Το μήνυμα των πρώτων δημοσκοπήσεων μετά τα νέα μέτρα: Τέσσερις ανησυχίες για την κυβέρνηση
Σε εξέλιξη είναι τις τελευταίες εβδομάδες η προσπάθεια της κυβέρνησης για επανεκκίνηση και έμφαση δίνεται σε ένα νέο πακέτο μέτρων που έχουν ανακοινωθεί στο πεδίο της οικονομίας αλλά και της καθημερινότητας
Οι πρώτες δημοσκοπήσεις που ακολούθησαν την ανακοίνωση του πακέτου μέτρων από την κυβέρνηση αποτυπώνουν μια σειρά από ξεκάθαρα πολιτικά και κοινωνικά μηνύματα. Παρότι το πακέτο είχε σκοπό να ενισχύσει την κοινωνική συνοχή και να απαντήσει στις πιέσεις που δέχεται η κυβέρνηση, τα ευρήματα δεν δείχνουν την προσδοκώμενη πολιτική ενίσχυση. Αντιθέτως, αναδεικνύονται τέσσερα σημαντικά σημεία που προβληματίζουν το Μέγαρο Μαξίμου και διαμορφώνουν ένα νέο τοπίο ενόψει των πολιτικών εξελίξεων.
Πρώτον, η φθορά της κυβέρνησης φαίνεται να παγιώνεται. Παρά το περιεχόμενο των μέτρων και τον επικοινωνιακό τους χαρακτήρα, δεν καταγράφεται ουσιαστική δημοσκοπική ανάκαμψη. Αντίθετα, η Νέα Δημοκρατία δείχνει να έχει «ταβανιάσει» ή ακόμα και να χάνει μικρά ποσοστά, γεγονός που σημαίνει ότι το κοινό είτε δεν πείθεται από τα μέτρα είτε θεωρεί ότι ήρθαν καθυστερημένα και δεν επαρκούν. Η εικόνα αυτή ενισχύει την αίσθηση κόπου και την πολιτική φθοράς μετά από αρκετά χρόνια διακυβέρνησης.
Δεύτερον, ο ΣΥΡΙΖΑ παραμένει καθηλωμένος και δεν καταφέρνει να κεφαλαιοποιήσει τη φθορά της κυβέρνησης. Οι μετρήσεις δείχνουν ότι, παρά τις επιμέρους κινήσεις επαναπροσδιορισμού και τις προσπάθειες για στροφή στο κέντρο, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν πείθει μεγάλες ομάδες ψηφοφόρων. Η εικόνα στασιμότητας επιτείνεται από την απουσία σαφούς εναλλακτικής πρότασης εξουσίας και την εσωκομματική αμφισβήτηση της ηγεσίας. Αυτό οδηγεί σε έναν κενό χώρο πολιτικό χάρτη, τον οποίο δεν εκμεταλλεύεται προς τον φίλο του.
Τρίτον, η άνοδος της Ελληνικής Λύσης και του ΠΑΣΟΚ δείχνει ότι ένα μέρος των ψηφοφόρων αναζητήσεων εκτός του κλασικού διπολισμού. Η ενίσχυση αυτών των κομμάτων, με διαφορετική ιδεολογική βάση, μαρτυρά μια τάση αποσύνδεσης από τα μεγάλα κόμματα εξουσίας και μια αυξημένη διάθεση για πειραματισμό ή διαμαρτυρία. Το ΠΑΣΟΚ, παρότι παραμένει χαμηλά, δείχνει σημάδια σταθεροποίησης, ενώ η Ελληνική Λ εκμεταλλεύεται την έντονη ρητορική και τις απλουστευτικές προσεγγίσεις για να προσελκύσει ένα συγκεκριμένο κοινό που απογοητεύεται από τις υπάρχουσες πολιτικές δυνάμεις.
Τέλος, οι πολίτες φαίνεται να μην επηρεάζονται πλέον εύκολα από μέτρα που παρουσιάζονται ως κοινωνικά. Η κριτική στάση απέναντι στην πολιτική διαχείριση των προβλημάτων της παραμένει ισχυρή. Ο δείκτης εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα είναι χαμηλός, ενώ οι προσδοκίες έχουν περιοριστεί αισθητά. Το πακέτο μέτρων μπορεί να λειτούργησε επικοινωνιακά, αλλά η κοινωνική αποδοχή του παραμένει μετροπαθής. Αυτό υποδηλώνει ότι η οικονομική πίεση, η ακρίβεια και οι δυσκολίες της καθημερινής ζωής υπερτερούν των υποσχέσεων, ιδίως όταν αυτές δεν συνοδεύονται από άμεση, ορατή αλλαγή.
Συνολικά, οι πρώτες δημοσκοπήσεις μετά την ανακοίνωση των μέτρων δεν προσφέρουν πολιτικό οξυγόνο στην κυβέρνηση. Αντίθετα, αποτυπώνουν μια δύσκολη και ρευστή πραγματικότητα, όπου η κόπωση, η αμφισβήτηση και η αναζήτηση νέων πολιτικών εκφράσεων διαμορφώνουν ένα έντονο περιβάλλον αβεβαιότητας.
Σε εξέλιξη βρίσκεται τις τελευταίες εβδομάδες η προσπάθεια της κυβέρνησης να επαναφέρει την πολιτική ατζέντα σε θετική πορεία, με ένα νέο πακέτο μέτρων που αγγίζει κρίσιμους τομείς της οικονομίας και της καθημερινότητας. Στόχος είναι η δημιουργία ενός νέου αφηγήματος που δίνει έμφαση στη στήριξη των πολιτών και να αποκαθιστά την εικόνα αποτελεσματικότητας μετά από μια περίοδο φθοράς, κρίσεων και διαχειριστικών προβλημάτων. Στο επιτελείο του Μεγάρου Μαξίμου υπάρχει η εκτίμηση πως η πολιτική αντοχή της κυβέρνησης εξαρτάται πλέον σε μεγάλο βαθμό από την ικανότητα της να πείσει για την κοινωνική της ευαισθησία και την εργασία της να βελτιώσει τις συνθήκες ζωής των πολιτών.
Παρότι οι εκπρόσωποι της Νέας Δημοκρατίας αναγνωρίζουν ότι οι δημοσκοπήσεις είναι «φωτογραφίες της στιγμής» και δεν αποτυπώνουν με ακρίβεια τις τελικές διαθέσεις του εκλογικού σώματος, οι τελευταίες μετρήσεις διαβάζονται με ιδιαίτερη προσοχή. Η κυβέρνηση επιχειρεί να εντοπίσει τα πραγματικά μηνύματα που στέλνει η κοινωνία, πέρα από τις επιμέρους μεταβολές στα ποσοστά των κομμάτων. Μέσα από αυτή την ανάλυση, αναδεικνύονται τέσσερις βασικές τάσεις που προβληματίζουν το κυβερνητικό επιτελείο.
Το πρώτο μήνυμα είναι η στασιμότητα ή ακόμα και η ελαφρά φθορά της Νέας Δημοκρατίας. Παρά την ανακοίνωση των νέων μέτρων, η κυβέρνηση δεν φαίνεται να κερδίζει ξανά έδαφος στις προτιμήσεις των πολιτών. Το πακέτο δεν λειτούργησε ως «αντίβαρο» στην προηγούμενη φθορά, και αυτό γεννά προβληματισμό για τη δυνατότητα ανατροπής της τάσης δυσαρέσκειας που έχει διαμορφωθεί. Οι ψηφοφόροι φαίνεται πως δεν ανταποκρίνονται με θετικό τρόπο σε παρεμβάσεις που εκλαμβάνονται ως καθυστερημένες ή αποσπασματικές. Αυτό υποδεικνύει ένα πιο βαθύ πρόβλημα εμπιστοσύνης και κόπωσης.
Το δεύτερο μήνυμα αφορά την αδυναμία του ΣΥΡΙΖΑ να καρπωθεί τη φθορά της κυβέρνησης. Η αξιωματική αντιπολίτευση παραμένει καθηλωμένη, χωρίς να εμφανίζει δημοσκοπική δυναμική. Ούτε η αλλαγή ηγεσίας ούτε η προσπάθεια μετατόπισης προς τον κεντρικό χώρο φαίνεται να αποδίδει μέχρι στιγμής. Αυτό σημαίνει ότι σημαντικά τμήματα του εκλογικού σώματος δεν πείθονται από την εικόνα του ΣΥΡΙΖΑ ως εναλλακτική πρόταση διακυβέρνησης. Η αμφιβολία για τη στρατηγική και την ταυτότητά του παραμένει ισχυρή.
Το τρίτο μήνυμα προέρχεται από την αυξητική τάση κομμάτων όπως η Ελληνική Λύση και το ΠΑΣΟΚ. Η άνοδος αυτών των σχηματισμών αποτυπώνει μια τάση αναζήτησης εκτός του κυρίαρχου διπολισμού. Η Ελληνική Λύση κερδίζει έδαφος κυρίως λόγω της επιθετικής ρητορικής και της απλοϊκής προσέγγισης σε σύνθετα ζητήματα, ενώ το ΠΑΣΟΚ προσπαθεί να επανακτήσει ρόλο μέσα από πιο θεσμικές παρεμβάσεις. Και στις δύο περιπτώσεις, η ενίσχυση υποδηλώνει απογοήτευση από τους παραδοσιακούς πολιτικούς φορείς και τη διάθεση των πολιτών να στηρίξουν δυνάμεις που εμφανίζονται ως εναλλακτικές, είτε στη λογική της διαμαρτυρίας είτε της προσδοκίας για ανανέωση.
Το τέταρτο μήνυμα αφορά τη μειωμένη αποτελεσματικότητα των κοινωνικών μέτρων ως εργαλείου ανατροπής του κλίματος. Η κοινωνία δείχνει επιφυλακτική και συχνά δύσπιστη απέναντι σε εξαγγελίες που δεν συνοδεύονται από άμεσα και απτά αποτελέσματα. Η κόπωση από τη συνεχιζόμενη ακρίβεια, την πίεση στους οικογενειακούς προϋπολογισμούς και τη γενικότερη αίσθηση αβεβαιότητας υπονομεύει κάθε προσπάθεια ενίσχυσης του θετικού αφηγήματος. Οι πολίτες φαίνεται να έχουν χαμηλότερες προσδοκίες και να μην ανταποκρίνονται πλέον με τον ίδιο τρόπο σε υποσχέσεις ή οικονομικές παροχές.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι τελευταίες δημοσκοπήσεις λειτουργούν περισσότερο ως καμπανάκι για την κυβέρνηση παρά ως ένδειξη ανάκαμψης. Τα μηνύματα που προκύπτουν δεν προκαλούν εφησυχασμό, καθώς αποτυπώνουν μια κοινωνία κουρασμένη, καχύποπτη και πρόθυμη να στραφεί σε εναλλακτικές διαδρομές, αν δεν διαπιστώνει χειροπιαστές βελτιώσεις στην καθημερινότητά της.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που δόθηκαν στη δημοσιότητα, μετά την ανακοίνωση του νέου πακέτου μέτρων από την κυβέρνηση, έναν πρώτο απολογισμό της πολιτικής επίδρασης της στρατηγικής επανεκκίνησης που επιχειρεί το Μέγαρο Μαξίμου. Στα κυβερνώντα κόμματα ερμηνεύουν τα δεδομένα με συγκρατημένη αισιοδοξία, εντοπίζοντας τις πρώτες ενδείξεις σταθεροποίησης και ανόδου, αν και οι προσδοκίες για μια πιο θεαματική ανάκαμψη παραμένουν ανεκπλήρωτες.
Πρώτη, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει αύξηση στα ποσοστά της, χωρίς ωστόσο να ξεπερνά το ψυχολογικό όριο του 30% στην εκτίμηση. Παρότι το ποσοστό αυτό δεν έχει ακόμα ολοκληρωθεί, αξιολογείται θετικά στο εσωτερικό της κυβέρνησης το γεγονός ότι φαίνεται να ανακόπτεται η καθοδική πορεία των προηγούμενων μηνών και να διαμορφώνεται μια ανοδική τάση. Σύμφωνα με τη δημοσκόπηση της Συνέντευξης, το κυβερνών κόμμα σημειώνει άνοδο δύο μονάδων, φτάνοντας στο 24,3% στην πρόταση ψήφου και στο 29% στην εκτίμηση εκλογικού αποτελέσματος. Αντίστοιχα, στη μέτρηση της Pulse, η Νέα Δημοκρατία καταγράφεται στο 24% στην πρόταση ψήφου (από 23% στην προηγούμενη μέτρηση) και επίσης στο 29% στην εκτίμηση με την κατανομή των αναποφασιστών. Τα ποσοστά αυτά δείχνουν μεν μια μικρή ανάκαμψη, ωστόσο δεν συνιστούν πολιτική ανατροπή και αναδεικνύουν τα όρια της κυβερνητικής απήχησης στη δεδομένη συγκυρία.
Δεύτερον, το πολιτικό τοπίο στην αντιπολίτευση παραμένει θολό και αποσπασματικό, με την ψαλίδα από την κυβέρνηση να διατηρείται και η δεύτερη θέση να είναι υπό αμφισβήτηση. Ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, που κινείται σε χαμηλά επίπεδα, ούτε κάποιο άλλο κόμμα έχει καταφέρει να διαμορφώσει σαφή εναλλακτική πρόταση εξουσίας. Τη δεύτερη θέση διεκδικούν πλέον η Πλεύση Ελευθερίας και το ΠΑΣΟΚ, χωρίς ξεκάθαρη υπεροχή. Η Pulse καταγράφει την Πλεύση Ελευθερίας στο 14% και το ΠΑΣΟΚ στο 13% στην εκτίμηση της ψήφου (με κατανομή αναποφασιστών), ενώ στην Συνέντευξη στο ΠΑΣΟΚ προηγείται με 13,2%, αφήνοντας την Πλεύση Ελευθερίας στο 12,8%. Η ισορροπία αυτή υποδηλώνει ρευστότητα και έλλειψη ηγεμονίας στον χώρο της αντιπολίτευσης, ενισχύοντας το επιχείρημα της πολιτικής ασάφειας και του κατακερματισμού.
Τρίτον, ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχουν τα ευρήματα της Pulse σχετικά με τη χρονική επιθυμία των πολιτών για τη διεξαγωγή εκλογών. Το 39% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι επιθυμεί πρόωρες εκλογές το συντομότερο δυνατό, ενώ το ίδιο ποσοστό (39%) εκφράζει προτίμηση για την ανάλυση της τετραετίας και διεξαγωγή εκλογών το 2027. Ένα επιπλέον 14% τοποθετείται υπέρ μιας ενδιάμεσης λύσης, δηλαδή εκλογές το 2026. Το εύρημα αυτό αντανακλά έναν κοινωνικό διχασμό και μια διακριτική πόλωση αναφορικά με το μόνο που πρέπει να λήξει η κυβερνητική θητεία. Ακόμα πιο ενδιαφέρουσες είναι οι διαφοροποιήσεις ανά ηλικιακή ομάδα. Μόνο το 25% των νέων έως 29 ετών επιθυμεί εκλογές στην ώρα τους, ενώ στον αντίποδα, το 54% των πολιτών άνω των 60 ετών προτιμά την ολοκλήρωση της τετραετίας. Η αντίθεση αυτή φανερώνει μια ευρύτερη γενετική διάσταση στην πολιτική εμπιστοσύνη και τις προτεραιότητες των εκλογέων.
Συνολικά, οι μετρήσεις αυτές δεν αποτυπώνουν κάποιον πολιτικό αιφνιδιασμό ή ανατροπή, αλλά ενισχύουν την εικόνα μιας αργής και δύσκολης προσπάθειας επανάκαμψης για την κυβέρνηση, ενώ ταυτόχρονα επιβεβαιώνουν τη διαρκή κρίση εκπροσώπησης και τη ρευστότητα στον χώρο της. αντιπολίτευσης. Το πολιτικό σκηνικό παραμένει ασταθές, με ισχυρές ενδείξεις κόπωσης, επιφύλαξη και διασπορά της κοινωνικής εμπιστοσύνης.
Οι τελευταίες δημοσκοπήσεις που πραγματοποιήθηκαν μετά την ανακοίνωση του νέου πακέτου μέτρων από την κυβέρνηση επιβεβαιώνουν πως η πολιτική σκηνή παραμένει ρευστή, με μικρές μετατοπίσεις και χωρίς καθοριστικά σημάδια ανατροπής του πολιτικού κλίματος. Παρότι στο Μέγαρο Μαξίμου επιχειρούν να δώσουν τον τόνο της επανεκκίνησης, τα ευρήματα δείχνουν περισσότερη προσπάθεια σταθεροποίησης παρά ανάκτησης πρωτοβουλίας. Παράλληλα, εντοπίζονται τέσσερα βασικά μηνύματα που διαμορφώνουν την πολιτική εξίσωση της περιόδου.
Πρώτον, η Νέα Δημοκρατία εμφανίζει μια μικρή αλλά σαφή ανάκαμψη στα ποσοστά της. Παρότι δεν έχει καταφέρει να περάσει στην εκτίμηση της ψήφου του ψυχολογικού όριο του 30%, κάτι που θεωρείται κρίσιμο από το κυβερνητικό επιτελείο, αξιολογείται θετικά το γεγονός ότι η πτωτική πορεία φαίνεται να έχει ανακοπεί. Σύμφωνα με τη μέτρηση της Συνέντευξης, η Ν.Δ. ανεβαίνει στο 24,3% στην πρόταση ψήφου και στο 29% στην εκτίμηση, σημειώνοντας αύξηση δύο μονάδων. Αντίστοιχα, στην Pulse η πρόθεση φτάνει στο 24% από 23% και η εκτίμηση, με την κατανομή των αναποφασιστών, επίσης στο 29%. Αν και δεν πρόκειται για εντυπωσιακά νούμερα, σηματοδοτούν μια τάση συγκράτησης των απωλειών και της ενίσχυσης, γεγονός που αποδίδεται κυρίως στην προσπάθεια ανασυγκρότησης και την απήχηση συγκεκριμένων μέτρων.
Δεύτερον, η αντιπολίτευση παραμένει κατακερματισμένη και χωρίς σαφή ηγεμονία. Η διαφορά από τη Ν.Δ. δεν έχει μειωθεί αισθητά, ενώ η μάχη για τη δεύτερη θέση είναι ανοιχτή μεταξύ ΠΑΣΟΚ και Πλεύσης Ελευθερίας. Σύμφωνα με την Pulse, η Πλεύση φτάνει το 14% στην εκτίμηση ψήφου και το ΠΑΣΟΚ το 13%. Αντίστροφα, στην Συνέντευξη στο ΠΑΣΟΚ προηγείται με 13,2% έναντι 12,8% της Πλεύσης. Η ισορροπία αυτή δείχνει την απουσία καθαρής εναλλακτικής πρότασης εξουσίας και ενισχύει την εικόνα της πολιτικής βιομηχανίας, καθώς κανένα από τα κόμματα της αντιπολίτευσης δεν φαίνεται ικανό να εκφράσει με ηγεμονικό τρόπο τη δυσαρέσκεια.
Τρίτον, οι διαθέσεις των πολιτών για τον χρόνο των επόμενων εκλογών αποκαλύπτουν έναν ξεκάθαρο κοινωνικό διαχωρισμό. Σύμφωνα με την Pulse, το 39% των πολιτών θέλει πρόωρες εκλογές, το 39% επιθυμεί εκλογές στο τέλος της τετραετίας (2027) και ένα 14% προτείνει μια ενδιάμεση λύση, δηλαδή εκλογές το 2026. Η στάση αυτή ερμηνεύεται στο εσωτερικό της κυβέρνησης ως ένδειξη ότι υπάρχει ισχυρή ακόμα κομμάτι της κοινωνίας που επιζητά σταθερότητα, ιδίως ανάμεσα στους μεγαλύτερους σε ηλικία ψηφοφόρους. Χαρακτηριστικά, μόνο το 25% των νέων έως 29 ετών προτιμώμενες εκλογές το 2027, σε αντίθεση με το 54% των πολιτών άνω των 60 ετών που επιθυμούν ολοκλήρωση της τετραετίας. Το συγκεκριμένο στοιχείο έχει βαρύνουσα σημασία για το κυβερνητικό επιτελείο, καθώς ενισχύει τη στρατηγική του να κλείσει κάθε συζήτηση σχετικά με την προσφυγή στις κάλπες και να εστιάσει στο αφήγημα της πολιτικής σταθερότητας, κάτι που επανειλημμένα διαμηνύεται από το Μέγαρο. Μάξιμου.
Τέταρτον, το κυβερνητικό αφήγημα για επιπλέον μέτρα στήριξης της μεσαίας τάξης φαίνεται να βρίσκει απήχηση στην κοινωνία. Σύμφωνα με τη μέτρηση της Pulse, το 82% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι «συμφωνεί» ή «μάλλον συμφωνεί» με την ανάγκη λήψης νέων μέτρων για τη μέση τάξη. Το ποσοστό αυτό εκτοξεύεται στο 89% ανάμεσα σε όσους αυτοπροσδιορίζονται ως μέλη της μέσης τάξης, υποδεικνύοντας την ισχυρή κοινωνική πίεση προς την κυβέρνηση για στοχευμένες παρεμβάσεις που απαντούν στο αίτημα για οικονομική ανάσα. Το εύρημα αυτό εκλαμβάνεται από κυβερνητικούς κύκλους ως επιβεβαίωση της πολιτικής στόχευσης που έχει επιλεγεί για τη συγκεκριμένη κοινωνική ομάδα, που θεωρείται εκλογικά κρίσιμη.
Συνοψίζοντας, οι πρώτες μετρήσεις μετά τα μέτρα σκιαγραφούν ένα σκηνικό περιορισμένης ανακούφισης για την κυβέρνηση, χωρίς θεαματικά κέρδη αλλά με ενδείξεις σταθεροποίησης και θετικής προοπτικής υπό προϋποθέσεις. Την ίδια ώρα, η αντιπολίτευση δεν εκμεταλλεύεται τη φθορά του κυβερνώντος κόμματος, ενώ η κοινωνία εμφανίζεται διχασμένη και επιφυλακτική, προσδοκώντας λύσεις ουσίας και όχι μόνο επικοινωνιακή διαχείριση.
Τα ευρήματα των τελευταίων δημοσιογράφων δείχνουν πως τα πρόσφατα μέτρα που υπέβαλαν η κυβέρνηση για ενοικιάσεις και συνταξιούχους έγιναν σε γενικές γραμμές δεκτά με θετικό τρόπο από σημαντικό τμήμα της κοινωνίας, χωρίς όμως να λείπουν οι ενστάσεις, οι επιφυλάξεις και κυρίως η δυσπιστία για τις πραγματικές προθέσεις και τις πηγές χρηματοδότησης.
Σύμφωνα με τη μέτρηση της Pulse, το 57% των πολιτών αξιολογούν θετικές τις κυβερνητικές εξηγήσεις για τη στήριξη των ενοικιαζόμενων. Το ποσοστό αυτό στο 62% μεταξύ όσων δηλώνουν ότι νοιάζουν οι ίδιοι, γεγονός που δείχνει πως το συγκεκριμένο μέτρο «μιλά» στο κοινό στο οποίο στοχεύει. Πιο αναλυτικά, το 12% κρίνει ότι το μέτρο είναι σε σωστή κατεύθυνση και ικανοποιητικό, ενώ το 45% συμφωνεί με τη λογική του, αλλά θεωρεί ότι απαιτούνται και επιπλέον παρεμβάσεις. Η αντίστοιχη θετική είναι και η αποδοχή των μέτρων για τους συνταξιούχους: το 59% των πολιτών δηλώνει ότι τα αξιολογεί θετικά, με το ποσοστό να ανέβει στο 61% μεταξύ των ιδιοτήτων των συνταξιούχων. Η απήχηση των μέτρων αυτών δείχνει ότι σε στοχευμένες κοινωνικές ομάδες η κυβερνητική πολιτική βρίσκει ανταπόκριση, έστω και αν δεν μεταφράζεται σε άμεση εκλογική ενίσχυση.
Ωστόσο, η εικόνα δεν είναι μονοσήμαντα θετική. Η δημοσκόπηση της Interview παρουσιάζει μια πιο επιφυλακτική στάση του κοινού. Το 59% των ερωτηθέντων εκτιμά ότι συνολικά τα μέτρα που ανακοινώθηκαν κινούνται προς τη λάθος ή μάλλον λάθος κατεύθυνση, ενώ μόλις το 36% θεωρεί ότι κινούνται προς τη σωστή ή μάλλον σωστή. Το εύρημα αυτό λειτουργεί ως «αντίβαρο» στις επιμέρους θετικές εντυπώσεις, καταδεικνύοντας την ύπαρξη γενικευμένου σκεπτικισμού, ίσως λόγω συσσωρευμένων απογοητεύσεων ή αισθήσεων ότι πρόκειται για μέτρα με έντονο επικοινωνιακό χαρακτήρα και περιορισμένη διάρκεια.
Ακόμη πιο ανησυχητικό για την κυβέρνηση είναι το ευρώ που δείχνει την αντίληψη των πολιτών για την προέλευση των πόρων που χρηματοδοτούν τα μέτρα. Το 70% εκτιμά ότι τα χρήματα προήλθαν από υπερφορολόγηση, ενώ μόνο το 20% θεωρεί ότι οφείλονται σε περιορισμό της φοροδιαφυγής. Η μεγάλη αυτή απόκλιση φανερώνει πως οι πολίτες εξακολουθούν να βλέπουν την οικονομική πολιτική της κυβέρνησης ως επιβαρυντική για τα μέσα και χαμηλά στρώματα, γεγονός που θολώνει την εικόνα των εξαγγελιών, ακόμα κι αν αυτές κρίνονται πως ανταποκρίνονται σε υπαρκτές κοινωνικές ανάγκες.
Συνολικά, το κοινό βλέπει με θετική διάθεση τις εξαγγελίες που συγκεκριμένες ομάδες όπως οι ενοικιαστές και οι συνταξιούχοι, όμως η συνολική αξιολόγηση των κυβερνητικών μέτρων είναι πιο επιφυλακτική, με έντονες ενστάσεις ως προς τη στρατηγική, τη συνέπεια και τον τρόπο χρηματοδότησής τους. Αυτή η αντίφαση συνιστά σαφές πολιτικό μήνυμα: η κυβέρνηση δεν χρειάζεται μόνο να ανακοινώσει μέτρα, αλλά και να πει για την αποτελεσματικότητα και τη δικαιοσύνη τους.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Παπασταύρου: Απολογισμός δράσεων με αποτύπωμα σε ενέργεια και περιβάλλον
Γεωργιάδης: «Τα μπλόκα έγιναν πολιτικό εργαλείο»