Ελλάδα της σήψης: Ένα παρακράτος πάνω από το Σύνταγμα, μια κυβέρνηση πάνω από τον νόμο
Η Ελλάδα του 2025 δεν θυμίζει πια ευρωπαϊκό κράτος δικαίου αλλά ένα κακοστημένο σκηνικό που προσπαθεί να μιμηθεί δημοκρατία ενώ στο παρασκήνιο λειτουργεί ένα παρακράτος μεθοδεύσεων, συγκάλυψης, παρακολούθησης και δομικής διαφθοράς. Η κυβέρνηση που εμφανίζεται ως «μεταρρυθμιστική» έχει χτίσει γύρω της ένα δίκτυο προστασίας, ένα πλέγμα επιρροής που διατρέχει κρατικούς μηχανισμούς, υπηρεσίες ασφαλείας, τμήματα της αστυνομίας, οικονομικά συμφέροντα και εξαρτημένα μέσα ενημέρωσης.
Ένα σύστημα που λειτουργεί σαν μηχανισμός αυτοσυντήρησης: αποσιωπά, παραποιεί, ελέγχει, εκφοβίζει και τελικά ακυρώνει κάθε έννοια λογοδοσίας. Κάθε σκάνδαλο που σε μια πραγματική δημοκρατία θα οδηγούσε σε παραιτήσεις, ανακρίσεις και δικαστικές διώξεις, εδώ μετατρέπεται σε μια κουρτίνα καπνού, σε μια σύντομη είδηση που εξαφανίζεται μόλις οι «κατάλληλοι άνθρωποι» κινητοποιηθούν για να τη θάψουν.
Το σκάνδαλο των υποκλοπών, η μεγαλύτερη θεσμική εκτροπή της μεταπολίτευσης, θα έπρεπε να έχει ήδη προκαλέσει πολιτικό σεισμό. Αντί γι’ αυτό, μια ολόκληρη κρατική μηχανή επιχειρεί να υποβαθμίσει την υπόθεση, να την απομονώσει και να την παρουσιάσει ως μεμονωμένο περιστατικό. Κι όμως, όσα αποκαλύπτονται στο δικαστήριο δεν είναι τεχνικές αστοχίες ούτε «λάθη». Είναι το αποτύπωμα ενός παρακρατικού μηχανισμού που λειτουργούσε συστηματικά, στοχεύοντας σε δημοσιογράφους, αξιωματικούς, πολιτικούς, επιχειρηματίες και κρατικούς λειτουργούς.
Η αποκάλυψη ότι παρακολουθούνταν η επικεφαλής της Διεύθυνσης Εγκληματολογικών Ερευνών αναδεικνύει το μέγεθος του προβλήματος: δεν μιλάμε για ένα «κακόβουλο λογισμικό», αλλά για μια ολόκληρη στρατηγική κρατικού ελέγχου. Όταν οι άνθρωποι που ερευνούν εγκλήματα παρακολουθούνται από το ίδιο το κράτος, τότε το κράτος παύει να είναι εγγυητής της δικαιοσύνης. Γίνεται ο ίδιος ο ηθικός αυτουργός της συγκάλυψης.
Η εικόνα των υπηρεσιών ασφαλείας θυμίζει περισσότερο χώρα όπου κυριαρχούν εγκληματικά δίκτυα παρά οργανωμένη πολιτεία. Επίορκοι αξιωματικοί που λειτουργούν ως ενδιάμεσοι, παρακράτος που επεμβαίνει σε δικογραφίες, στοιχεία που εξαφανίζονται από σκηνές εγκλημάτων, DNA που «χάνονται», κινητά τηλέφωνα που μένουν κρυμμένα για χρόνια, υποθέσεις που πνίγονται πριν φτάσουν στη Δικαιοσύνη.
Η κοινή λογική λέει πως τέτοιες πρακτικές δεν μπορούν να είναι έργο ενός ή δύο «κακών υπαλλήλων». Απαιτούν κάλυψη, συντονισμό και πολιτική καθοδήγηση. Χωρίς πολιτική ομπρέλα δεν υπάρχει παρακράτος – και εδώ η ομπρέλα αυτή όχι μόνο υπάρχει, αλλά λειτουργεί σαν θώρακας προστασίας ενός συστήματος που έχει εγκατασταθεί σε βάθος χρόνου.
Κι όσο η δικαιοσύνη επιχειρεί να αγγίξει την αλήθεια, τόσο εμφανίζονται εμπόδια, υπεκφυγές, περίεργες ερμηνείες του νόμου, «απώλειες» κρίσιμων δεδομένων, επιλεκτική μνήμη, δικονομικές ακροβασίες. Η έδρα σπεύδει να περιορίσει τις καταθέσεις, να απορρίψει μάρτυρες που θα άνοιγαν επικίνδυνα μονοπάτια, να επισπεύσει διαδικασίες που απαιτούν βάθος, χρόνο και πολιτική τόλμη.
Η στάση αυτή δεν είναι ουδέτερη· είναι μια μορφή θεσμικής αυτολογοκρισίας, ένα δηλητηριώδες μείγμα φόβου, πίεσης και πολιτικής επιρροής. Η Δικαιοσύνη, αντί να λειτουργεί ως ανεξάρτητη δύναμη ελέγχου, εμφανίζεται συχνά ως μηχανισμός σταθεροποίησης του καθεστώτος. Και η ατιμωρησία είναι το πιο σταθερό σύμβολό της.
Όμως τα σκάνδαλα δεν περιορίζονται στις υποκλοπές. Απλώνονται σαν ιστός αράχνης σε όλο το σώμα του κράτους: σκανδαλώδεις αναθέσεις, μαύρες ροές χρήματος, ρυθμίσεις κομμένες και ραμμένες για συγκεκριμένα συμφέροντα, εξυπηρετήσεις σε επιχειρηματικούς ομίλους, σιωπηρές συμφωνίες, διαγραφές χρεών σε «προνομιακά» ΜΜΕ και πρόσωπα της ενημέρωσης. Τα κανάλια και οι μεγάλοι όμιλοι του Τύπου δεν συμπεριφέρονται ως ερευνητικοί θεσμοί· λειτουργούν ως μηχανισμοί χειραγώγησης.
Όταν δημοσιογράφοι με ζημιές εκατομμυρίων συνεχίζουν να λειτουργούν, όταν διαγραφές χρεών εμφανίζονται ως «κανονικότητα», όταν η κριτική θάβεται και η κυβερνητική γραμμή εμφανίζεται ως ειδησεογραφία, τότε δεν μιλάμε για ενημέρωση, αλλά για προπαγάνδα προς ενοικίαση. Σε ένα τέτοιο τοπίο, η αλήθεια δεν εξαφανίζεται από αμέλεια. Εξαφανίζεται επειδή αυτό επιδιώκεται.
Το ίδιο φαύλο σύστημα διαπερνά και τον πρωτογενή τομέα, εκεί όπου οι αγρότες βλέπουν τη γη τους να πνίγεται, τις καλλιέργειές τους να χάνονται, τις αποζημιώσεις να καθυστερούν και τις υποσχέσεις να μετατρέπονται σε στάχτη. Η Θεσσαλία συνιστά σήμερα την πιο κραυγαλέα απόδειξη της κρατικής ανικανότητας και της πολιτικής αδιαφορίας. Ολόκληρα χωριά βούλιαξαν μέσα στις λάσπες, οι άνθρωποι ξανασηκώνουν από το μηδέν τη ζωή τους και το κράτος ακόμη διαχειρίζεται «φάκελα», «εκτιμήσεις», «επιτροπές».
Την ώρα που η χώρα χρειάζεται ένα ισχυρό σχέδιο ανασυγκρότησης, η κυβέρνησή της μοιάζει περισσότερο απασχολημένη με το πώς θα διατηρήσει τις σχέσεις της με τα δίκτυα εξουσίας και λιγότερο με το πώς θα αποκαταστήσει μια τραγωδία. Τα μπλόκα των αγροτών, η οργή που ανεβαίνει, η αίσθηση εγκατάλειψης δεν είναι απλά κοινωνική διαμαρτυρία· είναι σύμπτωμα μιας πολιτείας που χάνει την κοινωνική της νομιμοποίηση.
Στην ίδια τη λειτουργία του κράτους, η καταστροφή είναι ολοφάνερη. Η χώρα αντιμετωπίζει πλέον ακόμα και κρίση νερού, με την Αττική να απειλείται με καθεστώς έκτακτης ανάγκης. Για δεκαετίες ολόκληρες κυβερνήσεις διόριζαν τοποτηρητές στην ΕΥΔΑΠ και εισέπρατταν πολιτικά οφέλη χωρίς να κάνουν τα βασικά: έργα αποθήκευσης, δικτύωση, εκμετάλλευση των υδάτων που κάθε χρόνο χάνονται στη θάλασσα.
Σήμερα η πραγματικότητα εκδικείται. Κι όμως, αντί για σοβαρό σχεδιασμό, το αφήγημα μοιάζει έτοιμο: κρίση νερού ίσον αύξηση τιμολογίων, ιδιωτικοποίηση, μετακύλιση του κόστους στους πολίτες. Όλα ίδια, όλα γνώριμα, όλα αναμενόμενα μέσα σε ένα μοντέλο διαχείρισης που βλέπει τα δημόσια αγαθά ως ευκαιρία κέρδους.
Το πολιτικό σύστημα συνολικά μοιάζει να στέκει πάνω σε σαθρά θεμέλια. Οι εξεταστικές επιτροπές έχουν χάσει κάθε κύρος. Μετατρέπονται σε εργαλεία συμψηφισμού, σε θέατρο εντυπώσεων, σε πεδίο κομματικής αντιπαράθεσης που δεν παράγει αλήθεια ούτε λύσεις. Ο λαός βλέπει, μεγεθύνει την οργή του, καταλαβαίνει ότι η νομοθετική εξουσία δεν είναι σε θέση να ελέγξει την εκτελεστική.
Κι έτσι η χώρα οδηγείται σε μια επικίνδυνη περιοχή, όπου η απονομιμοποίηση της δημοκρατικής διαδικασίας ενισχύει τη δυσπιστία, τη ματαίωση και το αίσθημα πως τίποτα δεν αλλάζει πλέον από μέσα. Και όταν το πολίτευμα παύει να εμπνέει εμπιστοσύνη στους πολίτες, τότε το χάσμα ανάμεσα στην κοινωνία και την εξουσία γίνεται εκρηκτικό.
Την ίδια στιγμή, γεωπολιτικά και οικονομικά συμφέροντα διαμορφώνουν τις κυβερνητικές επιλογές χωρίς λογοδοσία. Οι αποφάσεις για την ενέργεια, τα ορυκτά καύσιμα, τα στρατηγικά έργα, τα μεγάλα επενδυτικά deals λαμβάνονται σε κλειστές αίθουσες, χωρίς διαφάνεια, χωρίς εθνικό σχεδιασμό, χωρίς αξιολόγηση οφελών και κινδύνων.
Η χώρα παραδίδει τον ορυκτό πλούτο της σε υπερεθνικά κέντρα, οι ξένες πιέσεις καθορίζουν την εσωτερική πολιτική, η εξωτερική πολιτική διαμορφώνεται με κριτήριο τις ανάγκες τρίτων. Κι ενώ ο πολίτης παλεύει να πληρώσει λογαριασμούς και φόρους, ο κρατικός μηχανισμός μοιάζει θωρακισμένος υπέρ των λίγων, των ισχυρών, των «εκλεκτών».
Μέσα σε αυτό το πνιγηρό τοπίο, το πιο ανησυχητικό δεν είναι καν το εύρος των σκανδάλων. Είναι η αναισθησία του συστήματος. Η αδιαφορία για την κοινωνική καταστροφή. Η απουσία ντροπής. Το ότι κανείς δεν παραιτείται, κανείς δεν λογοδοτεί, κανείς δεν αισθάνεται υποχρεωμένος να απολογηθεί. Το ότι ολόκληρο το κράτος λειτουργεί σαν να μην οφείλει να απαντά σε κανέναν. Αυτό είναι το πραγματικό σκάνδαλο: η εγκατάσταση μιας κουλτούρας ατιμωρησίας που διαπερνά κάθε θεσμό, κάθε κλάδο, κάθε επίπεδο εξουσίας.
Το ερώτημα πλέον δεν είναι αν υπάρχουν σκάνδαλα. Είναι πόσο ακόμα μπορεί να αντέξει η ελληνική κοινωνία ένα σύστημα που λειτουργεί εναντίον της. Πόσο μπορεί να αντέξει έναν μηχανισμό που απομυζά τον δημόσιο πλούτο, υπονομεύει τη δικαιοσύνη, ελέγχει την ενημέρωση, διαλύει τις δημόσιες υποδομές και αφήνει ολόκληρους κλάδους – από τη γεωργία μέχρι την υγεία και την παιδεία – να καταρρέουν. Πόσο μπορεί να αντέξει μια δημοκρατία που έχει αδειάσει από το περιεχόμενό της.
Οι πολίτες γνωρίζουν πια ότι κανείς δεν θα τους σώσει από αυτό το καθεστώς. Καμία επιτροπή, κανένα δελτίο ειδήσεων, καμία επίσημη έρευνα. Η αλλαγή δεν θα έρθει από τα πάνω· θα έρθει από την κοινωνική πίεση, από την αγανάκτηση που παίρνει μορφή, από το συλλογικό αίτημα για κάθαρση, αλήθεια και δικαιοσύνη. Η Ελλάδα βρίσκεται σε ιστορικό σταυροδρόμι: είτε θα αφήσει το παρακράτος και τη διαφθορά να γίνουν ο μόνιμος τρόπος διακυβέρνησης, είτε θα διεκδικήσει ξανά τη δημοκρατία της.
Και αυτή τη φορά, η ευθύνη δεν ανήκει μόνο στην κυβέρνηση. Ανήκει σε όλους.
Πιο Δημοφιλή
Ο Μητσοτάκης ως ιδεολογικό υβρίδιο νεοφιλελευθερισμού και οικογενειοκρατίας
12 τόνους ακατάλληλα προϊόντα ετοιμάζονταν να ρίξουν στην αγορά στις εορτές
Η Τουρκία περικυκλώνεται στρατηγικά
Πιο Πρόσφατα
Πίεση της ΕΕ στην Τεχεράνη: Ζητά την απελευθέρωση της Ναργκίς Μοχαμαντί
Όπλο και πυρομαχικά στο λιμάνι: Συναγερμός στην Ηγουμενίτσα