Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

16 Φεβρουαρίου 2025

ΒΟΡΥΛΛΑΣ: Η κυβέρνηση αποφεύγει τη μείωση του ΦΠΑ: Τι κρύβεται πίσω από την καθυστέρηση

Πριν από μερικές ημέρες, ο υπουργός Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών έλαβε μια επιστολή από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή με περιεχόμενο που μάλλον τον δυσαρέστησε εντόνως.

Συγκεκριμένα, η Ε.Επιτροπή, με την αποστολή προειδοποιητικής επιστολής προς τη χώρα μας, την καλεί να μεταφέρει πλήρως στο εθνικό της δίκαιο την οδηγία 2020/285 σχετικά με το καθεστώς ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, καθώς και την οδηγία 2022/542 για τους συντελεστές ΦΠΑ.

Η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να αποφεύγει συστηματικά την ενσωμάτωση δύο κρίσιμων ευρωπαϊκών οδηγιών που θα μπορούσαν να επιφέρουν σημαντική ελάφρυνση στους μικρομεσαίους επιχειρηματίες και τους καταναλωτές.

Πρόσφατα, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή απέστειλε προειδοποιητική επιστολή προς την Ελλάδα, καλώντας την να μεταφέρει στο εθνικό δίκαιο τις οδηγίες 2020/285 και 2022/542, θέτοντας μάλιστα προθεσμία δύο μηνών για την ολοκλήρωση της διαδικασίας. Η καθυστέρηση αυτή εγείρει ερωτήματα για τη φορολογική στρατηγική της κυβέρνησης και την προτεραιότητά της στην οικονομική ανάπτυξη και την κοινωνική δικαιοσύνη.

Η πρώτη οδηγία, η 2020/285, αφορά το καθεστώς ΦΠΑ για τις μικρές επιχειρήσεις, δίνοντάς τους τη δυνατότητα να πωλούν αγαθά και υπηρεσίες χωρίς να επιβάλλουν ΦΠΑ, εφόσον ο ετήσιος κύκλος εργασιών τους δεν υπερβαίνει ένα συγκεκριμένο όριο.

Κάθε κράτος-μέλος έχει την ελευθερία να καθορίσει αυτό το όριο, με δυνατότητα να φτάσει έως και 85.000 ευρώ. Υπάρχουν όμως ανησυχίες ότι η ελληνική κυβέρνηση, ακόμη και αν προχωρήσει στην ενσωμάτωση της οδηγίας, θα επιλέξει ένα ιδιαίτερα χαμηλό όριο, π.χ. 15.000-20.000 ευρώ, ώστε να ωφεληθούν ελάχιστες επιχειρήσεις.

Η δεύτερη οδηγία, η 2022/542, δίνει τη δυνατότητα στα κράτη-μέλη να εφαρμόσουν ευρύτερα μειωμένους ή και μηδενικούς συντελεστές ΦΠΑ σε βασικά αγαθά όπως τρόφιμα, φάρμακα και προϊόντα ιατρικής χρήσης. Ωστόσο, η Ελλάδα παραμένει διστακτική στην υιοθέτηση τέτοιων μέτρων, παρά το γεγονός ότι θα μπορούσαν να συμβάλουν στην ανακούφιση των καταναλωτών από την ακρίβεια.

Η βασική αιτία αυτής της καθυστέρησης φαίνεται να είναι η προτίμηση της κυβέρνησης για ένα φορολογικό μοντέλο που βασίζεται υπερβολικά στον ΦΠΑ ως κύρια πηγή εσόδων.

Η χώρα μας συνεχίζει να συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος των δημόσιων εσόδων μέσω του ΦΠΑ, αντί να ενισχύσει τη φορολόγηση βάσει εισοδήματος, που θεωρείται πιο δίκαιη και αναλογική. Η εφαρμογή των δύο οδηγιών θα οδηγούσε σε μείωση των εσόδων από τον ΦΠΑ, κάτι που η κυβέρνηση φαίνεται να θέλει να αποφύγει πάση θυσία.

Ωστόσο, η πολιτική αυτή έχει σοβαρές συνέπειες για την οικονομία και την κοινωνία. Η υπερφορολόγηση, σε συνδυασμό με το αυξημένο κόστος διαβίωσης, μειώνει την αγοραστική δύναμη των πολιτών. Το Γραφείο Προϋπολογισμού της Βουλής σημειώνει ότι η αύξηση του ΑΕΠ κατά 2,4% το τρίτο τρίμηνο του 2024 στηρίχθηκε κυρίως στην ιδιωτική κατανάλωση, η οποία αντιστοιχεί σε πάνω από το 70% του συνολικού ΑΕΠ.

Ωστόσο, η διατήρηση αυτής της κατανάλωσης είναι αμφίβολη, δεδομένου ότι το μεγαλύτερο μέρος των καταθέσεων των Ελλήνων πολιτών είναι χαμηλό, με το 72,5% των καταθετών να διαθέτει λιγότερα από 1.000 ευρώ στους λογαριασμούς τους.

Την ίδια στιγμή, το εμπορικό έλλειμμα της χώρας διευρύνεται συνεχώς, καταγράφοντας αύξηση 9,9% το 2024 σε σχέση με το προηγούμενο έτος.

Αυτό υποδηλώνει ότι η Ελλάδα συνεχίζει να καταναλώνει περισσότερα από όσα παράγει, γεγονός που καθιστά ακόμα πιο κρίσιμη την ανάγκη για πολιτικές που θα στηρίξουν τη βιώσιμη ανάπτυξη και την εγχώρια παραγωγή.

Η ορθή ενσωμάτωση των οδηγιών της ΕΕ αποτελεί μια ευκαιρία για τη βελτίωση της οικονομικής κατάστασης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των καταναλωτών.

Παρόλα αυτά, η κυβέρνηση φαίνεται να αποφεύγει τη λήψη τέτοιων μέτρων, δίνοντας προτεραιότητα στα βραχυπρόθεσμα φορολογικά έσοδα εις βάρος της μακροπρόθεσμης οικονομικής ευημερίας.

Το ερώτημα, λοιπόν, παραμένει: πόσο ακόμα μπορεί να στηρίζεται η ανάπτυξη της χώρας στην ιδιωτική κατανάλωση, όταν οι οικονομικές δυνατότητες των πολιτών συρρικνώνονται διαρκώς;