Σχεδόν μισό εκατομμύριο ευρώ φέρεται να πιστώθηκε μέσα σε δύο χρόνια στον τραπεζικό λογαριασμό της γνωστής 37χρονης αθλήτριας ενόργανης γυμναστικής, η οποία κατηγορείται ότι εμπλέκεται στη μεγάλη εγκληματική οργάνωση που εξαπατούσε πολίτες παριστάνοντας υπαλλήλους της ΔΕΔΔΗΕ ή λογιστές. Οι κινήσεις αυτές, που εντοπίστηκαν στο πλαίσιο της έρευνας, έχουν μπει στο μικροσκόπιο των αρχών ως πιθανή διαδρομή «ξεπλυμένου» χρήματος, την ώρα που η ίδια αρνείται κάθε συμμετοχή στο κύκλωμα.
Μέσα στην ογκώδη δικογραφία, που αριθμεί χιλιάδες σελίδες, περιλαμβάνονται, εκτός από τους 45 συλληφθέντες, ακόμη 96 άτομα που φέρονται να συνδέονται με το δίκτυο, άλλοτε ως βασικά μέλη και άλλοτε ως δευτερεύοντες συνεργοί. Ανάμεσά τους βρίσκεται και ο αδελφός της 37χρονης, ο οποίος, σύμφωνα με τις αρχές, είχε ρόλο εισπράκτορα ή άτυπου «λογιστή» του κυκλώματος, αναλαμβάνοντας τη διαχείριση μετρητών και καταθέσεων από τις απάτες. Όσον αφορά την ίδια την αθλήτρια, που είχε εκπροσωπήσει την Ελλάδα στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 2004 και του 2008, μέχρι και πριν από τη σύλληψή της φέρεται να ζούσε, σύμφωνα με τους αστυνομικούς, μια «γλυκιά» ζωή, έχοντας κάνει δεύτερο σπίτι της τη Μύκονο, όπως μετέδωσε το κεντρικό δελτίο ειδήσεων του star. Οι αρχές εκτιμούν πως η εμπλοκή της σχετίζεται κυρίως με τη νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες, αλλά και με τη διευκόλυνση που παρείχε στον αδελφό της στη διακίνηση του χρήματος.
Σύμφωνα με το περιβάλλον της, η 37χρονη βρίσκεται σε άθλια ψυχολογική κατάσταση και επιμένει πως δεν έχει καμία σχέση με τη δράση της εγκληματικής οργάνωσης. Σε έφοδο που πραγματοποιήθηκε στο σπίτι της στα Βόρεια Προάστια, οι αστυνομικοί εντόπισαν και κατέσχεσαν πέντε ακριβά κινητά τηλέφωνα και το ποσό των 9.000 ευρώ σε μετρητά, στοιχεία που, σε συνδυασμό με τις ύποπτες ροές χρημάτων, ενισχύουν κατά τους ερευνητές την εικόνα εμπλοκής της στο κύκλωμα.
Παρότι δεν έχει αναγνωριστεί από κανένα θύμα ως άτομο που συμμετείχε στις τηλεφωνικές απάτες ή στις αυτοπρόσωπες παραδόσεις χρημάτων, οι αρχές έφτασαν στα ίχνη της μέσα από πλήθος συνομιλιών ανάμεσα στα μέλη της οργάνωσης, οι οποίες αποκαλύφθηκαν από τον «κοριό» της ΕΛ.ΑΣ. κατά τη διάρκεια της πολύμηνης παρακολούθησης. Οι καταγραφές δείχνουν, σύμφωνα με τη δικογραφία, συζητήσεις γύρω από τραπεζικούς λογαριασμούς, καταθέσεις και προσπάθειες «να μη φαίνονται» τα πραγματικά πρόσωπα που κινούν τα χρήματα.
Σε μία από τις συνομιλίες που περιλαμβάνονται στο υλικό, ο Αδελφός της αθλήτριας ακούγεται να παραδέχεται ότι ο δικός του λογαριασμός έχει κλείσει επειδή δεν μπορούσε να δικαιολογήσει την προέλευση των χρημάτων που κατέθετε. Φέρεται να λέει χαρακτηριστικά πως «τον λογαριασμό μου τον έκλεισαν επειδή δεν μπορούσα να αποδείξω που βρήκα τα λεφτά που έκανα καταθέσεις. τώρα αυτός είναι (της αδελφής μου) ο λογαριασμός», αφήνοντας να εννοηθεί ότι πλέον χρησιμοποιεί τον λογαριασμό της 37χρονης για να συνεχίσει τη ροή των χρημάτων.
Σε άλλη συνομιλία, που επίσης έχει καταγραφεί, ένας Άγνωστος συνομιλητής τον προειδοποιεί: «ενδιαφέρον. κοίτα το αυτό γιατί είναι πολλά τα λεφτά και είναι κρίμα να γίνει καμία μ@@@@@@», αναδεικνύοντας την ανησυχία για το μέγεθος των ποσών και τον κίνδυνο να τραβήξουν την προσοχή των αρχών.
