Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Θυσιάζοντας την άγρια φύση για τις ΑΠΕ

Μια αποκαλυπτική επιστημονική μελέτη που δημοσιεύτηκε πρόσφατα στο διεθνές περιοδικό LAND, με τίτλο «Θυσιάζοντας την άγρια φύση για τις ΑΠΕ;», φέρνει στο φως τις εκτεταμένες περιβαλλοντικές συνέπειες από το σχεδιαζόμενο έργο εγκατάστασης 98 ανεμογεννητριών στα βουνά της Κεντρικής Εύβοιας. Η μελέτη αποτελεί προϊόν της ερευνητικής ομάδας του Εργαστηρίου Διατήρησης της Βιοποικιλότητας του Τμήματος Βιολογικών Εφαρμογών και Τεχνολογιών του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

Το έργο, ισχύος 279,6 MW, αφορά την εγκατάσταση 98 ανεμογεννητριών σε 21 γήπεδα εγκατάστασης, σε μια από τις οικολογικά σημαντικότερες και φυσικά αδιατάρακτες περιοχές της χώρας, στον ορεινό όγκο Πυξαριά, εντός του Δήμου Διρφύων-Μεσσαπίων. Η περιοχή αυτή, σχεδόν στο σύνολό της (97%), εμπίπτει στη Ζώνη Ειδικής Προστασίας (ΖΕΠ) του δικτύου Natura 2000 με την ονομασία «Όρη Κεντρικής Εύβοιας, παράκτια ζώνη και νησίδες», περιοχή που προστατεύεται βάσει της Οδηγίας για τα Πουλιά και φιλοξενεί 31 είδη πτηνών ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος.

Παρά την περιβαλλοντική σημασία της περιοχής, η ίδια η Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΜΠΕ) που κατέθεσαν οι επενδυτές αναγνωρίζει πως 16 είδη αρπακτικών πουλιών θα υποστούν επιπτώσεις: τέσσερα είδη θα αντιμετωπίσουν «πολύ σοβαρό πρόβλημα», δύο «σοβαρό», ενώ τα υπόλοιπα δέκα θα επηρεαστούν σε μικρότερο βαθμό. Ωστόσο, η τελική πρόταση της ΜΠΕ χαρακτηρίζει το έργο ως περιβαλλοντικά αποδεκτό, προκαλώντας εύλογες αντιδράσεις, ιδίως από τη στιγμή που η δημόσια διαβούλευση έληξε με πλήθος αρνητικών παρατηρήσεων.

Απόλυτα αποκαλυπτικά είναι και τα ευρήματα της μελέτης αναφορικά με τον χαρακτήρα του φυσικού τοπίου: η έκταση χαρακτηρίζεται κατά 49% ως άγρια φύση, όμως εφόσον υλοποιηθεί το έργο, ο δείκτης αυτός θα υποχωρήσει δραματικά στο 4%. Το αποτέλεσμα θα είναι μια εκτεταμένη βιομηχανική επέμβαση σε μια από τις ελάχιστες αδιατάρακτες φυσικές περιοχές της χώρας, που περιλαμβάνει δύο Περιοχές Άνευ Δρόμων (ΠΑΔ), εκ των οποίων η μία, το όρος Πυξαριάς, είναι η 20ή μεγαλύτερη σε ολόκληρη την Ελλάδα, με έκταση 51,4 τ.χλμ.

Η μελέτη υπογραμμίζει ότι η εν λόγω περιοχή έχει ήδη χαρακτηριστεί με την Ειδική Περιβαλλοντική Μελέτη (ΕΠΜ) του 2022 ως «Ζώνη Προστασίας της Φύσης», στην οποία δεν επιτρέπεται, βάσει σχεδιασμού, η εγκατάσταση αιολικών σταθμών ούτε η κατασκευή οδικού δικτύου. Η ΕΠΜ έχει ολοκληρωθεί εδώ και τρία χρόνια, ωστόσο δεν έχει ακόμα θεσμοθετηθεί με το απαιτούμενο προεδρικό διάταγμα, καθυστέρηση που εγείρει εύλογα ερωτήματα. Αν η έγκρισή της δεν είχε καθυστερήσει, ο φάκελος για την αδειοδότηση του έργου δεν θα μπορούσε καν να υποβληθεί.

Η καθηγήτρια Βασιλική Κατή, επικεφαλής της μελέτης, σημειώνει πως η ΠΑΔ του Πυξαριά πρόκειται να συρρικνωθεί κατά 77%, ενώ μία μικρότερη (16,1 τ.χλμ.) θα εξαφανιστεί πλήρως. Όπως εξηγεί, τα δάση και τα λιβάδια των περιοχών αυτών λειτουργούν και ως αποθήκες άνθρακα. Ενδεικτικά, η ελάτη απορροφά περίπου 100 κιλά διοξειδίου του άνθρακα ανά στρέμμα. Παρότι η Ελλάδα έχει δεσμευτεί διεθνώς να προστατεύσει 55 μεγάλες ΠΑΔ ως «Απάτητα Βουνά», η προστασία παραμένει αποσπασματική, με μόνο εννέα τέτοιες περιοχές να έχουν θεσμοθετηθεί ως σήμερα.

Η απώλεια φυσικής γης λόγω της κατασκευής του έργου εκτιμάται σε περίπου 15 τετραγωνικά χιλιόμετρα, ενώ η στεγανοποίηση του εδάφους ανά εγκατεστημένο MW θα είναι τέσσερις φορές υψηλότερη από τον παγκόσμιο μέσο όρο. Οι δασικές απώλειες αφορούν 6,7 τ.χλμ. δάσους κωνοφόρων και 2,7 τ.χλμ. φυσικών λιβαδιών. Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που διεθνώς η αλλαγή χρήσης γης θεωρείται η πρωταρχική αιτία απώλειας βιοποικιλότητας.

Η περιοχή επικάθεται και σε Σημαντική Περιοχή για τα Πουλιά (84%), καθώς και σε πιθανή Παγκόσμια Καίρια Περιοχή Βιοποικιλότητας (27%). Σύμφωνα με την IUCN, στην περιοχή απαντώνται 533 είδη φυτών, ζώων και μυκήτων, εκ των οποίων 23 είναι παγκοσμίως απειλούμενα και 44 ενδημικά της Ελλάδας. Η περιοχή φιλοξενεί επίσης τρία πολύ σπάνια, ενδημικά και παγκοσμίως απειλούμενα είδη ασπονδύλων.

«Η εθνική νομοθεσία προστατεύει απειλούμενα και ενδημικά είδη, όμως αυτό αγνοείται σχεδόν συστηματικά κατά την αδειοδότηση μεγάλων έργων», σχολιάζει η καθηγήτρια Κατή. «Ενδημικά φυτά και έντομα με περιορισμένη κινητικότητα μπορεί να εξαφανιστούν εντελώς, αν βρεθούν κάτω από τη μπουλντόζα μιας ανεμογεννήτριας».

Η έρευνα επισημαίνει ότι η περίπτωση της Κεντρικής Εύβοιας αποτελεί παράδειγμα των σοβαρών επιπτώσεων που επιφέρει η απουσία στρατηγικού χωροταξικού σχεδιασμού. Η εγκατάσταση ανεμογεννητριών, αν δεν γίνει με αυστηρά κριτήρια, μπορεί να οδηγήσει σε κατακερματισμό φυσικών περιοχών, να διαταράξει τη συνοχή των οικοσυστημάτων και να υπονομεύσει τον πυρήνα της προστασίας των περιοχών Natura.

Στην ευρύτερη Ζώνη Ειδικής Προστασίας έχουν ήδη εγκριθεί ή σχεδιάζονται και άλλα έργα: ένα με 35 ανεμογεννήτριες (147 MW) και ένα δεύτερο με 51 ανεμογεννήτριες, που έχει ήδη λάβει θετική Απόφαση Έγκρισης Περιβαλλοντικών Όρων. Η Βασιλική Κατή τονίζει πως οι σωρευτικές επιπτώσεις αυτών των έργων πρέπει να συνεκτιμώνται, διαφορετικά η οικολογική βλάβη θα είναι μη αναστρέψιμη.

«Η Εύβοια ήδη έχει πληγεί βάναυσα από τις μεγαπυρκαγιές στον βορρά και την άναρχη εγκατάσταση ΑΠΕ στον νότο. Ελπίζω ότι το ΥΠΕΝ δεν θα επιτρέψει νέα έργα σε φυσικές περιοχές όπως η ΖΕΠ της Κεντρικής Εύβοιας. Τα δάση είναι η φυσική μας άμυνα απέναντι στην κλιματική κρίση και τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Η καταστροφή τους στο όνομα της “πράσινης μετάβασης” είναι μια ολέθρια αντίφαση», καταλήγει.

Στην εκπόνηση της μελέτης συμμετείχαν επίσης η Κωνσταντίνα Σπηλιοπούλου (Τμήμα Βιολογίας ΕΚΠΑ), ο Απόστολος Στεφανίδης και η Χριστίνα Κασσάρα (Εργαστήριο Διατήρησης της Βιοποικιλότητας, Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων).

Μπορούν άραγε ο ήλιος και ο άνεμος να κρατήσουν ζωντανό τον σύγχρονο κόσμο;

Η ενέργεια δεν είναι απλώς τεχνολογικό προϊόν – είναι φυσική αρχή. Είναι το «Ε» στην περίφημη εξίσωση του Αϊνστάιν, το μέγεθος που συνυπάρχει με τη μάζα και μετασχηματίζεται για να κινήσει πολιτισμούς. Είναι εκείνη που ζεσταίνει τα σπίτια, ψύχει τα τρόφιμα, δίνει ζωή στα εργοστάσια και στα δίκτυα του πλανήτη. Και σήμερα, περίπου το 80% της παγκόσμιας κατανάλωσης πρωτογενούς ενέργειας εξακολουθεί να προέρχεται από ορυκτά καύσιμα – πετρέλαιο, φυσικό αέριο και άνθρακα.

Ωστόσο, σε έναν κόσμο που αναζητεί απεγνωσμένα τον δρόμο προς την «πράσινη μετάβαση», όλο και πιο συχνά ακούμε φωνές που ζητούν την άμεση εγκατάλειψη των υδρογονανθράκων. Η ιδέα; Να αντικατασταθούν από ανανεώσιμες πηγές ενέργειας όπως η ηλιακή και η αιολική. Όμως, πίσω από αυτή την πρόταση κρύβεται ένα τεράστιο, και συχνά αποσιωπημένο, πρόβλημα: η αντικατάσταση αυτή –τουλάχιστον με τα σημερινά δεδομένα τεχνολογίας και κλίμακας– είναι αδύνατη.

Ένα από τα πιο συχνά επαναλαμβανόμενα συνθήματα των υποστηρικτών της «καθαρής ενέργειας» είναι ότι «ο ήλιος και ο άνεμος είναι πλέον φθηνότεροι από τα ορυκτά καύσιμα». Το επιχείρημα βασίζεται κυρίως σε ένα στατιστικό μέτρο που λέγεται επίπεδο κόστος ηλεκτρισμού – ή αλλιώς Levelized Cost of Electricity (LCOE). Το πρόβλημα; Το μέτρο αυτό είναι εξαιρετικά παραπλανητικό.

Το LCOE υπολογίζει το μέσο κόστος παραγωγής μιας μονάδας ηλεκτρικής ενέργειας από μία πηγή, καθ’ όλη τη διάρκεια ζωής της. Ακούγεται εύλογο, αλλά παραβλέπει ένα κρίσιμο στοιχείο: τη φύση της ζήτησης και την αξιοπιστία. Η ηλιακή και η αιολική ενέργεια είναι διαλείπουσες – εξαρτώνται από τον καιρό, τη γεωγραφία, την ώρα της ημέρας. Δεν παράγουν σταθερά. Το γεγονός αυτό σημαίνει ότι, για να διασφαλιστεί η αδιάλειπτη παροχή ρεύματος, πρέπει να υπάρχει πάντα διαθέσιμη εφεδρεία – συνήθως με τη μορφή μονάδων φυσικού αερίου, υδροηλεκτρικών ή ακόμα και άνθρακα.

Επιπλέον, η πραγματική συνεισφορά των ΑΠΕ είναι μικρότερη από αυτή που αφήνουν να εννοηθεί τα ποσοστά εγκατεστημένης ισχύος. Οι ηλιακοί και αιολικοί σταθμοί λειτουργούν, κατά μέσο όρο, στο 20%-30% της ονομαστικής τους ισχύος. Αντίθετα, οι συμβατικές μονάδες –άνθρακα, φυσικού αερίου ή πυρηνικής ενέργειας– φτάνουν στο 80%-90%. Άρα, συγκρίνοντας απλώς τα ποσοστά εγκατεστημένης ισχύος ή το LCOE, συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα.

Ηλεκτρισμός δεν σημαίνει ενέργεια

Ένα ακόμα συστημικό λάθος στον πράσινο σχεδιασμό είναι η ταύτιση της ηλεκτρικής ενέργειας με τη συνολική ενεργειακή κατανάλωση. Όμως, ο ηλεκτρισμός αντιπροσωπεύει μόνο περίπου το 20% της παγκόσμιας τελικής κατανάλωσης ενέργειας. Το υπόλοιπο 80% αφορά θερμική ή κινητική ενέργεια: δηλαδή καύσιμα για μεταφορές (πλοία, αεροπλάνα, φορτηγά), θέρμανση και βαριά βιομηχανία (μεταλλουργία, παραγωγή χάλυβα, τσιμέντου).

Με άλλα λόγια, ακόμη κι αν αύριο το παγκόσμιο ηλεκτρικό δίκτυο βασιζόταν κατά 100% σε ΑΠΕ – κάτι που είναι τεχνικά ανέφικτο και οικονομικά δυσβάσταχτο – το πρόβλημα του 80% της υπόλοιπης ενεργειακής χρήσης θα παρέμενε σχεδόν ανέγγιχτο.

Η παγκόσμια οικονομία, σήμερα, είναι βαθιά εξαρτημένη από τους υδρογονάνθρακες – όχι απλώς λόγω της ευκολίας χρήσης τους, αλλά και λόγω της πυκνότητας και της αξιοπιστίας τους ως φορείς ενέργειας. Χωρίς πετρέλαιο δεν κινείται η παγκόσμια εφοδιαστική αλυσίδα. Χωρίς φυσικό αέριο, καταρρέει η βιομηχανία θέρμανσης και λιπασμάτων. Χωρίς άνθρακα, σταματά η παραγωγή χάλυβα – θεμέλιο της κατασκευής σε παγκόσμια κλίμακα.

Αντί να ποντάρουμε σε ένα τεχνολογικό θαύμα που ίσως έρθει κάποτε, η ενεργειακή πολιτική θα πρέπει να βασίζεται στην ειλικρίνεια, τη ρεαλιστική αποτίμηση των τεχνολογικών ορίων και τον στρατηγικό σχεδιασμό. Οι ΑΠΕ έχουν θέση στο ενεργειακό μείγμα – όχι όμως ως η μαγική λύση που θα εκτοπίσει τους υδρογονάνθρακες μέσα σε λίγα χρόνια.

Η ενεργειακή μετάβαση είναι απαραίτητη, αλλά δεν μπορεί να επιβληθεί με συνθήματα και στατιστικά μαγειρέματα. Χρειάζεται γνώση, αλήθεια και προσαρμοστικότητα – όχι ιδεολογική τύφλωση.

Ετικέτες: