Αλέξης vs Κυριάκος: Το προεκλογικό deja vu μιας παρακμιακής δημοκρατίας
Καθώς η πολιτική ατζέντα επανέρχεται δυναμικά με την επιστροφή από τις θερινές διακοπές και η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ) πλησιάζει, η κυβέρνηση επιχειρεί ένα προσεκτικά σχεδιασμένο επικοινωνιακό ριμπάουντ. Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης προετοιμάζεται να εμφανιστεί στη Θεσσαλονίκη με τη γνωστή συνταγή: εξαγγελίες, παροχές, φοροελαφρύνσεις και υποσχέσεις περί σταθερότητας, ευημερίας και «τεχνοκρατικής σοβαρότητας».
Ωστόσο, αυτή τη φορά το αφήγημα δείχνει να φθείρεται – και ο πολιτικός χρόνος να επιταχύνεται εναντίον του.
Με τη φθορά της κυβέρνησης να βαθαίνει και την κοινωνική δυσαρέσκεια να συσσωρεύεται, ο δημόσιος διάλογος μετατοπίζεται ξανά σε γνώριμα εδάφη: το πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα. Ο πρώην πρωθυπουργός, αν και αποσυρμένος από την ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ, παραμένει παρών στον πολιτικό λόγο – και κυρίως, στην πολιτική εργαλειοποίηση από τους αντιπάλους του.
Η Νέα Δημοκρατία, με διαρκώς αυξανόμενες εσωτερικές εντάσεις, αλλά και το άγχος της διατήρησης της πολιτικής ηγεμονίας, επαναφέρει συστηματικά τον Τσίπρα ως αρνητικό σημείο αναφοράς. Η στρατηγική είναι απλή: όσο πιο έντονη η σύγκριση με τον «καταστροφικό ΣΥΡΙΖΑ», τόσο πιο εύκολη η επιβίωση ενός φθαρμένου κυβερνητικού σχήματος. Το πρόβλημα είναι ότι το κοινό δείχνει να αντιλαμβάνεται τη σύγκριση όχι πια ως φόβητρο, αλλά ως ειρωνικό σχόλιο στην τρέχουσα κατάσταση.
Ο Αλέξης Τσίπρας επανέρχεται, όχι επειδή προβάλλει κάποια ρεαλιστική πολιτική πρόταση ή επειδή συγκροτεί ισχυρό αντιπολιτευτικό μέτωπο. Αντιθέτως, λειτουργεί πλέον ως πολιτικό αρχέτυπο: ως προβολή των συλλογικών αδυναμιών του ελληνικού πολιτικού σώματος. Μια πολιτική φιγούρα που συνοψίζει τον ανορθολογισμό, τον καιροσκοπισμό, την αντισυστημική ρητορική χωρίς ουσία, αλλά και το βαθύτερο υπαρξιακό άγχος μιας κοινωνίας που δεν εμπιστεύεται πια κανέναν – ούτε καν τον εαυτό της.
Η πορεία του Τσίπρα είναι γνωστή. Από αρχηγός ενός μικρού κόμματος του 3%, αναδείχθηκε σε πρωθυπουργό μέσα σε πέντε χρόνια, ως ο εκφραστής της αγανάκτησης, της απόγνωσης, και της (ψευδούς) ελπίδας για ριζική ανατροπή του μνημονιακού κατεστημένου. Ανέλαβε την εξουσία το 2015, υποσχόμενος το τέλος της λιτότητας και των εξαρτήσεων, για να καταλήξει, λίγους μήνες αργότερα, να υπογράψει το τρίτο και σκληρότερο μνημόνιο.
Η διαχείριση του δημοψηφίσματος, η επιβολή των capital controls, η πολιτική αναδίπλωση και η εκκωφαντική διάψευση των υποσχέσεών του, τον καθιέρωσαν διεθνώς ως παράδειγμα πολιτικής απάτης. Παρόλα αυτά, επανεξελέγη. Διότι ενσάρκωσε όχι απλώς έναν «αντιμνημονιακό ηγέτη», αλλά ένα λαϊκό πρότυπο: τον άνθρωπο που δεν διαθέτει ιδιαίτερες γνώσεις, που δεν έχει διεθνή εμπειρία ή ακαδημαϊκό κύρος, αλλά «είναι δικός μας». Μιλάει όπως ο μέσος πολίτης, σκέφτεται με τον ίδιο τρόπο, και λέει ό,τι θέλει να ακούσει ένα ακροατήριο κουρασμένο και προδομένο από τις ελίτ.
Ο Τσίπρας ως πολιτικό σύμπτωμα
Ο Τσίπρας δεν έχει ανάγκη να είναι παρών για να έχει ρόλο. Το πολιτικό του αποτύπωμα λειτουργεί ως αυτοτελές φαινόμενο. Και, δυστυχώς, εξακολουθεί να συγκινεί, όχι επειδή οι πολίτες ξεχνούν την καταστροφική του διακυβέρνηση, αλλά επειδή έχουν εθιστεί στην πολιτική του «λίγο απ’ όλα»: στον κυνισμό, στον λαϊκισμό, στην επιτήδεια ασάφεια. Δεν είναι τυχαίο ότι στα κοινωνικά στρώματα που διαχρονικά τροφοδοτούν την ελληνική πολιτική με ψήφους χωρίς προσδοκίες, ο Τσίπρας παραμένει δημοφιλής.
Ούτε είναι αμελητέο το γεγονός ότι στην πολιτισμική φαντασία, συνεχίζει να εκπροσωπεί έναν τύπο πολιτικού που «δεν πουλάει μούρη». Έναν ηγέτη χωρίς γραβάτα, χωρίς δυσνόητα λόγια, χωρίς άκαμπτο τεχνοκρατισμό. Έναν ηγέτη με «ανθρώπινα» λάθη, που μπορεί να κάνει γκάφες, να στραβοστομιάζει, να μην γνωρίζει καλά ξένες γλώσσες – αλλά να θεωρείται για αυτόν ακριβώς τον λόγο… αυθεντικός.
Το πολιτικό παράδοξο: Ένας ηγέτης χρήσιμος για όλους – και για κανέναν
Στο σημερινό πολιτικό σκηνικό, ο Τσίπρας είναι ταυτόχρονα άχρηστος και απαραίτητος. Δεν διαθέτει ισχυρή πολιτική πλατφόρμα, δεν προτείνει κάτι νέο, ούτε συσπειρώνει σημαντικές δυνάμεις. Κι όμως, αποτελεί βασικό εργαλείο για την κυβέρνηση, η οποία επιχειρεί να τον επαναφέρει στο προσκήνιο ώστε να συνεχίσει να οικοδομεί τον δικό της λόγο πάνω στο φόβο της επιστροφής του.
Αλλά το μεγαλύτερο παράδοξο είναι πως η ίδια η κοινωνία εξακολουθεί να του αποδίδει πολιτική υπόσταση. Όχι επειδή περιμένει κάτι καλύτερο, αλλά επειδή δεν πιστεύει πια σε τίποτα. Σε αυτό το κενό νοήματος, ο Τσίπρας λειτουργεί σαν φάντασμα του παρελθόντος που επιμένει να επανέρχεται – σαν σύμπτωμα, όχι ως πρόταση.
Σε ένα πολιτικό περιβάλλον όπου ο ρεαλισμός αντικαταστάθηκε από την επικοινωνία, και η στρατηγική από τη διαχείριση εντυπώσεων, η σύγκρουση Τσίπρα – Μητσοτάκη δεν είναι τίποτε περισσότερο από μια αναπαραγωγή της πολιτικής μας ανεπάρκειας. Δύο πρόσωπα με διαφορετικό στυλ, αλλά κοινή πολιτισμική ρίζα: μια βαθιά κατανόηση του τρόπου με τον οποίο ο Έλληνας πολίτης αναζητά ταυτίσεις, όχι λύσεις.
Σε τελική ανάλυση, ο Αλέξης Τσίπρας δεν επιστρέφει. Δεν έφυγε ποτέ. Και όσο το πολιτικό σύστημα συνεχίζει να γυρίζει γύρω από πρόσωπα αντί για προτάσεις, όσο η κοινωνία προτιμά να βλέπει τον εαυτό της στους καθρέφτες των πολιτικών της – αντί να τους απαιτεί περισσότερα – τόσο οι «παλιοί» θα επιστρέφουν ως «νέοι σωτήρες».
Το πρόβλημα, τελικά, δεν είναι ο Αλέξης. Είναι το γεγονός ότι εξακολουθεί να μας μοιάζει.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί