Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Πρωτοφανές αντιδημοκρατικό μανιφέστο από τη νέα πρόεδρο του Αρείου Πάγου

Στην αρχή η ανακοίνωση της νέας προέδρου του Αρείου Πάγου Αναστασίας Παπαδοπούλου φάνηκε να προμηνύει κάτι ελπιδοφόρο. Όταν έγραψε ότι «επιχειρείται η χειραγώγηση και ο επηρεασμός έξωθεν της Δικαιοσύνης», πολλοί πίστεψαν ότι η νέα πρόεδρος επιλέγει να υπερασπιστεί τον θεσμικό της ρόλο, σηκώνοντας τείχος απέναντι σε κάθε εξωθεσμική παρέμβαση, ιδίως από την εκτελεστική εξουσία και τα φιλοκυβερνητικά κέντρα. Η πρώτη εντύπωση, ωστόσο, διαψεύστηκε γρήγορα και πικρά.

Η κυρία Παπαδοπούλου, αντί να στοχεύσει προς τις παρεμβάσεις που εδώ και χρόνια προκαλούν την οργή της κοινής γνώμης και τη δυσπιστία απέναντι στο κύρος της Δικαιοσύνης, επέλεξε, όπως οι προκάτοχοί της Ιωάννα Κλάπα και Γεωργία Αδειλίνη, να επιτεθεί στις φωνές των συγγενών των θυμάτων από τα Τέμπη – δηλαδή σε ανθρώπους που έχουν κάθε λόγο να απαιτούν λογοδοσία, διαφάνεια και κάθαρση.

Η τοποθέτηση της νέας προέδρου σε επίσημη ανακοίνωση για την έναρξη του δικαστικού έτους δεν θα μπορούσε να είναι πιο αποκαρδιωτική για μια χώρα που περηφανεύεται ότι γέννησε τη δημοκρατία. Ο λόγος της, αυστηρός και καταγγελτικός, περισσότερο θύμιζε ρητορική αυταρχικού καθεστώτος παρά κορυφαίου εκπροσώπου της Δικαιοσύνης σε ευρωπαϊκό κράτος. Η φρασεολογία της, γεμάτη αναφορές σε αόρατους εχθρούς, «υπερδικαστές» και επιδιώξεις χειραγώγησης της δικαστικής κρίσης, παρέπεμπε περισσότερο σε καθεστώς εσωτερικής απειλής παρά σε σύγχρονη, ανοικτή κοινωνία όπου η κριτική αποτελεί θεμέλιο του δημοκρατικού πολιτεύματος.

Είναι απογοητευτικό να βλέπει κανείς τη θεσμική κεφαλή της Δικαιοσύνης να μην κατανοεί ή να επιλέγει να αγνοήσει ότι η κριτική –ακόμη και η σφοδρή– δεν είναι απόπειρα εκφοβισμού αλλά αναφαίρετο δικαίωμα των πολιτών, ιδίως όταν πρόκειται για περιπτώσεις ακραίας αδικίας και συγκάλυψης, όπως συνέβη στα Τέμπη. Ούτε οι αναφορές στην «επιστημονική κριτική» ούτε η «κοινή γνώμη» εξαιρούνται από το πλαίσιο της ελεύθερης έκφρασης σε μια δημοκρατία. Αντιθέτως, αποτελούν βασικά εργαλεία κοινωνικού ελέγχου και λογοδοσίας, χωρίς τα οποία κανένας θεσμός –ούτε καν η Δικαιοσύνη– δεν μπορεί να θεωρείται αδιάβλητος ή υπεράνω υποψίας.

Από το 2019 και έπειτα, όλο και περισσότερο ενισχύεται η αίσθηση ότι η Δικαιοσύνη λειτουργεί όχι ως ανεξάρτητη εξουσία αλλά ως θεσμικό παρακολούθημα της εκτελεστικής. Οι αποφάσεις της ή η απουσία αποφάσεων σε κρίσιμες υποθέσεις, από τα Τέμπη μέχρι τις υποκλοπές και από το σκάνδαλο Novartis μέχρι τη Siemens, ενισχύουν την εικόνα μιας Δικαιοσύνης που επιλέγει να μην ενοχλεί το Μαξίμου. Και το ερώτημα που τίθεται πλέον ανοικτά από μεγάλη μερίδα της κοινωνίας είναι σαφές και σκληρό: ποιον υπηρετεί η ελληνική Δικαιοσύνη σήμερα; Τον λαό ή τον πρωθυπουργό;

Οι αναφορές της προέδρου του Αρείου Πάγου σε «στοχοποίηση και διαπόμπευση δικαστικών λειτουργών» και στον «σφετερισμό της δικαστικής κρίσης» από πολίτες που δήθεν θεωρούν ότι κατέχουν την απόλυτη αλήθεια, υποκρύπτουν έναν ιδιότυπο φόβο απέναντι στον κοινωνικό έλεγχο. Αντί να αποτελέσει αφορμή για ενδοσκόπηση, η κριτική παρουσιάζεται ως επίθεση, ενώ η διαμαρτυρία των πολιτών –ειδικά όταν προέρχεται από ανθρώπους που έχουν πληγεί βαθιά, όπως οι οικογένειες των θυμάτων στα Τέμπη– βαφτίζεται «απρέπεια» ή ακόμα και «απειλή» για τη δικαστική ανεξαρτησία.

Όμως ποια ανεξαρτησία μπορεί να επικαλεστεί η ελληνική Δικαιοσύνη όταν σιωπά μπροστά σε παρεμβάσεις που είναι πλέον κραυγαλέες; Πότε ερεύνησε με το απαραίτητο βάθος τις ευθύνες για την τραγωδία των Τεμπών; Πότε στάθηκε πραγματικά απέναντι στα σκάνδαλα που κλονίζουν επί δεκαετίες τη χώρα, από τα εξοπλιστικά και τις λίστες μεγαλοκαταθετών μέχρι τις καταγγελίες για κυβερνητικές υποκλοπές; Πότε υπερασπίστηκε τους λειτουργούς της που επιχείρησαν να ερευνήσουν δύσκολες υποθέσεις, όπως ο Χρήστος Ράμμος, και κατασυκοφαντήθηκαν από στρατιές τρολ και συστημικά ΜΜΕ;

Το πιο εξοργιστικό δεν είναι η σιωπή μπροστά σε κυβερνητικές παρεμβάσεις, αλλά η επιθετικότητα απέναντι σε πολίτες, θύματα και επιστήμονες που ζητούν το αυτονόητο: δικαιοσύνη. Όταν ανώτατοι δικαστικοί επιλέγουν να στρέφουν το βλέμμα και τα βέλη τους προς την κοινωνία αντί προς την εξουσία, τότε δεν πρόκειται για τυχαία στάση – είναι επιλογή. Όταν στέκονται απέναντι στους συγγενείς των θυμάτων, τους πολίτες που διαμαρτύρονται, τους νομικούς που επιχειρούν να συμβάλουν στον δημόσιο διάλογο, και ποτέ απέναντι στους μηχανισμούς χειραγώγησης και συγκάλυψης, τότε η ουδετερότητα που επικαλούνται μετατρέπεται σε συγκάλυψη.

Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι αγνοεί τι λέει η κοινωνία για τη Δικαιοσύνη. Δεν μπορεί να μην έχει δει τις δημοσκοπήσεις που δείχνουν δραματική πτώση εμπιστοσύνης στον θεσμό. Δεν γίνεται να μη γνωρίζει πώς δρουν ευρωπαίοι εισαγγελείς όπως η Λάουρα Κοβέσι, που εργάζονται πραγματικά ανεξάρτητα, δίχως να κάνουν διακρίσεις μεταξύ ισχυρών και αδύναμων. Η σύγκριση ανάμεσα στην «τυφλή» ευρωπαία εισαγγελέα και την «αλλήθωρη» ελληνική Δικαιοσύνη, που βλέπει μόνο εκεί που της υποδεικνύουν τα κυβερνητικά κέντρα, είναι πλέον κοινός τόπος.

Η κυρία Παπαδοπούλου, και κάθε Παπαδοπούλου, οφείλει να απαντήσει με σαφήνεια: υπάρχει έστω ένας πολίτης που πιστεύει ότι αποδόθηκε δικαιοσύνη στις υποθέσεις των Τεμπών, της Novartis ή των υποκλοπών; Υπάρχει κανείς που να αισθάνεται περήφανος για τη στάση της ελληνικής Δικαιοσύνης σε υποθέσεις μείζονος εθνικής σημασίας; Αν όχι, τότε πώς μπορεί η ίδια να καμαρώνει; Κι αν καμαρώνει, για ποιον λόγο; Για τη σιωπή της ή για την ευθυγράμμιση με την εξουσία;

Αρκετά με τις ευφημιστικές φράσεις, αρκετά με τη θεσμική ασυλία. Ήρθε η ώρα οι επικεφαλής της Δικαιοσύνης να απαντήσουν με καθαρές κουβέντες: για ποιον εργάζονται, σε ποιον λογοδοτούν και με ποιον είναι. Με τον λαό ή με το Μαξίμου;

Ετικέτες: