Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

Αθέατοι λογαριασμοί, νόμιμοι συγγενείς, ύποπτη σιωπή και ένα πόθεν έσχες που γίνεται κουρέλι

Με μια αιφνιδιαστική και απρόσμενη τροπολογία, ενταγμένη σε πολυνομοσχέδιο του Υπουργείου Δικαιοσύνης, καταργείται ουσιαστικά ένας βασικός μηχανισμός διαφάνειας που ίσχυε από το 2016, βάσει του οποίου απαγορευόταν στους/στις συζύγους και στενούς συγγενείς πολιτικών προσώπων η συμμετοχή σε εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό. Η ρύθμιση αυτή, που ψηφίστηκε αποκλειστικά από τους βουλευτές της Νέας Δημοκρατίας, έχει ήδη προκαλέσει θύελλα αντιδράσεων και εύλογες απορίες για τους στόχους και τις σκοπιμότητές της.

Η συζήτηση στη Βουλή διήρκεσε πάνω από δέκα ώρες και, παρά τις έντονες ενστάσεις της αντιπολίτευσης, δεν δόθηκαν ξεκάθαρες απαντήσεις από την κυβέρνηση. Το μόνο επιχείρημα που προβλήθηκε ήταν η επίκληση οδηγιών και κατευθύνσεων από την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Η υποχρέωση για δήλωση περιουσιακής κατάστασης θεσπίστηκε για πρώτη φορά το 1964 με τον νόμο 4351/12-8-1964 επί πρωθυπουργίας Γεωργίου Παπανδρέου και υπουργού Δικαιοσύνης Νικολάου Μπακοπούλου. Ο νόμος εκείνος στόχευε στην προστασία της “τιμής του πολιτικού κόσμου” και προέβλεπε την υποχρέωση υποβολής δήλωσης περιουσιακών στοιχείων από πρώην πρωθυπουργούς, αρχηγούς κομμάτων, υπουργούς και υφυπουργούς. Μετέπειτα, και ιδίως από το 2003 και το 2016, το πλαίσιο επεκτάθηκε αυστηροποιώντας τους όρους συμμετοχής πολιτικών και των συγγενών τους σε εταιρικά σχήματα εκτός Ελλάδος, ώστε να διασφαλιστεί η διαφάνεια και να περιοριστεί η δυνατότητα απόκρυψης παράνομου πλουτισμού.

Η νέα τροπολογία ανατρέπει αυτήν την αρχή, επιτρέποντας πλέον τη συμμετοχή συγγενών πολιτικών σε εταιρείες με έδρα στο εξωτερικό, υπό την προϋπόθεση ότι οι χώρες αυτές είναι φορολογικά συνεργάσιμες με την Ελλάδα. Ωστόσο, όπως επεσήμαναν πολλά μέλη της αντιπολίτευσης, οι μηχανισμοί ελέγχου των εταιρειών αυτών —και κυρίως των πραγματικών δικαιούχων και των ροών κεφαλαίων— δεν είναι καθόλου εγγυημένοι.

Σκιά υποψιών και ερωτήματα για εξυπηρέτηση προσώπων

Η συγκυρία, το αιφνιδιαστικό της τροπολογίας, καθώς και η απουσία ξεκάθαρων απαντήσεων για τους λόγους της αλλαγής, δημιουργούν σκιές και τροφοδοτούν εικασίες ότι η ρύθμιση στοχεύει στην κάλυψη συγκεκριμένων περιπτώσεων. Η Βουλή δεν ενημερώθηκε για το εάν υπήρξαν αιτήματα ή γνωμοδοτήσεις από αρμόδιες Αρχές. Δεν προσκομίστηκαν συγκριτικά στοιχεία από άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Δεν απαντήθηκαν οι επιφυλάξεις σχετικά με την πρακτική διαφάνεια τέτοιων εταιρικών σχημάτων.

Οι λεγόμενες “υπεράκτιες” (offshore) εταιρείες είναι επιχειρηματικές οντότητες που συστήνονται σε κράτη με ιδιαίτερα ευνοϊκό φορολογικό και νομικό καθεστώς. Προσφέρουν ανωνυμία στους μετόχους τους, απουσία φορολογικών ελέγχων, μη τήρηση λογιστικών βιβλίων και πλήρη αποσύνδεση από το «πόθεν έσχες». Για αυτό και έχουν συνδεθεί, παγκοσμίως, με την απόκρυψη περιουσιακών στοιχείων, τη διακίνηση μαύρου χρήματος, τη διαφθορά και τις δωροδοκίες.

Ακόμη κι αν η νέα τροπολογία δεν αναφέρεται ρητά σε offshore εταιρείες, δημιουργεί ένα γκρίζο πλαίσιο, καθώς δεν προβλέπει ενισχυμένους ελεγκτικούς μηχανισμούς για τις εταιρείες στις οποίες θα μπορούν να συμμετέχουν συγγενικά πρόσωπα πολιτικών. Η κυβέρνηση απέφυγε να απαντήσει γιατί δεν συνοδεύει την άρση απαγόρευσης με ενίσχυση των διαδικασιών διαφάνειας και ελέγχου.

Το ηθικό υπόβαθρο

Η συζήτηση δεν είναι μόνο νομική, είναι κυρίως ηθική. Όπως είχε πει ο Ιούλιος Καίσαρας, “η γυναίκα του Καίσαρα δεν πρέπει μόνο να είναι τίμια, αλλά και να φαίνεται τίμια”. Η συμμετοχή των συζύγων πολιτικών σε εξωχώριες εταιρείες, ακόμη και φορολογικά “συνεργάσιμες”, ενδέχεται να δημιουργεί εντυπώσεις που πλήττουν την εικόνα του πολιτικού συστήματος και να θέτει εν αμφιβόλω την καθαρότητα των σχέσεων εξουσίας-χρήματος.

Στην περίπτωση των ενήλικων παιδιών πολιτικών προσώπων, μπορεί πράγματι να τεθεί πιο ήπια αξιολόγηση, υπό την προϋπόθεση ότι δεν υπάρχουν οικονομικές εξαρτήσεις ή συγκυριακές συγκλίσεις με τη δημόσια ζωή των γονέων τους. Αλλά όταν πρόκειται για τη σύζυγο —που εκ του νόμου θεωρείται οικονομικά αλληλένδετη με τον πολιτικό— η συμμετοχή της σε εξωχώριες επιχειρήσεις είναι ζήτημα δημόσιας ευθύνης.

Η τροπολογία δεν είναι απλώς μια τεχνική αλλαγή. Ανοίγει ρωγμές σε ένα κρίσιμο σύστημα ελέγχου της δημόσιας ζωής. Και το γεγονός ότι δεν δόθηκαν ουσιαστικές απαντήσεις, ενισχύει τους φόβους ότι πρόκειται για «φωτογραφική» ρύθμιση υπέρ συγκεκριμένων προσώπων.

Αντί να ενισχύει την αξιοπιστία και τη λογοδοσία, το πολιτικό σύστημα επιλέγει να ξηλώνει βήμα-βήμα τα φίλτρα ελέγχου. Και κάθε τέτοιο ξήλωμα, αποδυναμώνει την εμπιστοσύνη των πολιτών, τη διαφάνεια στη δημόσια ζωή και, εν τέλει, τη δημοκρατία την ίδια.

Ετικέτες: