Σήμερα Γιορτάζουν:

ΜΕΛΑΝΗ

24 Νοεμβρίου 2025

Αξιοπρέπεια ή υποτέλεια; Η κρίσιμη επιλογή για τη θέση της Ελλάδας στον νέο παγκόσμιο χάρτη

Είναι ευρέως διαδεδομένη η άποψη ότι η εποχή της ουδετερότητας και της πολυμερούς διπλωματίας έχει λήξει. Τα κράτη καλούνται πλέον να διαλέξουν στρατόπεδο, καθώς στο διεθνές σύστημα αναδύονται νέες ισορροπίες. Το δόγμα «ή είστε μαζί μας ή εναντίον μας», που είχε διατυπώσει ο Τζορτζ Μπους ο νεότερος, επανέρχεται επιτακτικά, συχνά με τρόπο που αγγίζει τον εξαναγκασμό.

Η λογική αυτή ευθυγραμμίζεται με την πεποίθηση πολλών αναλυτών ότι βρισκόμαστε αντιμέτωποι με έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο. Όχι όμως με τη Ρωσία στον ρόλο της Σοβιετικής Ένωσης, αλλά με την Κίνα. Την ίδια στιγμή, η Ευρώπη εμμένει σε μια δική της ψυχροπολεμική αντιπαράθεση με τη Μόσχα, αντί να επιδιώκει όρους ειρηνικής συνύπαρξης. Παρά τις εντάσεις, είναι εμφανές ότι οι ΗΠΑ αναζητούν περιθώρια συνεργασίας με τη Ρωσία, αν και δύσκολα η Μόσχα θα γυρίσει την πλάτη της στο Πεκίνο.

Καθώς ο παγκόσμιος ανταγωνισμός στρέφεται προς την Αρκτική και τις νέες πηγές ισχύος, η Ευρώπη εγκλωβίζεται στη δική της εσωστρέφεια. Κινδυνεύει να παραμείνει ξανά θεατής, λειτουργώντας ως χρήσιμος κρίκος στις επιλογές άλλων. Το διεθνές σύστημα βρίσκεται σε μετάβαση και οι ισχυροί διερευνούν νέες σφαίρες επιρροής, εντάσσοντας στους σχεδιασμούς τους όσους μικρότερους δρώντες κρίνουν χρήσιμους.

Στο περιβάλλον αυτό κυριαρχεί ο νόμος του ισχυρού. Τα περιθώρια κινήσεων διαφοροποιούνται ανάλογα με το μέγεθος και την ισχύ κάθε κράτους. Οι ιδεαλιστικές προσεγγίσεις παραμένουν εργαλείο προπαγάνδας στα χέρια των μεγάλων, που χρησιμοποιούν την ηθικολογία ως μέσο νομιμοποίησης. Η έννοια του «καλού» και του «κακού» προκύπτει από το συμφέρον, αλλά ο κυνισμός καλύπτεται επιμελώς μέσω επιχειρημάτων περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων, δικαιοσύνης και ηθικής.

Οι ηθικολογικές αντιπαραθέσεις ανάμεσα στη Ρωσία και τη Δύση είναι χαρακτηριστικές. Με δύο εξαιρέσεις: η Κίνα αποφεύγει τις κορώνες, επιμένοντας στη γλώσσα του συμφέροντος, ενώ οι ΗΠΑ αφήνουν τους βαρείς χαρακτηρισμούς να αποδίδονται στη «συλλογική Δύση». Το γεγονός αυτό μαρτυρά τη βαθιά έλλειψη συνοχής στο δυτικό στρατόπεδο, στοιχείο καθοριστικό για τη μορφή που θα λάβει το νέο διεθνές περιβάλλον.

Η Ελλάδα καλείται να κινηθεί μέσα σε αυτή τη ρευστή πραγματικότητα, διαμορφώνοντας στρατηγική που υπηρετεί το εθνικό συμφέρον. Δυστυχώς, η δημόσια συζήτηση στη χώρα μας διεξάγεται σε μονοχρωμία, όπου κάθε διαφορετική άποψη βαφτίζεται συλλήβδην «εχθρική». Η διεθνής πολιτική όμως είναι πολυεπίπεδη και δεν επιδέχεται τέτοια απλουστευτικά σχήματα.

Ο γενικός προσανατολισμός της χώρας –το «ανήκουμε στη Δύση»– δεν αμφισβητείται. Ωστόσο, είναι εξωφρενικά απλουστευτικό να θεωρείται ότι οποιαδήποτε εναλλακτική προσέγγιση ισοδυναμεί με μίμηση της πολιτικής Ερντογάν. Η σύγχυση ανάμεσα στην πολυδιάστατη διπλωματία και στον «επιτήδειο ουδέτερο» υπονομεύει τη σοβαρότητα της εξωτερικής μας πολιτικής.

Η Ελλάδα οφείλει να προβάλλει την ταυτότητά της ως δυτική χώρα, με σεβασμό όμως προς όλους τους διεθνείς δρώντες, χωρίς διχασμούς σε «καλούς» και «κακούς». Η φήμη μας στο διεθνές σύστημα χτίζεται με συνέπεια, σαφήνεια και προβλεψιμότητα. Στοιχεία που επηρεάζουν άμεσα τα περιθώρια ελιγμών μας—κι αυτά σήμερα είναι περιορισμένα, διότι δεν εργαζόμαστε συστηματικά για να τα διευρύνουμε.

Δεν συνάδει με εικόνα σοβαρού κράτους η αδιαφορία για τον Ελληνισμό της Αζοφικής από φόβο μήπως παρεξηγηθούμε. Ούτε αποτελεί δείγμα αυτοσεβασμού η υποβάθμιση της παρουσίας μας σε εκδήλωση για τα 30 χρόνια του Ελληνοκινεζικού Επιμελητηρίου, επειδή οι νέες δυτικές προτεραιότητες βλέπουν με καχυποψία την κινεζική επένδυση στον Πειραιά—την ίδια που κάποτε προβάλλαμε ως επιτυχία.

Ομοίως, δεν μπορεί η Ελλάδα να δηλώνει πως «δεν εμπλέκεται» στον σινοαμερικανικό ανταγωνισμό, τη στιγμή που το θέμα αγγίζει άμεσα ζωτικής σημασίας ελληνικά συμφέροντα. Πρόκειται για στάση που θυμίζει τη γενικευμένη τάση ανάθεσης των προβλημάτων μας σε τρίτους, χωρίς επίγνωση του κόστους.

Αντίστοιχα, δεν συνιστά σοβαρότητα το να κλείνουμε τα μάτια στις παραβιάσεις των δικαιωμάτων των Ελλήνων στη Βόρεια Ήπειρο, προσπαθώντας να αποφύγουμε διπλωματικές «παρεξηγήσεις». Η αξιοπρέπεια απαιτεί καθαρές θέσεις, τις οποίες όλοι αντιλαμβάνονται και σέβονται.

Και τέλος, δεν είναι δυνατόν να αγνοούμε στο Ουκρανικό το αυτονόητο: εδάφη που χάνονται στο πεδίο της μάχης δεν επιστρέφουν στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Η πατρίδα του Θουκυδίδη οφείλει να γνωρίζει ότι η ισχυρή πλευρά επιβάλλει όσα της επιτρέπει η δύναμή της, και η λιγότερο ισχυρή όσα της υπαγορεύει η αδυναμία της.

Η Ελλάδα χρειάζεται επειγόντως επαναξιολόγηση στάσεων, σοβαρό στρατηγικό σχεδιασμό και μια εξωτερική πολιτική που θα αποπνέει αυτοπεποίθηση, συνέπεια και σεβασμό προς το εθνικό συμφέρον. Περισσότερο από οτιδήποτε, χρειάζεται αλλαγή ύφους—andρούς και όχι ακολουθητές στη διαμόρφωση του νέου κόσμου που ανατέλλει.

Ετικέτες: