκρηκτικά προβλήματα της περιοχής.
Το Κυπριακό παραμένει παγωμένο. Καμία νέα ιδέα, καμία ουσιαστική πρωτοβουλία, κανένας σχεδιασμός. Η Ελλάδα λειτουργεί με την ψευδαίσθηση πως η στασιμότητα είναι ασφάλεια. Όμως το κενό στρατηγικής μεταφράζεται σε στρατηγική ήττα. Και το “ό,τι πείτε” γίνεται πολιτική ταυτότητα.
Αποκορύφωμα της στρατηγικής απομόνωσης είναι το γεγονός ότι η Ελλάδα δεν έχει πλέον καμία ουσιαστική επαφή ούτε με τη Ρωσία — με την οποία είχε παραδοσιακά δίαυλο επικοινωνίας — ούτε με τη νέα διοίκηση των ΗΠΑ, παρά τη φιλοαμερικανική ρητορική. Χάσαμε τους μεν, χωρίς να κερδίσουμε τους δε.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, στην Αθήνα δεν φαίνεται να υπάρχει ανησυχία. Δεν υπάρχει σχέδιο. Υπάρχει μόνο επικοινωνία. Δηλώσεις, φωτογραφίες, δηθενισμός. Αλλά η αλήθεια είναι μία: κανείς δεν μας υπολογίζει. Δεν μας καλούν ούτε σε τραπέζια συζητήσεων που αφορούν άμεσα τα συμφέροντά μας. Κι αυτό, σε μια χώρα με τέτοιο γεωπολιτικό βάρος και κομβική θέση, είναι πολιτικό παράδοξο – και εθνική ήττα. Το ερώτημα είναι: δεν το βλέπει κανείς αρμόδιος ή απλώς δεν θέλει να το δει;
Η Ελλάδα σήμερα έχει μόνο μία σταθερά στην εξωτερική της πολιτική: την απουσία. Εκτός, βεβαίως, από τις παρουσίες εκεί που δεν χρειάζονται – στην Τουρκία, όπου η ηγεσία του ΥΠΕΞ επιλέγει να δίνει σόου συμβιβασμού και εντυπώσεων. Ο Υπουργός Εξωτερικών, με το χαρακτηριστικό πλέον «ας με πουν και μειοδότη», φαίνεται να έχει υιοθετήσει πλήρως το αφήγημα του “καλού γείτονα”. Υμνεί την Τουρκία δημόσια, σε κάθε ευκαιρία, και απολαμβάνει την επιδοκιμασία του τουρκικού Τύπου. Ο νέος υφυπουργός πάει ακόμα παραπέρα: επιλέγει να μιλήσει επίσημα στα… τουρκικά. Αν αυτό δεν είναι ένδειξη πολιτικού ενδοτισμού, τότε τι είναι;
Αυτό είναι το νέο δόγμα; “Ό,τι πείτε” και “ήρεμα νερά”; Ποιος το αποφάσισε αυτό και πότε; Ποιος καθόρισε ότι η Ελλάδα θα ακολουθήσει μια πολιτική μονομερούς υποχώρησης, χωρίς ίχνος στρατηγικής διεκδίκησης; Η Βουλή; Ο λαός; Όχι. Καμία εντολή δεν έχει δοθεί γι’ αυτό το δόγμα κατευνασμού. Κανένας Έλληνας πολίτης δεν ψήφισε για να παραδοθεί η εξωτερική πολιτική σε μια ρητορική αδράνειας και ευθυγράμμισης με τις επιθυμίες τρίτων.
Το 2023, πριν τις εκλογές, οι υποσχέσεις ήταν άλλες. Μίλησαν για πυγμή, για υπεράσπιση κυριαρχικών δικαιωμάτων, για ενεργητική εξωτερική πολιτική. Αντί γι’ αυτό, βλέπουμε υποταγή, σιωπή και συνεχή απουσία από τα διεθνή τραπέζια και τις κρίσιμες εξελίξεις.
Η σημερινή στάση δεν εκφράζει τον ελληνικό λαό. Ούτε την παράδοση της παράταξης της Νέας Δημοκρατίας. Η εξωτερική πολιτική της Ελλάδας δεν σχεδιάστηκε ποτέ για να λέει «ναι σε όλα» και να προσπερνά κάθε πρόκληση με ευγενικές σιωπές. Αλλά ίσως, τελικά, να εξηγείται κάτι βαθύτερο: δεν είναι πια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας. Είναι, όπως αποκαλύπτεται, κυβέρνηση Κυριάκου Μητσοτάκη. Μια κυβέρνηση που αποφασίζει ερήμην της λαϊκής βάσης, ερήμην της εθνικής ανάγκης και σίγουρα ερήμην της Ιστορίας.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»