Στροβιλισμοί εξουσίας και το τέλος της πολιτικής αυταπάτης στο Μαξίμου
Η χθεσινή συνεδρίαση της Βουλής για τις προτάσεις Προκαταρκτικής Επιτροπής κατά των πρώην υπουργών Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκη Βορίδη και Λευτέρη Αυγενάκη, οι οποίοι εμπλέκονται στο μεγάλο σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ, αποκάλυψε με τον πιο σαφή τρόπο την έντονη πολιτική κρίση που διέρχεται η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και προσωπικά ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης.
Η απόφαση της κυβέρνησης να επιλέξει την επιστολική ψήφο αντί της φυσικής παρουσίας των βουλευτών στη Βουλή είναι ενδεικτική μιας κυβέρνησης που νιώθει να χάνει τον έλεγχο της κοινοβουλευτικής της ομάδας. Η επιστολική ψήφος αναιρεί τη μυστικότητα της ψηφοφορίας και αφαιρεί την άμεση παρουσία των βουλευτών στη διαδικασία, με σαφή στόχο την περιορισμένη διαρροή ψήφων κατά της κυβερνητικής γραμμής. Η ανάγκη αυτή καταδεικνύει ότι η πλειοψηφία της ΝΔ, τουλάχιστον σε αυτό το κρίσιμο ζήτημα, δεν μπορεί να ελεγχθεί όπως πριν. Είναι ενδεικτικό ότι πολλοί βουλευτές δεν ήθελαν να βρεθούν ανοιχτά απέναντι στην κοινωνία, ούτε να τοποθετηθούν δημόσια απέναντι σε σοβαρά καταγγελλόμενα σκάνδαλα που φθάνουν μέχρι το ίδιο το Μέγαρο Μαξίμου. Η «επιστολική» λύση προέκυψε ως καταφυγή για να αποφευχθεί η άμεση αντιπαράθεση, αλλά ταυτόχρονα φανέρωσε την εσωτερική αδυναμία.
Η διαδικασία κατέστησε ορατό το γεγονός πως ο πρωθυπουργός όχι μόνο έχει χάσει τη σταθερή πλειοψηφία που μπορούσε να ελέγξει απόλυτα, αλλά βρίσκεται σε πολιτική απομόνωση. Η κοινοβουλευτική του ομάδα παρουσιάζει ρωγμές και υπάρχουν σαφείς ενδείξεις δυσαρέσκειας που, αν δεν αντιμετωπιστούν, μπορούν να οδηγήσουν σε ανοιχτές ρήξεις. Η αποδυνάμωση του Κυριάκου Μητσοτάκη αποτυπώνεται τόσο στην απουσία πολλών βουλευτών της ΝΔ από την ψηφοφορία όσο και στην αδυναμία του να επιβληθεί σε κρίσιμες στιγμές, φαινόμενο άγνωστο ως τώρα στην εξαετή θητεία του. Επιπλέον, η προσπάθεια «πειθαναγκασμού» μέσω απειλών και προφανών εκβιασμών απέτυχε, γεγονός που υπογραμμίζει το βάθος της κρίσης.
Το πολιτικό πρόβλημα δεν είναι μόνο εσωτερικό. Η ελληνική κυβέρνηση, που έχει δηλώσει προσήλωση στους ευρωπαϊκούς θεσμούς και την κοινή θεσμική τάξη, αρνήθηκε να προχωρήσει σε Προανακριτική Επιτροπή παρότι η Ευρωπαϊκή Εισαγγελία έχει ζητήσει έλεγχο των χειρισμών για το διάστημα 2019-2022. Η συγκεκριμένη άρνηση αποδομεί την εικόνα της χώρας ως κράτους δικαίου και εγείρει σοβαρά ερωτήματα για την ποιότητα της διακυβέρνησης και τον σεβασμό στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Η στάση της κυβέρνησης, μέσω των δηλώσεων στελεχών όπως ο Άδωνις Γεωργιάδης («διαθέτουμε την κοινοβουλευτική πλειοψηφία και παραπέμπουμε ή αθωώνουμε όποιον θέλουμε»), προσβάλλει το δημοκρατικό αίσθημα και υπονομεύει την εμπιστοσύνη των πολιτών στην πολιτική δικαιοσύνη και τη λογοδοσία των κυβερνώντων.
Η δυσαρέσκεια που εκδηλώνεται στην κοινοβουλευτική ομάδα της ΝΔ δεν είναι απλά εσωκομματικό ζήτημα. Είναι έκφραση μιας συνολικότερης κρίσης νομιμοποίησης της κυβέρνησης. Οι βουλευτές, αντιλαμβανόμενοι ότι η ηγεσία δεν μπορεί να τους εξασφαλίσει ούτε τη σταθερότητα ούτε την επανεκλογή, αναζητούν πλέον τρόπους να διατυπώσουν ανοιχτά τη διαφωνία και την κριτική τους, με ό,τι πολιτικές εξελίξεις αυτό συνεπάγεται. Οι ζυμώσεις για αλλαγές σε ηγετικό επίπεδο ή για την προώθηση εναλλακτικών σχεδίων μέσα στο κόμμα δεν αποκλείονται. Ταυτόχρονα, η πολιτική αστάθεια που γεννάται τροφοδοτεί σενάρια πρόωρων εκλογών, που όμως δεν φαίνεται να ευνοούν την παρούσα κυβέρνηση.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις εμφανίζουν τη ΝΔ σε ποσοστά κάτω του 20% στην πρόθεση ψήφου και όχι πάνω από 25% ακόμη και στην αμφιλεγόμενη εκτίμηση ψήφου. Τα νούμερα αυτά αποκαλύπτουν την κρίσιμη απώλεια της εκλογικής δυναμικής της κυβέρνησης, καθιστώντας εξαιρετικά αμφίβολη την εκλογική ανανέωση της εξουσίας υπό την ηγεσία του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι πιθανές πρόωρες εκλογές δεν μοιάζουν να αποτελούν εύκολη ή κερδοφόρα διέξοδο για τον πρωθυπουργό, ούτε καν το σενάριο του εκβιασμού με συνεχή εκλογικά ρίσκα μοιάζει πια να έχει προοπτική.
Παράλληλα με την πολιτική κρίση, το οικονομικό κλίμα στην Ελλάδα παραμένει ασφυκτικό για την πλειονότητα των πολιτών, με τη δυσκολία στην καθημερινότητα και την έλλειψη περιθωρίων για κοινωνικές παροχές να συρρικνώνει το πεδίο κινήσεων της κυβέρνησης. Οι προσδοκίες για ανάκαμψη μέσω πακέτων παροχών στη ΔΕΘ μειώνονται, ενώ η συζήτηση για νέα δικογραφία από την Ευρωπαϊκή Εισαγγελία προσθέτει νέους κινδύνους.
Η πολιτική κρίση που εκδηλώθηκε μέσα από το σκάνδαλο του ΟΠΕΚΕΠΕ και τη χθεσινή κοινοβουλευτική διαδικασία είναι ενδεικτική μιας βαθιάς αποσταθεροποίησης της κυβέρνησης Μητσοτάκη. Η προσπάθεια αποφυγής της ουσιαστικής δικαστικής και πολιτικής λογοδοσίας, η εσωτερική ρωγμή στη ΝΔ, η απονομιμοποίηση από το ευρύτερο πολιτικό και κοινωνικό πεδίο, αλλά και η οικονομική πίεση συνθέτουν ένα τοπίο που προοιωνίζεται μεγάλες πολιτικές ανακατατάξεις. Η διαχείριση αυτής της κρίσης θα καθορίσει το πολιτικό μέλλον της χώρας, ενώ η ικανότητα της κυβέρνησης να ανακτήσει το ηθικό και πολιτικό της πλεονέκτημα μοιάζει εξαιρετικά αμφίβολη. Το επόμενο διάστημα αναμένεται να είναι καθοριστικό, με τις εξελίξεις να κινούνται σε ρευστό και ασταθές πολιτικό έδαφος.
Επι μέρους συμπεράσματα
Η τελευταία κοινοβουλευτική αναμέτρηση δεν ήταν απλώς μια τυπική συζήτηση για τη σύσταση εξεταστικής επιτροπής. Ήταν η αρχή μιας πολιτικής μετατόπισης που φέρνει ρωγμές εντός και εκτός του κυβερνητικού στρατοπέδου.
Η πρόταση της ΝΔ συγκέντρωσε 166 ψήφους, αριθμός που, αντί να αποτυπώνει σταθερότητα, αναδεικνύει μια ιδιότυπη πλειοψηφία-κουρελού. Πέρα από τους 155 βουλευτές της ΝΔ, προσμετρήθηκαν ψήφοι από πρόσωπα και χώρους που μέχρι πρότινος το κυβερνών κόμμα χαρακτήριζε ως «ναζιστικά κατάλοιπα» ή «ακραίους». Οι ίδιες δυνάμεις που η ΝΔ επιχείρησε να αποκλείσει μέσω νομοθεσίας, σήμερα λειτουργούν ως σιωπηλό «μαξιλαράκι» για να αποφευχθούν διαρροές. Αυτή η αντίφαση ξεγυμνώνει τις θεσμικές γραμμές της κυβέρνησης, μετατρέποντας τις πολιτικές αρχές σε εργαλείο ευκαιριακής επιβίωσης.
Πίσω από τους θεσμικούς χειρισμούς, όμως, διαφαίνεται μια βαθύτερη επιδίωξη: ο μετασχηματισμός της ΝΔ σε κόμμα-κορμό προσωπικής μηχανής εξουσίας του Κυριάκου Μητσοτάκη. Οι επιθέσεις προς τον καραμανλικό και σαμαρικό πόλο της παράταξης, οι διαγραφές και η σταδιακή περιθωριοποίηση κάθε εσωκομματικής διαφωνίας προϊδεάζουν για την επανάληψη ενός γνώριμου ιστορικού μοτίβου: τη διάσπαση. Όπως ο πατέρας του σημερινού πρωθυπουργού με την αποστασία διέλυσε την Ένωση Κέντρου, έτσι και ο Κυριάκος Μητσοτάκης φαίνεται διατεθειμένος να διαλύσει το ίδιο του το κόμμα για να το κρατήσει υπό τον πλήρη έλεγχό του.
Παράλληλα, η πρώτη πολιτική ήττα σε επίπεδο αρχηγών ήρθε με τρόπο αναπάντεχο. Ο Νίκος Ανδρουλάκης, υποτιμημένος επανειλημμένα από το Μέγαρο Μαξίμου, κατάφερε να θέσει τον πρωθυπουργό σε θέση απολογίας. Η ευθεία αναφορά του προέδρου του ΠΑΣΟΚ σε «μαύρο πολιτικό χρήμα» και δωροδοκίες μέσω αγροτικών επιδοτήσεων, πυροδότησε αντίδραση από τον Μητσοτάκη, η οποία όμως κατέληξε σε βεβιασμένη αποχώρηση. Ήταν η πρώτη φορά που ο πρωθυπουργός φάνηκε πολιτικά τρωτός, υπό την πίεση ενός αντιπάλου που μέχρι πρότινος θεωρούσε ανίσχυρο.
Η σιωπή των μέσων ενημέρωσης για την αντιπαράθεση αυτή δεν αλλάζει την πραγματικότητα εντός του Κοινοβουλίου: Ο Κυριάκος Μητσοτάκης φεύγει λαβωμένος, όχι από μια μαζική κινητοποίηση της κοινωνίας ή από εξωτερικούς παράγοντες, αλλά από το ίδιο το πολιτικό του περιβάλλον. Οι βουλευτές του αντιλήφθηκαν την αδυναμία, το ρήγμα στη δημόσια εικόνα του «άτρωτου ηγέτη», και, κυρίως, το έλλειμμα εκλογικής προοπτικής.
Το τρίτο —και ίσως σημαντικότερο— σημείο είναι η ανακατάταξη ρόλων στην αντιπολίτευση. Ο Ανδρουλάκης, αν και χωρίς τον χαρισματικό πολιτικό λόγο ενός Ανδρέα Παπανδρέου, κατορθώνει πλέον να λειτουργεί με κοινοβουλευτική επάρκεια και να στηρίζει την επιχειρηματολογία του σε δικαστικά ντοκουμέντα και όχι σε ρητορικά τεχνάσματα. Αν μη τι άλλο, η αναγνώρισή του από τον ίδιο τον πρωθυπουργό ως βασικού συνομιλητή (ή αντιπάλου), σηματοδοτεί μια νέα φάση στην πολιτική ισορροπία του τόπου.
Οι πολιτικοί στροβιλισμοί που διαφαίνονται από αυτές τις εξελίξεις δεν είναι τυχαίοι. Είναι το αποτέλεσμα ενός μοντέλου εξουσίας που εξάντλησε τα όριά του: επικοινωνία χωρίς πολιτικό βάθος, συσπείρωση χωρίς εσωκομματική συνοχή, και αυταρέσκεια χωρίς στρατηγική προοπτική. Το Μαξίμου, πλέον, δεν κυβερνά. Ταμπουρώνεται.
Όσοι παρακολουθούν τη Βουλή δεν χάνουν ποτέ την ουσία. Εκεί διαβάζεις το μέλλον – και το μέλλον δείχνει στροβιλισμό και ρήξη. Όχι απαραίτητα αύριο. Αλλά αργά ή γρήγορα, η κρίση που σήμερα καλύπτεται πίσω από στημένες πλειοψηφίες και πρόθυμους συμμάχους, θα εκραγεί.
Και τότε, η ερώτηση δεν θα είναι αν ο Μητσοτάκης θα αποχωρήσει, αλλά με ποιους θα φύγει και πόσους θα πάρει μαζί του.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»
Σαμαράς: «Το 2026 απαιτεί αλήθεια και ευθύνη»