ΔΕΘ 2025: Αντηχήσεις και «ψίθυροι» μιας φθοράς που δεν αναστρέφεται
Ένα σχεδόν αόρατο, αλλά αισθητό φάντασμα πλανάται πάνω από τη φετινή Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης – ποιος, όμως, μπορεί ή θέλει στ’ αλήθεια να το αντικρίσει; Μετράμε πλέον ώρες πριν ανοίξουν επίσημα οι πύλες της ΔΕΘ, και την ίδια στιγμή στο Μέγαρο Μαξίμου συνεχίζονται οι αγωνιώδεις τελευταίες συσκέψεις, με τις γνωστές προσθαφαιρέσεις σε εκείνα τα υποσχετικά «θα» που πρόκειται να ανακοινώσει ο Κυριάκος Μητσοτάκης στο ετήσιο ραντεβού του με την κοινή γνώμη.
Παρά τις διαρροές, που εδώ και μέρες διαμορφώνουν έναν άτυπο διάλογο μεταξύ κυβέρνησης και κοινωνίας, το περιεχόμενο του πακέτου μέτρων παραμένει σε μεγάλο βαθμό γρίφος. Οι εισηγήσεις της τελευταίας στιγμής στοχεύουν στο να «γεμίσει» το καλάθι – όχι τόσο για να αλλάξει κάτι δραστικά στην καθημερινότητα των πολιτών, όσο για να τραβήξει την προσοχή, να αποπροσανατολίσει και να προσφέρει ένα πιο ευνοϊκό φόντο σε ένα κλίμα που βαραίνει καθημερινά. Ωστόσο, ενώ το βλέμμα όλων στρέφεται στο παρόν, υπάρχουν εκείνοι που δεν μπορούν να αποφύγουν να κοιτάξουν προς τα πίσω – εκεί που ίσως βρίσκεται το πραγματικό προμήνυμα των όσων έρχονται.
Το 2019 υπήρξε χρονιά-ορόσημο, και όπως αποδείχθηκε μετέπειτα, πολιτικά καθοριστική. Σε ένα και μόνο έτος διεξήχθησαν ευρωεκλογές, αυτοδιοικητικές εκλογές και τελικά οι εθνικές εκλογές, δημιουργώντας μια συνεχόμενη πίεση στο πολιτικό σκηνικό. Εκείνη η χρονιά σηματοδότησε το τέλος της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ υπό τον Αλέξη Τσίπρα. Μια κυβέρνηση που μόλις τον Αύγουστο του 2018 είχε καταφέρει να βγει από τον κύκλο των Μνημονίων, με την ελπίδα ότι αυτή η έξοδος θα μετατρεπόταν σε πολιτικό κεφάλαιο με διάρκεια.
Λίγες ημέρες πριν από τις ευρωεκλογές του Μαΐου 2019, ο Τσίπρας ανακοίνωσε ένα γενναίο πακέτο κοινωνικών μέτρων, που περιλάμβανε, μεταξύ άλλων, την εφάπαξ 13η σύνταξη για τους χαμηλοσυνταξιούχους, μειώσεις στον ΦΠΑ στην εστίαση, στα βασικά είδη διατροφής και στην ενέργεια, καθώς και δεσμεύσεις για μόνιμες ελαφρύνσεις. Ήταν μια ύστατη προσπάθεια να αποδείξει ότι η χώρα γύρισε σελίδα και ότι η κοινωνία μπορούσε να δει απτά αποτελέσματα.
Και όμως, οι κάλπες τον διέψευσαν πανηγυρικά. Η Νέα Δημοκρατία πέτυχε ένα εντυπωσιακό 33,1%, τη στιγμή που ο ΣΥΡΙΖΑ περιορίστηκε στο 23,8%, καταγράφοντας μια διαφορά 9,3 μονάδων – μεγαλύτερη από κάθε πρόβλεψη των τότε δημοσκοπήσεων. Το επικοινωνιακό επιτελείο του Τσίπρα διαβεβαίωνε μέχρι την τελευταία στιγμή ότι η απόσταση είναι μικρή και η ανατροπή εφικτή. Αλλά τα στοιχεία στο χαρτί ήταν αδιάψευστα. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός είχε χαρακτηρίσει το αποτέλεσμα ως «ψήφο εμπιστοσύνης» στη διακυβέρνησή του – κάτι που μετέτρεψε την ήττα σε προσωπικό και πολιτικό βαρίδι. Απέναντι στην αποδοκιμασία των πολιτών, δεν υπήρχε πια περιθώριο για ελιγμούς. Αναγκάστηκε να προκηρύξει πρόωρες εκλογές, χωρίς ουσιαστικά να δώσει μάχη.
Μόλις λίγες εβδομάδες μετά, τον Ιούλιο του 2019, η Νέα Δημοκρατία κατέγραψε ποσοστό 39,85% και σχημάτισε αυτοδύναμη κυβέρνηση. Ο ΣΥΡΙΖΑ, με 31,53%, πέρασε στην αντιπολίτευση, έχοντας χάσει την κοινωνική δυναμική και την πολιτική του φρεσκάδα. Το πακέτο μέτρων του Τσίπρα, όσο κοινωνικά ευαίσθητο και αν ήταν, δεν κατάφερε να ανακόψει τη φθορά. Οι πολίτες – σύμφωνα με μια δημοφιλή διαπίστωση της εποχής – πήραν τα χρήματα, αλλά ψήφισαν αλλού. Όχι επειδή δεν εκτίμησαν την προσπάθεια, αλλά επειδή η σχέση εμπιστοσύνης με την κυβέρνηση είχε ήδη διαρραγεί. Και αυτή η ρήξη δεν θεραπεύεται με επιδόματα.
Σήμερα, σχεδόν έξι χρόνια μετά, διαφαίνεται μια παρόμοια δυναμική. Οι τελευταίες μετρήσεις, τόσο δημοσκοπικές όσο και ποιοτικές, που φτάνουν στα επιτελεία του Μεγάρου Μαξίμου, φανερώνουν μια κοινωνία που δεν πείθεται εύκολα. Ακόμα κι εκείνοι που παραδέχονται ότι έχουν υπάρξει επιμέρους βελτιώσεις ή μεταρρυθμιστικά βήματα, εμφανίζονται εξαιρετικά δύσπιστοι έως και απογοητευμένοι απέναντι στο γενικό πρόσημο της διακυβέρνησης. Η φθορά της κυβέρνησης Μητσοτάκη είναι βαθιά και διαπεραστική – οριζόντια, όπως την περιγράφουν οι αναλυτές. Και δεν οφείλεται σε ένα ή δύο μέτρα που μπορούν να αλλάξουν, αλλά σε μια συσσωρευμένη, πολυεπίπεδη δυσαρέσκεια.
Η ιστορία του 2019 λειτούργησε ως παγίδα για τον ΣΥΡΙΖΑ, κυρίως γιατί δεν διέγνωσε έγκαιρα τη μεταστροφή του κλίματος. Σήμερα, παρατηρεί κανείς πως η Νέα Δημοκρατία δείχνει να ακολουθεί ένα παρόμοιο μονοπάτι – όχι κατ’ ανάγκη από άγνοια, αλλά ίσως από πολιτική αλαζονεία ή δυσπιστία απέναντι στα σημάδια. Οι υποσχέσεις επαναλαμβάνονται, το σενάριο γράφεται ξανά, αλλά το κοινό δεν φαίνεται να είναι πρόθυμο να το παρακολουθήσει άλλη μια φορά. Ο λόγος της εξουσίας απευθύνεται όλο και περισσότερο «εις ώτα μη ακουόντων». Και σε τέτοιες στιγμές, ακόμα και τα πιο επιμελώς προετοιμασμένα μέτρα, οι πιο θεαματικές ανακοινώσεις, δεν έχουν το βάρος που θα ήθελε ο εκφωνητής τους.
Το φάντασμα πάνω από τη φετινή ΔΕΘ δεν είναι απλώς η σκιά της φθοράς, αλλά και η υπενθύμιση πως η πολιτική μνήμη, όταν συνοδεύεται από απογοήτευση, δεν σβήνει εύκολα. Κι όταν επιστρέφει, δεν συγχωρεί.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Ηγέτη όπως ο Καποδίστριας χρειάζεται ο Ελληνισμός
Η κυβέρνηση ως θεατής στον εποικισμό της χώρας
Πιο Πρόσφατα
Κάστρα, καρέκλες και σιωπή: πώς θάβεται ο αγώνας των αγροτών στο Ηράκλειο
ΠΑΣΟΚ: Διάλογος με κανόνες για τα αγροτικά και σαφές πολιτικό μήνυμα