Από κάθε γωνιά της χώρας αγρότες και κτηνοτρόφοι ετοιμάζονται να βρεθούν την τρίτη 11 Νοεμβρίου στην πρωτεύουσα, με Λεωφορεία και ιδιωτικά αυτοκίνητα, για να συμμετάσχουν στο συλλαλητήριο που διοργανώνει η ένωση αγροτικών συνεταιρισμών στις 12:00 το μεσημέρι έξω από το Υπουργείο Αγροτικής Ανάπτυξης, ενώ αμέσως μετά θα κινηθούν προς τα γραφεία του ΟΠΕΚΕΠΕ όπου στις 14:00 έχει προγραμματιστεί νέα συγκέντρωση διαμαρτυρίας με αιτήματα που αγγίζουν την ίδια την επιβίωση του πρωτογενούς τομέα. Οι δύο εστίες κινητοποίησης λειτουργούν ως προάγγελος ενός κλιμακούμενου κύματος δράσεων που, σύμφωνα με τον εκπρόσωπο τύπου της ενωτικής ομοσπονδίας αγροτικών συλλόγων Λάρισας Σωκράτη Αλειφτήρα, θα ξεκινήσει την πρώτη εβδομάδα του Δεκεμβρίου, με κεντρικό στοιχείο την οργανωμένη έξοδο των Τρακτέρ σε κομβικά σημεία του οδικού δικτύου ανά τη χώρα και με μαζική συμμετοχή σε κάθε μπλόκο. Παράλληλα, ο ίδιος θεωρεί ιδιαίτερα πιθανή μια κάθοδο τρακτέρ και αγροτικών μηχανημάτων στο κέντρο της Αθήνας, υπογραμμίζοντας ότι η απόφαση θα ληφθεί σε πανελλαδική σύσκεψη στη Νίκαια της Λάρισας στις 23 Νοεμβρίου, όπου θα οριστικοποιηθούν οι μορφές πίεσης και ο συντονισμός, με στόχο ένα ενιαίο μέτωπο που θα δώσει φωνή στην απόγνωση της υπαίθρου.
Στον πυρήνα των διεκδικήσεων βρίσκεται η εκρηκτική ανισορροπία ανάμεσα στο υψηλό κόστος παραγωγής και στις καθηλωμένες τιμές παραγωγού, την ώρα που στα ράφια των σούπερ μάρκετ τα ίδια προϊόντα πωλούνται πολλαπλάσια, επιβαρύνοντας καταναλωτές και απογυμνώνοντας τους παραγωγούς από εισόδημα. Όπως περιγράφει ο κ. Αλειφτήρας, οι αγρότες πουλάνε φακές προς 0,70 ευρώ το κιλό, και μάλιστα καθαρισμένες, ενώ η συσκευασία μικρότερη του κιλού καταλήγει στον καταναλωτή πάνω από 3 ευρώ, μια ψαλίδα που αποδίδεται στην απουσία επαρκών ελέγχων και στην αδυναμία ουσιαστικής ρύθμισης της αγοράς. Την ίδια στιγμή, το κόστος παραγωγής καλπάζει λόγω ακριβού ηλεκτρικού ρεύματος και ανατιμημένων γεωργικών εφοδίων, με ενδεικτικές τιμές όπως 0,14 ευρώ το κιλό για επεξεργασμένο σιτάρι ψωμιού και 0,36 ευρώ το κιλό για βαμβάκι, παρότι τη φετινή χρονιά η παραγωγή ήταν ιδιαίτερα υψηλή, γεγονός που επιτείνει την αίσθηση αδιεξόδου. «είμαστε οι μοναδικοί επιχειρηματίες που δουλεύουμε, παράγουμε, πουλάμε και μπαίνουμε μέσα», σημειώνει χαρακτηριστικά, θέτοντας ευθέως το δίλημμα προς την κυβέρνηση αν επιθυμεί έναν βιώσιμο πρωτογενή τομέα ή αν προκρίνει την υποκατάσταση της εγχώριας παραγωγής με εισαγωγές.
Το μήνυμα των συλλογικών οργάνων είναι ότι η ύπαιθρος δεν ζητά εφήμερες εξαγγελίες αλλά στοχευμένα μέτρα που θα κρατήσουν τους νέους στον τόπο τους, θα μειώσουν το ενεργειακό και εφοδιαστικό κόστος, θα ελέγξουν τα φαινόμενα αισχροκέρδειας στην αλυσίδα και θα αποκαταστήσουν ένα τίμιο ισοζύγιο αξίας από το χωράφι στο ράφι, γιατί διαφορετικά το ντόμινο εγκατάλειψης παραγωγικών δραστηριοτήτων θα πλήξει όχι μόνο τους παραγωγούς αλλά και ολόκληρη την κοινωνία. Οι αγρότες υπενθυμίζουν ότι ο καταναλωτής είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με τον πρωτογενή τομέα και ότι κάθε καθυστέρηση μεταφράζεται σε ακριβότερα τρόφιμα, μεγαλύτερη ανασφάλεια και απώλεια παραγωγικής βάσης, γι’ αυτό και οι επικείμενες κινητοποιήσεις, με πανελλαδικό συντονισμό και κλιμακούμενη ένταση, έρχονται να απαιτήσουν σαφείς απαντήσεις και δεσμεύσεις με μετρήσιμο αντίκτυπο στην καθημερινότητα της ελληνικής υπαίθρου.