Σε τρίτο διάλογο, ο Αδελφός της αθλήτριας εμφανίζεται να ρωτά αν μπορεί να «περάσει» χρήματα μέσω της αδελφής του, λέγοντας: «να σε ρωτήσω, άμα δώσω στην αδελφή μου μετρητά, μπορεί να μου βάλει από εσένα για να μην φαίνονται στην κάρτα μου ή όχι;», επιχειρώντας να βρει τρόπο να κρατήσει χαμηλά το προφίλ των δικών του τραπεζικών κινήσεων. Στη συζήτηση παρεμβαίνει και η μητέρα κατηγορούμενου, ρωτώντας: «αν της δώσεις εσύ μετρητά ή εγώ;», υποδηλώνοντας ότι στο «παιχνίδι» των καταθέσεων ενδέχεται να εμπλέκονται περισσότερα μέλη της οικογένειας.
Η 37χρονη αθλήτρια στηρίζει την υπερασπιστική της γραμμή στο γεγονός ότι κανένα θύμα δεν την έχει αναγνωρίσει, ότι το όνομά της δεν προκύπτει άμεσα σε επεισόδια εξαπάτησης, ότι – όπως υποστηρίζει – δεν έκανε πραγματικά χλιδάτη ζωή και ότι είναι εργαζόμενη μητέρα ανήλικου παιδιού, χωρίς επαρκή χρόνο ή διάθεση για συμμετοχή σε εγκληματικές δραστηριότητες.
Ο αδελφός της, αντιθέτως, φέρεται σύμφωνα με τη δικογραφία να εμπλέκεται σε εννέα τουλάχιστον περιπτώσεις απάτης, άλλοτε παριστάνοντας τον λογιστή που «διευθετεί εκκρεμότητες» θυμάτων με την εφορία ή τον εφκα και άλλοτε εκτελώντας χρέη εισπράκτορα της οργάνωσης, παραλαμβάνοντας μετρητά και τιμαλφή από ηλικιωμένους ή ανυποψίαστους πολίτες. Ο ίδιος εκτιμάται ότι έχει εισπράξει πάνω από 250.000 ευρώ από τις απάτες αυτές και στη συνέχεια χρησιμοποιούσε, σύμφωνα με τους αστυνομικούς, τους λογαριασμούς της αδελφής του για να καταθέσει τα χρήματα και να τα «νομιμοποιήσει» μέσω τραπεζικού συστήματος.
Η εγκληματική οργάνωση, όπως προκύπτει από την έρευνα, επιχειρούσε να ξεπλένει το παράνομο χρήμα είτε αγοράζοντας κινητά τελευταίας τεχνολογίας είτε αποκτώντας πανάκριβα αυτοκίνητα, τα οποία στη συνέχεια μπορούσαν να μεταπωληθούν ή να αλλάξουν χέρια, δυσκολεύοντας την ιχνηλάτηση της αρχικής προέλευσης των κεφαλαίων. Σε πολλές περιπτώσεις μάλιστα, οι συναλλαγές δεν γίνονταν καν σε ευρώ, αλλά εξοφλούνταν με λίρες ή με χρυσό που είχαν αποσπάσει από τα θύματά τους, δημιουργώντας ένα παράλληλο κύκλωμα ανταλλαγών.
Στο στόχαστρο του κυκλώματος δεν βρίσκονταν μόνο ιδιώτες, αλλά και εταιρείες, με τα μέλη της οργάνωσης να παριστάνουν κατά περίπτωση συμβολαιογράφους, εκπροσώπους του εφκα ή στελέχη δήμων, ώστε να πείσουν τα θύματα ότι έχουν μπροστά τους «σοβαρούς» ανθρώπους που χειρίζονται υποτίθεται υπηρεσιακές εκκρεμότητες.
Όσον αφορά τις κλασικές απάτες κατά πολιτών, το σενάριο που χρησιμοποιούσαν ήταν συγκεκριμένο. Όταν καλούσαν ανυποψίαστους ανθρώπους παριστάνοντας τους τεχνικούς της δεδδηε και δεν κατάφερναν να τους πείσουν, τη σκυτάλη έπαιρναν άλλα μέλη της οργάνωσης που παρίσταναν τους αστυνομικούς. Με προσχηματικές εξηγήσεις, έπειθαν τα θύματα ότι βρίσκονται σε εξέλιξη επιχειρήσεις «παγίδευσης» απατεώνων, γι’ αυτό και έπρεπε να συνεργαστούν ρίχνοντας από τα μπαλκόνια τους χρήματα και κοσμήματα, δήθεν για να «πιαστούν επ’ αυτοφώρω» οι κακοποιοί.
Αφού τα θύματα πείθονταν και άφηναν από τα χέρια τους τις οικονομίες και τα τιμαλφή μιας ζωής, οι δράστες τα άρπαζαν και εξαφανίζονταν μέσα σε λίγα λεπτά, αφήνοντας πίσω τους μόνο σοκ και μια σειρά από τηλεφωνικά ίχνη που, αυτή τη φορά, φαίνεται πως ήταν αρκετά για να οδηγήσουν τις αρχές στα πρόσωπα που τώρα κάθονται στο εδώλιο.