Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

29 Δεκεμβρίου 2025

64 χρόνια ευρωπαϊκής ομηρίας (Μέρος Α’: Προφήτες της οικονομικής ισοπέδωσης)

Έχουν συμπληρωθεί 64 χρόνια από τη στιγμή που η Ελλάδα συνέδεσε θεσμικά και στρατηγικά την πορεία της με εκείνο που εμφανίστηκε ως Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα των λαών και των εθνών και εξελίχθηκε, σταδιακά αλλά αμείλικτα, σε μια υπερεθνική κατασκευή γραφειοκρατικής εξουσίας, με τυπικό διοικητικό κέντρο τις Βρυξέλλες και ουσιαστικό άξονα επιβολής το Βερολίνο.

Η ένταξη αυτή δεν υπήρξε ένα στιγμιαίο γεγονός ούτε προϊόν μιας μόνο πολιτικής απόφασης, αλλά μια μακρά διαδικασία επιλογών, παραλείψεων και στρατηγικών υποχωρήσεων, που ξεκίνησε πολύ πριν από την υπογραφή της πράξης προσχώρησης στο Ζάππειο το 1979.

Η αφετηρία τοποθετείται στο 1961, όταν ο τότε πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής υπέγραψε τη συμφωνία σύνδεσης της Ελλάδας με την Κοινή Αγορά των Έξι, καθιστώντας τη χώρα την πρώτη μη ιδρυτική, «συνδεδεμένη» περίπτωση.

Η επιλογή αυτή παρουσιάστηκε ως ιστορικό άλμα εκσυγχρονισμού και γεωπολιτικής κατοχύρωσης, όμως ήδη από τότε προκάλεσε έντονες αντιδράσεις σε κύκλους που διέθεταν μακροπρόθεσμη θεώρηση των εθνικών και οικονομικών συνεπειών. Η συζήτηση εκείνης της περιόδου δεν περιοριζόταν σε στενά κομματικά όρια, αλλά διαπερνούσε τον πνευματικό, ακαδημαϊκό και εκκλησιαστικό χώρο.

Σημαντικές προσωπικότητες εξέφραζαν την ανησυχία ότι η Ορθόδοξη Ελλάδα κινδύνευε να απορροφηθεί σε έναν πολιτισμικά και θεσμικά αλλότριο χώρο, όπου η οικονομική ολοκλήρωση θα λειτουργούσε ως όχημα πολιτισμικής και εθνικής ομογενοποίησης.

Ανάμεσα στις πρώιμες ευρωσκεπτικιστικές φωνές ξεχώριζε ο Σκυριανός διανοούμενος Μάνος Φάλταϊτς, εκδότης της επιθεώρησης «Οδηγητής», ο οποίος ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του ’60 μιλούσε για τον προάγγελο οικονομικής καταστροφής και εθνικής απομείωσης. Οι θέσεις αυτές δεν διατυπώνονταν στο περιθώριο, αλλά φιλοξενούνταν σε έντυπα που αποτελούσαν κέντρα πνευματικής ζύμωσης της εποχής.

Στον ίδιο χώρο αρθρογραφούσαν λογοτέχνες και στοχαστές όπως ο Άγγελος Τερζάκης, εκκλησιαστικοί διανοούμενοι όπως ο πατέρας Πυρουνάκης και παιδαγωγοί με βαρύ θεσμικό αποτύπωμα, ανάμεσά τους ο Ευάγγελος Παπανούτσος.

Παρά τις διαφορετικές ιδεολογικές τους αφετηρίες, τους ένωνε η ανησυχία ότι η ελληνική ταυτότητα, η γλώσσα και η Ορθοδοξία θα διαβρώνονταν σε ένα περιβάλλον όπου οι πολιτισμικές ιδιαιτερότητες αντιμετωπίζονταν ως εμπόδιο στην ολοκλήρωση. Η προειδοποίηση ότι η «Ρωμιοσύνη» κινδύνευε να χαθεί μέσα στο κράμα της ευρωπαϊκής ομοιομορφίας δεν αποτελούσε ρητορική υπερβολή, αλλά συμπέρασμα ιστορικής και πολιτισμικής ανάλυσης.

Παράλληλα με τις πολιτισμικές ανησυχίες, διατυπώνονταν σοβαρές οικονομικές ενστάσεις από οικονομολόγους που δεν ανήκαν αποκλειστικά στον χώρο της Αριστεράς. Η κεντρική τους διαπίστωση ήταν ότι η ελληνική παραγωγική βάση, περιορισμένη και ανολοκλήρωτη, δεν θα μπορούσε να αντέξει τον ανταγωνισμό των βιομηχανικά ανεπτυγμένων χωρών της Κεντρικής Ευρώπης.

Οι απόψεις αυτές φιλοξενούνταν ακόμη και σε έντυπα της αστικής ακαδημαϊκής διανόησης, όπως η μηνιαία επιθεώρηση «Νέα Οικονομία» του Άγγελος Αγγελόπουλος, σε μια εποχή όπου ο δημόσιος διάλογος δεν ελεγχόταν από μηχανισμούς ιδεολογικής πειθαρχίας.

Ήδη από τη δεκαετία του ’60 είχε τεθεί με σαφήνεια το τίμημα της ευρωπαϊκής πορείας. Η Ελλάδα θα απολάμβανε χρηματοδοτική στήριξη, αλλά θα εγκατέλειπε κρίσιμους τομείς παραγωγής, αποδεχόμενη έναν ρόλο εξαρτημένης οικονομίας.

Οι αγροτικές επιδοτήσεις θα λειτουργούσαν ως προσωρινό υποκατάστατο εισοδήματος, χωρίς να αποτρέψουν την αποδιάρθρωση της αγροτοδιατροφικής αλυσίδας, ενώ η βιομηχανία, χωρίς στρατηγική προστασία και κίνητρα, θα οδηγούνταν σε σταδιακή εξαφάνιση. Η χώρα παραιτήθηκε, έτσι, από το δικαίωμα να χαράσσει αυτόνομα την αναπτυξιακή της πορεία και αποδέχθηκε την επιβολή εξωτερικών προτύπων.

Με την πάροδο των δεκαετιών, το αποτέλεσμα αυτής της επιλογής έγινε απτό. Η Ελλάδα μετασχηματίστηκε σε οικονομία περιορισμένης παραγωγικής βάσης, με υπερεξάρτηση από τον τουρισμό, αναιμική βιομηχανία, ενεργειακή εξάρτηση και διαχρονικό έλλειμμα στο εμπορικό ισοζύγιο.

Ταυτόχρονα, διαμορφώθηκε μια εγχώρια τάξη διαμεσολαβητών, οικονομικών και πολιτικών, που έμαθαν να επιβιώνουν και να ευημερούν μέσα από κοινοτικά κονδύλια, επιδοτήσεις και προγράμματα, καλλιεργώντας την αντίληψη ότι η εθνική κυριαρχία αποτελεί αναχρονισμό.

Μετά τη μεταπολίτευση, η συζήτηση για την ευρωπαϊκή πορεία επανήλθε, αλλά εγκλωβίστηκε σε απλουστευτικά ιδεολογικά σχήματα και τελικά κατέληξε στην καθολική αποδοχή της ένταξης ως αναπόφευκτου μονόδρομου.

Η είσοδος στο κοινό νόμισμα αποτέλεσε το καθοριστικό σημείο καμπής, αφαιρώντας από την ελληνική οικονομία βασικά εργαλεία προσαρμογής και καθιστώντας την πλήρως εξαρτημένη από εξωτερικούς μηχανισμούς χρηματοδότησης και πειθαρχίας. Τα Μνημόνια και η εκποίηση της δημόσιας περιουσίας δεν υπήρξαν κεραυνός εν αιθρία, αλλά το προβλέψιμο αποτέλεσμα μιας μακράς πορείας θεσμικής υποτέλειας.

Σήμερα, η θέση της Ελλάδας εντός της Ευρωπαϊκή Ένωση χαρακτηρίζεται από περιορισμένη δυνατότητα παρέμβασης και ουσιαστική απουσία στρατηγικής αυτονομίας. Η χώρα καλείται να υπηρετήσει ένα πρότυπο ανάπτυξης χαμηλών απαιτήσεων, χωρίς παραγωγική ανασυγκρότηση και χωρίς εθνικό σχεδιασμό.

Το πλέον ανησυχητικό στοιχείο είναι ότι κάθε συζήτηση για εναλλακτικές επιλογές έχει ουσιαστικά εξοβελιστεί από τον δημόσιο χώρο. Η αμφισβήτηση του ευρωπαϊκού πλαισίου αντιμετωπίζεται ως πολιτική και κοινωνική παρέκκλιση, ακόμη και όταν διατυπώνεται με τεκμηριωμένο τρόπο από ανθρώπους της επιστήμης και της οικονομίας.

Υπάρχει, όμως, μία θεμελιώδης διαφορά πλέον. Μέχρι χθες το πρόβλημα ήταν κατά βάση οικονομικό. Σήμερα, δυστυχώς, επεκτείνεται σε υπαρξιακά ζητήματα που έχουν να κάνουν με την ίδια την επιβίωση του ελληνικού κράτους. Γιατί πλέον η Ελλάδα χωρίς κανένα δικαίωμα αντίρρησης καλείται να συμμετέχει σε αποφάσεις εξόφθαλμα αντίθετες με τα εθνικά της συμφέροντα.

Αποφάσεις που αγγίζουν χορδές αυτοσυντήρησης, όπως η συμμετοχή σε πολεμικές περιπέτειες που δεν μας αφορούν ή ο εκβιασμός για εκχώρηση εθνικής κυριαρχίας στον προαιώνιο εχθρό. Για πρώτη φορά δηλαδή από την περίοδο των Μνημονίων το ερώτημα δεν αφορά τη συμμετοχή μας στο κοινό νόμισμα, αλλά στην Ευρωπαϊκή Ένωση αυτή καθεαυτή…

*Στο επόμενο Μέρος Β’: Υπνοβάτες στον δρόμο της παγκόσμιας σύρραξης 

Ετικέτες: