Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Τρόπους διεξόδου αναζητά ο Μητσοτάκης

Τον Ιανουάριο, ενόψει της εκλογής νέου Προέδρου της Δημοκρατίας, είχε τεθεί –έστω δειλά– ένα ενδεχόμενο που θα μπορούσε να αναδιατάξει το πολιτικό σκηνικό: η πιθανότητα μετακίνησης του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Προεδρικό Μέγαρο, συνοδευόμενη από την εξαγγελία συνταγματικής αναθεώρησης για την ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του ανώτατου πολιτειακού άρχοντα.

Το σενάριο τότε δεν επαληθεύτηκε. Ωστόσο, υπό το φως των σημερινών δεδομένων –της πτώσης στις δημοσκοπήσεις, της αναμενόμενης εμφάνισης νέων κομμάτων και της διάχυτης πολιτικής ρευστότητας–, δεν μπορεί να αποκλειστεί η επαναφορά μιας τέτοιας στρατηγικής επιλογής, που θα σηματοδοτούσε τη ριζική αλλαγή του μοντέλου διακυβέρνησης της χώρας.

Η πρόσφατη εκλογή του Κωνσταντίνου Τασούλα στην Προεδρία της Δημοκρατίας δεν προκάλεσε ιδιαίτερη απήχηση, ούτε εντός ούτε εκτός πολιτικού συστήματος. Σε αντίθεση με την εκλογή της Αικατερίνης Σακελλαροπούλου το 2020, η νέα προεδρική επιλογή πέρασε μάλλον αθόρυβα –γεγονός που ίσως αποδειχθεί, πολιτικά, χρήσιμο. Η απουσία έντονων προσδοκιών ή αντιδράσεων ενδέχεται να διευκολύνει την υιοθέτηση μιας ad hoc συνταγματικής αναθεώρησης, με κατεύθυνση τη θεσμική μετατόπιση προς ένα προεδρικό ή ημιπροεδρικό σύστημα.

Αν αυτό προχωρήσει, θα πρόκειται για την πλέον ριζική αναθεώρηση από την ψήφιση του Συντάγματος του 1975.

Εκλογικός νόμος και πολιτικό αδιέξοδο

Την ίδια ώρα, σύμφωνα με κυριακάτικα δημοσιεύματα της 17ης Αυγούστου, βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας εισηγούνται στον πρωθυπουργό την αλλαγή του εκλογικού νόμου, προκειμένου να εξασφαλίζεται η αυτοδυναμία του πρώτου κόμματος –ανεξαρτήτως ποσοστού. Αν και τέτοιες εισηγήσεις ενδέχεται να αντικατοπτρίζουν περισσότερο αγωνία επιβίωσης των βουλευτών παρά στρατηγική σκέψη, φαίνεται πως βρίσκουν ευήκοα ώτα ακόμα και στο πρωθυπουργικό περιβάλλον, όπως υποδηλώνει και άρθρο του επικοινωνιολόγου Ευτύχη Βαρδουλάκη στην «Καθημερινή της Κυριακής».

Αν και πολιτικά προσχηματισμένα, τα επιχειρήματα υπέρ αυτών των ρυθμίσεων καταδεικνύουν ένα βαθύτερο πρόβλημα: το πολιτικό σύστημα βρίσκεται σε αδιέξοδο. Και όταν η πλειοψηφία στρέφεται στα τεχνάσματα των εκλογικών νόμων για να διατηρήσει τον έλεγχο, η κρίση αντιπροσώπευσης εντείνεται –και μαζί της, η απαξίωση του ίδιου του κοινοβουλευτισμού.

Σε μια τέτοια συγκυρία, η απάντηση δεν μπορεί να έρθει από ρυθμίσεις του εκλογικού νόμου, αλλά από μια ευρύτερη θεσμική επανεκκίνηση. Η μετάβαση σε ένα προεδρικό ή ημιπροεδρικό σύστημα θα αποσυνδέσει την εκτελεστική εξουσία από τις κοινοβουλευτικές ισορροπίες, επανακαθορίζοντας το μοντέλο διακυβέρνησης και, δυνητικά, ανακόπτοντας την άνοδο ακραίων δυνάμεων.

Σε συνδυασμό μάλιστα με τη μονιμοποίηση της απλής αναλογικής, θα μπορούσε να αποκαταστήσει το αίσθημα ισότητας στην ψήφο και την πραγματική εκπροσώπηση, χωρίς να καταδικάζει τη χώρα σε ακυβερνησία.

Επιπλέον, ένα τέτοιο μοντέλο θα επέτρεπε στον Κυριάκο Μητσοτάκη να διατηρήσει πολιτικό ρόλο ακόμη και αν η Νέα Δημοκρατία απολέσει την αυτοδυναμία ή βρεθεί αντιμέτωπη με νέα σχήματα στα δεξιά της. Ένα ημιπροεδρικό σύστημα του δίνει τη δυνατότητα συγκατοίκησης με κυβέρνηση διαφορετικής προέλευσης –όπως συνέβη και στη Γαλλία– χωρίς να απεμπολεί την επιρροή του.

Φυσικά, όλα αυτά παραμένουν σενάρια. Η υλοποίησή τους δεν εξαρτάται αποκλειστικά από τη βούληση του ίδιου του πρωθυπουργού, αλλά και από τις συνθήκες. Ο πολιτικός χρόνος πυκνώνει, οι πιέσεις αυξάνονται και η κοινωνία αναζητά διέξοδο. Σε αυτό το περιβάλλον, το ερώτημα δεν είναι πλέον αν ο Κυριάκος Μητσοτάκης διαθέτει την πολιτική ευφυΐα ή το θάρρος για μια κίνηση υψηλού ρίσκου, αλλά αν έχει ακόμη το χρονικό περιθώριο να την υλοποιήσει.

Καταρρέει το αφήγημα του αναντικατάστατου Κυριάκου

Οι εξελίξεις στην Ουκρανία και η διεθνής στάση απέναντι στον Βολοντίμιρ Ζελένσκι προσφέρουν μια πρόγευση για το πώς ενδέχεται να αντιδράσει η Δύση σε μια ενδεχόμενη ελληνοτουρκική κρίση τα επόμενα χρόνια: με ευχολόγια, πιέσεις και, τελικά, απαιτήσεις για «συμβιβασμούς». Σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο, το πρόβλημα της Ελλάδας δεν είναι απλώς γεωστρατηγικό – είναι πρωτίστως ηγετικό.

Η σημερινή κυβέρνηση εμφανίζει ξεκάθαρα ελλείμματα πολιτικής βούλησης και διεθνούς αξιοπιστίας. Η Ελλάδα δείχνει να στερείται τόσο ουσιαστικών συμμαχιών όσο και μιας στιβαρής ηγεσίας που να μπορεί να αρθρώσει εθνικό λόγο χωρίς εξαρτήσεις. Την ίδια ώρα, το εσωτερικό πολιτικό κεφάλαιο της κυβέρνησης έχει καταρρεύσει.

Η κοινωνική δυσαρέσκεια τροφοδοτείται από ένα διαρκώς εντεινόμενο αίσθημα αδικίας. Το σκάνδαλο με τις επιδοτήσεις του ΟΠΕΚΕΠΕ που καταλήγουν σε ευνοημένες ομάδες την ώρα που εκατοντάδες χιλιάδες νέοι έχουν εγκαταλείψει τη χώρα, η ανεξέλεγκτη ακρίβεια που πλήττει κυρίως τη μεσαία τάξη, καθώς και η εικόνα μιας κυβέρνησης χωρίς όραμα και σχέδιο, διαμορφώνουν ένα περιβάλλον πολιτικής κόπωσης.

Πολλοί πλέον αμφισβητούν όχι μόνο την αποτελεσματικότητα του πρωθυπουργού αλλά και την προσωπική του ακεραιότητα και ικανότητα να επιλέγει ικανούς συνεργάτες. Η σύγκριση με την αδιάλλακτη και επιθετική πολιτική Ερντογάν φανερώνει την απόσταση ανάμεσα στη ρητορική και την πράξη. Οι ελληνικές υποχωρήσεις απέναντι σε τουρκικά τετελεσμένα δημιουργούν το ερώτημα: ποιος θα σταθεί απέναντι όταν κληθούμε να υπερασπιστούμε κυριαρχικά μας δικαιώματα;

Από την απουσία ουσιαστικής αντίδρασης στις τουρκικές προκλήσεις στο Καστελλόριζο, έως τη διατήρηση παρακρατικών μηχανισμών σε ευαίσθητες περιοχές όπως η Κομοτηνή, η κυβέρνηση δείχνει αδυναμία να ασκήσει αποτελεσματική εξωτερική πολιτική. Το ίδιο ισχύει και για τις σχέσεις με την Αλβανία, όπου η ελληνική πλευρά παραμένει σιωπηλή απέναντι στον εθνικισμό του Έντι Ράμα. Η αδυναμία διπλωματικής παρέμβασης γίνεται ακόμη πιο εμφανής, καθώς η Ελλάδα δεν έχει ισχυρή παρουσία ούτε στην Ουάσιγκτον ούτε στη Μόσχα.

Αυτή η έλλειψη αξιοπιστίας σε διεθνές επίπεδο επιτείνει το αίσθημα απομόνωσης. Το κυβερνητικό σχήμα, υπερδιογκωμένο με δεκάδες υπουργούς, παραπέμπει περισσότερο σε παραγοντισμό παρά σε επιτελική λειτουργία.

Όλα αυτά συγκλίνουν σε ένα βασικό συμπέρασμα: η χώρα χρειάζεται αλλαγή ηγεσίας πριν από την επόμενη σοβαρή κρίση. Δεν πρόκειται για κομματική ή προσωπική αντιπαράθεση. Πρόκειται για εθνική ανάγκη. Η θεωρία του «αναντικατάστατου» έχει καταρρεύσει· ακόμη κι ένας καθημερινός άνθρωπος με στοιχειώδη γνώση της αγοράς δείχνει να έχει καλύτερη επαφή με την πραγματικότητα από υπουργούς αποκομμένους από την κοινωνία.

Ο αντικαταστάτης του σημερινού πρωθυπουργού δεν χρειάζεται να έχει «σωτήρια» χαρακτηριστικά. Αρκεί να διαθέτει εθνική συνείδηση, ρεαλισμό και ικανότητα να εμπνεύσει εμπιστοσύνη. Σε μια εποχή ρευστών ισορροπιών και απρόβλεπτων προκλήσεων, η Ελλάδα χρειάζεται ηγεσία με εθνική ακρόαση και καθαρό πολιτικό στίγμα – όχι διαχειριστές της υποχώρησης.

Ετικέτες: