Σήμερα Γιορτάζουν:

ΒΑΣΙΛΗΣ

ΒΑΣΙΛΙΚΗ

ΤΗΛΕΜΑΧΟΣ

25 Σεπτεμβρίου 2025

Αλιεία 2024: Λιγότερα αλιεύματα, λιγότερα σκάφη, πιεσμένη απασχόληση

Η Ελληνική Στατιστική Αρχή δημοσιοποιεί τα νεότερα στοιχεία της Έρευνας Θαλάσσιας Αλιείας με μηχανοκίνητα σκάφη για το 2024, αποτυπώνοντας ένα έτος υποχώρησης στις ποσότητες και στη δραστηριότητα, αλλά σχεδόν αμετάβλητο σε επίπεδο συνολικής αξίας. Η συνολική παραγωγή μέσης και παράκτιας αλιείας διαμορφώθηκε σε 54.708,3 τόνους, μειωμένη κατά 11,3% έναντι του 2023, όταν είχαν καταγραφεί 61.679,0 τόνοι. Από αυτούς, τα σκάφη μέσης αλιείας αλίευσαν 35.676,9 τόνους (–12,9% σε σχέση με 40.967,8 τόνους ένα χρόνο πριν), ενώ τα σκάφη παράκτιας αλιείας 19.031,3 τόνους (–8,1% έναντι 20.711,2 τόνων). Η κίνηση αυτή έρχεται να συνεχίσει το καθοδικό μοτίβο που έχει αποτυπωθεί σε αρκετές από τις προηγούμενες χρονιές της περιόδου 2016–2024, όπου οι συνολικές ποσότητες είχαν διακυμανθεί από υψηλά άνω των 80 χιλιάδων τόνων (2019) έως αισθητά χαμηλότερα επίπεδα μετά το 2020.

Στο μέτωπο του στόλου, ο αριθμός των μηχανοκίνητων αλιευτικών σκαφών μειώθηκε κατά 5,2% σε ετήσια βάση. Συγκεκριμένα, το 2024 καταγράφηκαν 11.416 σκάφη, έναντι 12.039 το 2023. Η κάμψη επηρέασε τόσο τη μέση όσο και την παράκτια αλιεία: τα σκάφη μέσης αλιείας (μηχανότρατες και γρι-γρι) περιορίστηκαν σε 449 από 460 (–2,4%), με τις μηχανότρατες να υποχωρούν σε 231 από 236 (–2,1%) και τα γρι-γρι σε 218 από 224 (–2,7%). Πιο έντονη ήταν η μείωση στην παράκτια αλιεία, όπου ο αριθμός των σκαφών διαμορφώθηκε σε 10.967 από 11.579 (–5,3%): οι βιντζότρατες υποχώρησαν θεαματικά σε 74 από 119 (–37,8%), ενώ τα λοιπά σκάφη παράκτιας αλιείας σε 10.893 από 11.460 (–4,9%).

Παρά τη χαμηλότερη παραγωγή, η συνολική αξία των αλιευμάτων παρουσίασε οριακή αύξηση 0,1%. Το 2024 η αξία ανήλθε σε 249.058,7 χιλ. ευρώ, από 248.844,0 χιλ. ευρώ το 2023, αντανακλώντας συνολικά υψηλότερες μέσες τιμές. Αναλυτικά, στη μέση αλιεία η αξία υποχώρησε στα 107.244,0 χιλ. ευρώ από 113.023,7 χιλ. ευρώ (–5,1%), ακολουθώντας τη μεγάλη μείωση ποσοτήτων. Στην παράκτια αλιεία, αντίθετα, παρότι οι ποσότητες μειώθηκαν, η αξία αυξήθηκε στα 141.814,7 χιλ. ευρώ από 135.820,3 χιλ. ευρώ (+4,4%), ένδειξη ότι το μείγμα ειδών και οι τιμές ενίσχυσαν τα έσοδα των παράκτιων παραγωγών.

Ως προς τη σύνθεση των αλιευμάτων, το 2024 οι ιχθύες κάλυψαν το 83,0% της συνολικής ποσότητας (45.404,7 τόνοι), τα κεφαλόποδα το 8,5% (4.652,4 τόνοι), τα μαλακόστρακα το 8,0% (4.351,9 τόνοι) και τα οστρακοειδή το 0,5% (299,4 τόνοι). Σε σχέση με το 2023, όλες οι βασικές ομάδες κατέγραψαν μείωση: οι ιχθύες –10,3% (από 50.603,8 τόνους), τα κεφαλόποδα –13,9% (από 5.405,0 τόνους), τα μαλακόστρακα –17,5% (από 5.276,7 τόνους) και τα οστρακοειδή –23,9% (από 393,5 τόνους). Στο επίπεδο των ειδών, πρωταγωνιστές παραμένουν γαύρος και σαρδέλα: ο γαύρος ανέβηκε σε 11.921,2 τόνους (από 11.527,1, +3,4%), καλύπτοντας το 21,8% του συνόλου, ενώ η σαρδέλα μειώθηκε αισθητά σε 5.569,1 τόνους (από 7.997,4, –30,4%), αντιστοιχώντας στο 10,2% του συνόλου.

Στα είδη με αυξήσεις σημειώνονται, μεταξύ άλλων, τα λυθρίνια (733,7 από 706,5 τόνους, +3,8%), τα μαγιάτικα (505,3 από 440,5, +14,7%), οι ξιφίες (504,7 από 460,0, +9,7%), οι μαρίδες (683,5 από 613,7, +11,4%) και οι φρίσσες, οι οποίες εκτινάχθηκαν σε 2.670,5 τόνους από 1.908,8 (+39,9%). Αντίθετα, εμφανείς μειώσεις καταγράφονται σε κολιούς (1.231,0 από 1.860,1, –33,8%), μπακαλιάρους (2.825,6 από 4.062,2, –30,4%), προσφυγάκια (443,1 από 675,6, –34,4%), παλαμίδες (648,9 από 795,0, –18,4%), μπαρμπούνια (818,5 από 986,6, –17,0%), πεσκανδρίτσες/βατραχόψαρα (473,4 από 615,1, –23,0) και γόπες (2.013,6 από 2.354,2, –14,5%).

Στα κεφαλόποδα, οι μεγαλύτερες μειώσεις εντοπίζονται σε θράψαλα (518,9 από 738,9, –29,8%), καλαμάρια (512,0 από 676,5, –24,3%) και χταπόδια (2.044,8 από 2.308,0, –11,4%), με τους μοσχιούς να μένουν σχεδόν αμετάβλητοι (266,5 από 266,8, –0,1%) και τις σουπιές να υποχωρούν ήπια (1.310,1 από 1.414,8, –7,4%). Στα μαλακόστρακα, οι γαρίδες μειώθηκαν αισθητά σε 2.662,8 τόνους (από 3.578,7, –25,6%), τα καβούρια σε 889,2 (από 977,6, –9,0%) και οι καραβίδες σε 344,6 (από 351,7, –2,0%), ενώ τα «διάφορα μαλακόστρακα» αυξήθηκαν σε 360,7 (από 283,4, +27,3%) και οι αστακοί σε 94,5 (από 85,4, +10,7%). Στα οστρακοειδή, τα μύδια περιορίστηκαν σε 94,3 τόνους (από 146,2, –35,5%), τα κυδώνια σε 58,2 (από 76,2, –23,7%), τα στρείδια σε 6,0 (από 6,4, –6,7%), ενώ τα χτένια παρέμειναν πρακτικά σταθερά (0,5 τόνοι).

Γεωγραφικά, η αλιευτική παραγωγή συγκεντρώνεται σε δύο μεγάλες «δεξαμενές»: η ζώνη των κόλπων Στρυμωνικού και Καβάλας, οι ακτές της Θάσου και το Θρακικό Πέλαγος απέδωσαν 13.100,1 τόνους, που αντιστοιχούν στο 23,9% του συνόλου, ενώ οι κόλποι Θερμαϊκός και Χαλκιδικής ακολούθησαν με 11.907,9 τόνους και μερίδιο 21,8%. Σημαντικές ποσότητες καταγράφηκαν επίσης στους κόλπους Νότιου και Βόρειου Ευβοϊκού (6.560,0 τόνοι, 12,0%) και στους κόλπους Αργολικό και Σαρωνικό (5.706,6 τόνοι, 10,4%). Η δραστηριότητα στα Ιόνια και στο νότιο Αιγαίο παραμένει πιο περιορισμένη σε όγκους: οι ακτές Κεφαλληνίας–Ζακύνθου και ο Πατραϊκός έφτασαν τους 3.802,0 τόνους (6,9%), οι περιοχές Λέσβου–Χίου–Σάμου–Ικαρίας τους 3.546,1 τόνους (6,5%), τα Δωδεκάνησα 2.517,1 τόνους (4,6%), οι Κυκλάδες 2.269,9 τόνους (4,1%) και η Κρήτη 1.186,2 τόνους (2,2%). Χαμηλότερες επιδόσεις σημειώθηκαν σε Παγασητικό (50,5 τόνοι), Λακωνικό (178,9), Κυπαρισσιακό–Μεσσηνιακό (238,0) και Αμβρακικό–Λευκάδα (453,0), καθώς και στις ανατολικές ακτές Ευβοίας–Σποράδες (1.493,1) και σε Ήπειρο–Κέρκυρα (807,1) και Κορινθιακό (891,9).

Στην απασχόληση, η μέση ετήσια εικόνα αποτυπώνει υποχώρηση 7,4%: οι απασχολούμενοι σε μέση και παράκτια αλιεία εκτιμώνται σε 15.590 το 2024, από 16.843 το 2023. Το στοιχείο αυτό, σε συνδυασμό με τη μείωση του στόλου και της παραγωγής, επιβεβαιώνει μια χρονιά πίεσης για τον κλάδο, παρά την ανθεκτικότητα της συνολικής αξίας.

Συνοψίζοντας, η ελληνική θαλάσσια αλιεία το 2024 κινήθηκε με χαμηλότερους όγκους και μικρότερο στόλο, ενώ διατήρησε σχεδόν αμετάβλητη τη συνολική αξία χάρη σε καλύτερες τιμές και διαφορετικό μείγμα ειδών—ιδίως στην παράκτια αλιεία. Η χωρική κατανομή δείχνει ισχυρή συγκέντρωση παραγωγής στη βόρεια ζώνη του Αιγαίου, με Θρακικό, Καβάλα–Στρυμωνικό και Θερμαϊκό–Χαλκιδική να ηγούνται. Η λεπτομερής ταξινόμηση ειδών αναδεικνύει σταθερούς «πυλώνες» όπως ο γαύρος, αλλά και έντονες ετήσιες διακυμάνσεις σε σαρδέλα, μπακαλιάρο, κολιό και γαρίδες, ενώ στα κεφαλόποδα οι πιέσεις ήταν γενικευμένες. Η εικόνα της αγοράς, με αξία πρακτικά σταθερή, υποδηλώνει ότι οι τιμές αντιστάθμισαν μέρος της απώλειας όγκου, χωρίς ωστόσο να αποτρέψουν την κάμψη της απασχόλησης, που παραμένει κρίσιμος δείκτης για τη βιωσιμότητα του κλάδου.

Ετικέτες: