Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Ανεμογεννήτριες πάνω σε καμένα δάση: Το επικίνδυνο σχέδιο που καταστρέφει τη φύση

Ανεμογεννήτριες: Στα μέσα Ιουλίου, ο Πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης ανακοίνωσε με περηφάνια ότι «φέτος αντιπαρατάσσουμε απέναντι στην απειλή της φωτιάς τις περισσότερες δυνάμεις που είχαμε ποτέ». Ο υπουργός Κλιματικής Κρίσης και Πολιτικής Προστασίας, Γιάννης Κεφαλογιάννης, επεσήμανε ότι ο κοινός στόχος της αντιπυρικής περιόδου συνοψίζεται σε τρεις φράσεις: λιγότερες ενάρξεις πυρκαγιών, γρήγορη οριοθέτηση των εκδηλωθεισών πυρκαγιών και ολιστική αντιμετώπιση των μεγάλων πυρκαγιών.

Ωστόσο, η πραγματικότητα ήταν διαφορετική. Οι πυρκαγιές ξέσπασαν σε διάφορες περιοχές της χώρας, με την Αχαΐα να απειλεί ακόμη και τα προάστια της Πάτρας — μια εικόνα που είχε ξαναζήσει η Αθήνα μόλις έναν χρόνο πριν. Η κυβέρνηση, αντί να αναλάβει την ευθύνη και να προβεί σε οργανωμένες ενέργειες, στράφηκε σε επικοινωνιακές τακτικές, κατηγορώντας τον Δήμαρχο για την κατάσταση και συλλαμβάνοντας τρεις υπόπτους για πρόκληση πυρκαγιάς σε ένα από τα πολλά μέτωπα. Οι καταστροφές στη Χίο, την Πρέβεζα, την Αττική, τη Ζάκυνθο, το ελατοδάσος του Φεναιού στην Αργολίδα, την κεντρική Εύβοια και τα Κύθηρα αντιμετωπίστηκαν σχεδόν ως «δευτερεύουσες λεπτομέρειες». Η σιωπή που ακολούθησε, όμως, ήταν αποκαλυπτική — μια σιωπή που καλύπτει και το μεγάλο πρόβλημα της «φαμίλιας».

Τα πυροσβεστικά μέσα αποτελούν την τελική γραμμή άμυνας έναντι των καταστροφικών πυρκαγιών. Για να είναι όμως αποτελεσματικά, απαιτούν σωστή πρόβλεψη και προετοιμασία. Ο γνωστός μετεωρολόγος Θοδωρής Κολυδάς τονίζει πως παρά τη σημαντική πρόοδο στη μετεωρολογία και τη μοντελοποίηση φυσικών φαινομένων, η Ελλάδα δεν διαθέτει κεντρική υπηρεσία που να συλλέγει και να επεξεργάζεται σε πραγματικό χρόνο δεδομένα για την πρόγνωση της πορείας των πυρκαγιών. Αντίθετα, σε πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα υπάρχουν ήδη αναπτυγμένα λογισμικά και πλατφόρμες (όπως το FARSITE, το Prometheus, το WRF-Fire, και το FireCast) που χρησιμοποιούνται διεθνώς για την πρόβλεψη και διαχείριση των πυρκαγιών σε πραγματικό χρόνο, παρέχοντας ζωτικής σημασίας πληροφορίες τόσο στις επιχειρησιακές δυνάμεις όσο και στο κοινό.

Το κρίσιμο ερώτημα είναι γιατί αυτές οι τεχνολογίες και οι γνώσεις δεν έχουν αξιοποιηθεί από την ελληνική κυβέρνηση. Η απάντηση φαίνεται να βρίσκεται στην έλλειψη πολιτικής βούλησης και ίσως στον περιορισμό των «κερδών» που μπορούν να αποκομίσουν συγκεκριμένες ομάδες από άλλα, λιγότερο ουσιαστικά έργα. Δεν έχει υπάρξει κανένας δημόσιος απολογισμός για τις αναδασώσεις ή την αποκατάσταση των καμένων εκτάσεων στα έξι χρόνια διακυβέρνησης Μητσοτάκη. Παράλληλα, η χώρα δεν προετοιμάζεται κατάλληλα για τις επερχόμενες φυσικές καταστροφές, όπως οι πλημμύρες του χειμώνα. Κάθε καλοκαίρι η εικόνα επαναλαμβάνεται: παρά τις τεράστιες δαπάνες, οι φωτιές συνεχίζουν να καταστρέφουν χιλιάδες στρέμματα, να απειλούν ζωές και να καταστρέφουν τα οικοσυστήματα.

Τα στοιχεία είναι ενδεικτικά: την περίοδο 2020-2024, με κρατικές δαπάνες ύψους 468 εκατομμυρίων ευρώ για την πυρόσβεση, κάηκαν 3.714.110 στρέμματα, ενώ την αντίστοιχη περίοδο 2015-2019, με μόλις 114 εκατομμύρια ευρώ, κάηκαν 861.340 στρέμματα. Είναι ξεκάθαρο ότι οι πόροι από μόνοι τους δεν αρκούν, χωρίς οργανωμένη και στοχευμένη πολιτική.

Ο καθηγητής και πρώην πρύτανης του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Γιάννης Μυλόπουλος, αναφέρει χαρακτηριστικά ότι μια κυβέρνηση που δεν πιστεύει στη βιωσιμότητα των Κοινών Αγαθών και αντιμετωπίζει τα δάση ως μέσα κερδοσκοπίας, αντί να τα προστατεύει, αδυνατεί να επιτύχει αποτελεσματική αντιπυρική πολιτική.

Η περίπτωση της Εύβοιας αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα: τα δάση έχουν καεί και στη θέση τους φυτεύονται ανεμογεννήτριες. Ο πρωθυπουργός έχει δηλώσει πως σήμερα παράγονται 2.550 MW από ανεμογεννήτριες και ότι ο στόχος είναι να τριπλασιαστεί η παραγωγή στα 7.500 MW. Το πρόβλημα που δεν αναφέρεται συχνά είναι ότι η απόδοση των ανεμογεννητριών εξαρτάται από την ομαλή ροή του αέρα, η οποία διαταράσσεται από την ύπαρξη πυκνής βλάστησης. Όπως τονίζει ο μετεωρολόγος Άκης Τσελέντης, για να λειτουργούν σωστά οι ανεμογεννήτριες, τα βουνά πρέπει να αποψιλωθούν ή να καούν, γεγονός που δημιουργεί ένα φαύλο κύκλο καταστροφής του περιβάλλοντος.

Τέλος, η φωνή ενός βετεράνου πυροσβέστη, του Βασίλη Κοκοτσάκη, που έχει ζήσει παλιότερες καταστάσεις, μας θυμίζει ότι στο παρελθόν, παρότι υπήρχαν λιγότερα μέσα και πόροι, η διαχείριση ήταν πιο αποτελεσματική. Υπήρχαν ηγέτες που γνώριζαν το αντικείμενο, αλλά και πολίτες της υπαίθρου, που ήταν γνώστες του τόπου και σύμμαχοι στην προσπάθεια. Η εκκένωση γινόταν με συνεργασία και εμπιστοσύνη, όχι με φόβο και κρυφτούλι. Το σημερινό μοντέλο όμως έχει αποτύχει, με αποτέλεσμα να κινδυνεύουν ζωές και περιουσίες.

Το ερώτημα που μένει αναπάντητο είναι πού θα τοποθετηθούν οι νέες ανεμογεννήτριες, με δεδομένη την καταστροφή των δασών, και πώς θα αντιμετωπιστεί η επόμενη μεγάλη πυρκαγιά, αν δεν αλλάξει ριζικά η πολιτική και η διοίκηση σε αυτόν τον τομέα.

Το πρόβλημα με τις ανεμογεννήτριες στην Ελλάδα

Κατά τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα έχει θέσει φιλόδοξους στόχους για την αύξηση της παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές, με κύριο μέσο τις ανεμογεννήτριες. Σύμφωνα με δηλώσεις της κυβέρνησης, σήμερα παράγονται περίπου 2.550 MW από ανεμογεννήτριες και ο στόχος είναι να τριπλασιαστεί αυτή η δυναμικότητα φτάνοντας τα 7.500 MW. Ωστόσο, αυτή η προσπάθεια συνοδεύεται από σοβαρά περιβαλλοντικά και λειτουργικά προβλήματα, τα οποία συχνά παραβλέπονται στη δημόσια συζήτηση.

Ένα από τα βασικότερα ζητήματα αφορά τον χώρο εγκατάστασης των ανεμογεννητριών και την επίδρασή τους στα οικοσυστήματα. Στην Ελλάδα, μεγάλα δασικά και ορεινά οικοσυστήματα, πολλά εκ των οποίων έχουν ήδη υποστεί καταστροφές από πυρκαγιές, καταστρέφονται περαιτέρω για να φιλοξενήσουν αιολικά πάρκα. Η καταστροφή δασών και βλάστησης δεν είναι απλώς περιβαλλοντικό πρόβλημα· επηρεάζει άμεσα και την απόδοση των ανεμογεννητριών.

Όπως εξηγεί ο γνωστός μετεωρολόγος Άκης Τσελέντης, η απόδοση των ανεμογεννητριών εξαρτάται από την ομαλή ροή του αέρα. Η παρουσία πυκνής βλάστησης και δασικών εκτάσεων δημιουργεί αναταράξεις στον αέρα, μειώνοντας την αποδοτικότητα και τη σωστή λειτουργία των ανεμογεννητριών. Για να εξασφαλιστεί η μέγιστη απόδοση, οι ανεμογεννήτριες πρέπει να τοποθετούνται σε γυμνά βουνά ή περιοχές όπου η ροή του αέρα δεν διαταράσσεται από δέντρα ή άλλες φυσικές εμπόδια. Αυτό, όμως, συνεπάγεται αποψίλωση και καταστροφή των δασικών περιοχών, γεγονός που εντείνει το περιβαλλοντικό πρόβλημα.

Παράλληλα, η πυρκαγιά που έπληξε την Εύβοια και κατέστρεψε τεράστιες δασικές εκτάσεις, ανέδειξε και ένα άλλο κρίσιμο ζήτημα: οι καμένες εκτάσεις δεν αναδασώνονται αποτελεσματικά, ενώ στη θέση τους εγκαθίστανται ανεμογεννήτριες. Η υποβάθμιση του φυσικού περιβάλλοντος δεν σταματά εκεί, καθώς η εκτεταμένη αποψίλωση και η εντατική χρήση της γης για ενεργειακούς σκοπούς επηρεάζουν αρνητικά την βιοποικιλότητα, την ποιότητα του αέρα και την ανθεκτικότητα των οικοσυστημάτων στις κλιματικές αλλαγές.

Επιπλέον, οι εκτιμήσεις για την αποτελεσματικότητα και τη βιωσιμότητα αυτών των επενδύσεων προκαλούν ενστάσεις. Σύμφωνα με μελετητές και ειδικούς, η προσέγγιση της κυβέρνησης, που αντιμετωπίζει τα δάση ως μέσα κερδοσκοπίας και πλουτισμού ημετέρων, έχει οδηγήσει σε ελλείψεις στη διαχείριση και προστασία των κοινών αγαθών. Η έλλειψη δημόσιας πολιτικής που να σέβεται και να προωθεί την αειφόρο διαχείριση των δασικών οικοσυστημάτων έχει οδηγήσει τη χώρα σε αρνητική θέση στους δείκτες περιβαλλοντικής προστασίας και αποτελεσματικότητας.

Είναι σημαντικό να τονιστεί ότι η παραγωγή ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές αποτελεί θετική κατεύθυνση για την Ελλάδα ως εναλλακτική παραγωγή ενέργειας, όμως η υλοποίησή της πρέπει να γίνεται με γνώμονα την προστασία του περιβάλλοντος, την αειφορία και την επιστημονική τεκμηρίωση. Η εγκατάσταση ανεμογεννητριών σε περιοχές που απαιτούν εκτεταμένες αποψιλώσεις ή που δεν λαμβάνουν υπόψη τη φυσιογνωμία του τόπου και τις τοπικές ιδιαιτερότητες, είναι μια στρατηγική που μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφικές συνέπειες.

Τέλος, η διαχείριση των δασών, η πρόληψη και αντιμετώπιση των πυρκαγιών, αλλά και η ορθολογική χωροθέτηση των αιολικών πάρκων, πρέπει να αποτελέσουν προτεραιότητα για την πολιτεία. Αλλιώς, η προσπάθεια αύξησης της παραγωγής «πράσινης ενέργειας» κινδυνεύει να μετατραπεί σε περιβαλλοντική καταστροφή, που θα επιβαρύνει ακόμη περισσότερο το φυσικό κεφάλαιο της χώρας και θα υπονομεύσει την ίδια την έννοια της βιωσιμότητας.

Ετικέτες: